Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Υποπαράγραφος Ε.1: Κώδικας φορολογικής απεικόνισης συναλλαγών και λοιπές φορολογικές διατάξεις
1. Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (προεδρικό διάταγμα 186/1992 (ΦΕΚ 84/Α/1992)), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καταργείται και αντικαθίσταται με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών που έχει ως εξής:
{Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
Άρθρο 1: Υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών
1. Κάθε ημεδαπό πρόσωπο των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 2 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 101 του νόμου 2238/1994, κοινοπραξία, κοινωνία ή νομική οντότητα που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, έχει τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου σχετικά με την τήρηση βιβλίων, έκδοση στοιχείων και υποβολή δεδομένων για διασταύρωση.
2. Τις υποχρεώσεις της προηγουμένης παραγράφου έχει και κάθε αλλοδαπό πρόσωπο ή νομική οντότητα που αποκτά πραγματική - φυσική επαγγελματική εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια ή ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια αποβλέποντας στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Εξαιρετικά, τις υποχρεώσεις αυτές έχει και κάθε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια, εφόσον ανεγείρει ακίνητο κυριότητάς της εντός της ελληνικής επικράτειας ή πραγματοποιεί σε τέτοιο ακίνητο προσθήκες ή επεκτάσεις. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
Άρθρο 2: Τρόπος απεικόνισης συναλλαγών
1. Από την απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία και από τα στοιχεία πρέπει να προκύπτουν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία των καταχωρήσεων και να υποστηρίζονται αυτές, ώστε να είναι ευχερής η αναλυτική πληροφόρηση και εφικτή η επαλήθευση αυτών από τον φορολογικό έλεγχο, για τις ανάγκες όλων των φορολογικών αντικειμένων.
2. Τα βιβλία και τα στοιχεία τηρούνται στην ελληνική γλώσσα και στο ευρώ, εκτός αν έχει νομίμως επιτραπεί η τήρηση αυτών κατ' άλλον τρόπο. Τα στοιχεία που εκδίδονται για συναλλαγές με το εξωτερικό επιτρέπεται να διατυπώνονται σε ξένη γλώσσα και να αναγράφεται σε αυτά το ξένο νόμισμα στο οποίο γίνεται η συναλλαγή.
Ειδικά, τα τιμολόγια και τα στοιχεία που επέχουν θέση τιμολογίου συνενωμένα ή μη με στοιχεία διακίνησης μπορεί να εκφράζονται σε ξένη γλώσσα για συναλλαγές και στο εσωτερικό της χώρας. Η φορολογική αρχή δικαιούται, για ορισμένους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών ή σε ορισμένες περιπτώσεις, να ζητά για λόγους ελέγχου, μετάφραση των στοιχείων που εκφράζονται σε ξένη γλώσσα, τα οποία προσκομίζονται μεταφρασμένα εντός ευλόγου προθεσμίας, η οποία τίθεται από την φορολογική αρχή. Τα ποσά που αναφέρονται στα ανωτέρω στοιχεία είναι δυνατόν να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του οφειλόμενου φόρου εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα του κράτους - μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών με τη χρήση του μηχανισμού μετατροπής που προβλέπεται στο άρθρο 91 της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ.
3. Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία.
4. Μηχανογραφικές καταστάσεις ή βεβαιώσεις, σε έγγραφη ή μαγνητική μορφή, οι οποίες εκδίδονται ή παράγονται από τράπεζες ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς και πιστοποιούν την πραγματοποίηση από αυτές εισπράξεων ή πληρωμών για λογαριασμό του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ασφαλιστικών οργανισμών, επέχουν θέση παραστατικών εγγράφων των δοσοληψιών που αναφέρονται σε αυτές.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως ηλεκτρονικό τιμολόγιο νοείται το τιμολόγιο που περιέχει τις απαιτούμενες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο πληροφορίες και το οποίο εκδίδεται και λαμβάνεται σε οποιαδήποτε ηλεκτρονική μορφή. Η χρήση ηλεκτρονικού τιμολογίου υπόκειται στην αποδοχή του αποκτώντος τα αγαθά ή του λήπτη των υπηρεσιών.
Η αυθεντικότητα της προέλευσης, η ακεραιότητα του περιεχομένου και η αναγνωσιμότητα των τιμολογίων, σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική μορφή, διασφαλίζεται από τη χρονική στιγμή της έκδοσής τους έως τη λήξη της περιόδου φύλαξής τους. Κάθε υπόχρεος ορίζει τον τρόπο διασφάλισης της αυθεντικότητας της προέλευσης, της ακεραιότητας του περιεχομένου και της αναγνωσιμότητάς του με κάθε πρόσφορο τρόπο ο οποίος διασφαλίζει την αξιοπιστία της διαδρομής μεταξύ τιμολογίου και παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών. Με τον όρο αυθεντικότητα της προέλευσης νοείται η διασφάλιση της ταυτότητας του προμηθευτή ή του εκδότη του τιμολογίου. Με τον όρο ακεραιότητα του περιεχομένου νοείται ότι το περιεχόμενο που απαιτείται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν έχει αλλοιωθεί.
Για την υλοποίηση των προαναφερομένων η αυθεντικότητα της προέλευσης και η ακεραιότητα του περιεχομένου ενός ηλεκτρονικού τιμολογίου, θεωρείται ότι διασφαλίζεται με τους πιο κάτω ενδεικτικά αναφερόμενους τρόπους:
α) Προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 150/2001 (ΦΕΚ 125/Α/2001).
β) Ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων (EDI), όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της σύστασης 1994/820/ΕΚ της Επιτροπής, της 19-10-1994 (Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 388/1994), εφόσον η συμφωνία σχετικά με αυτή την ανταλλαγή προβλέπει τη χρησιμοποίηση διαδικασιών που να εξασφαλίζουν τη γνησιότητα της προέλευσης και την ακεραιότητα των δεδομένων.
γ) Σήμανση με τη χρήση ειδικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης του νόμου [Ν] 1809/1988.
Στην περίπτωση που πλήθος τιμολογίων αποστέλλεται ή τίθεται στη διάθεση του ίδιου αποκτώντος αγαθά ή λήπτη υπηρεσιών, οι κοινές ενδείξεις στα διάφορα τιμολόγια είναι δυνατόν να παρατίθενται μία μόνο φορά, όταν είναι δυνατή η πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών κάθε τιμολογίου.
Ειδικά, για συναλλαγές με ιδιώτες το αντίτυπο των φορολογικών στοιχείων ή παραστατικών που προορίζεται για τον πελάτη, μπορεί να μην αποστέλλεται σε χαρτί, εφόσον ο πελάτης αποδέχεται τη λήψη ηλεκτρονικών αρχείων, τα οποία περιέχουν όλα τα δεδομένα και τις ενδείξεις που αποτυπώνονται στο στέλεχος ή το ηλεκτρονικό αρχείο του εκδότη των στοιχείων.
6. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών μπορεί να συγχωνεύει ή συνενώνει οποιοδήποτε βιβλίο ή βιβλία, στοιχείο ή στοιχεία, βιβλίο και στοιχείο ή βιβλία και στοιχεία σε άλλο, με την προϋπόθεση ότι από το βιβλίο ή το στοιχείο που προκύπτει από τη συγχώνευση ή τη συνένωση παρέχονται τουλάχιστον τα δεδομένα των συγχωνευομένων ή συνενωμένων βιβλίων ή στοιχείων. Επί συνένωσης βιβλίου με στοιχείο το βιβλίο μπορεί να τηρείται σε περισσότερα του ενός αντίτυπα.
7. Σε περίπτωση βλάβης μηχανήματος ή γενικά μη λειτουργίας του λογισμικού παρατείνεται η προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων με εξαίρεση της αναλυτικής πληροφόρησης της παραγράφου 23 του άρθρου 4. Η παράταση αυτή δεν μπορεί να υπερβεί την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
8. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή (Η/Υ) για την τήρηση των βιβλίων ή την έκδοση των στοιχείων υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, το κατάλληλο προσωπικό για τη χρήση του λογισμικού της επιχείρησης, για όσο χρόνο απαιτηθεί, κατά τη διάρκεια του ελέγχου και να επιτρέπει, σε συνεργείο ελέγχου που συμμετέχει και υπάλληλος με ειδικότητα πληροφορικής, την απευθείας λήψη οποιουδήποτε στοιχείου ή πληροφορίας από τα αρχεία του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επίσης, υποχρεούται να παρέχει κάθε πληροφορία στον φορολογικό έλεγχο σχετικά με τις εφαρμογές λογισμικού που αναφέρονται τουλάχιστον στην εφαρμογή των διατάξεων της Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών. Τις υποχρεώσεις του προηγούμενου εδαφίου έχει και όποιος αναλαμβάνει τη μηχανογραφική τήρηση των βιβλίων των υπόχρεων.
Άρθρο 3: Εξαιρέσεις - Απαλλαγές
1. Το Δημόσιο, το ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή επιτροπή ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου στην ημεδαπή, οι ξένες αποστολές και οι διεθνείς οργανισμοί υποχρεούνται μόνο στη λήψη, έκδοση, υποβολή και διαφύλαξη των στοιχείων που ορίζονται ρητά από τον παρόντα νόμο.
Τα πρόσωπα αυτά, εκτός από το Δημόσιο, όταν ενεργούν πράξεις παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που υπάγονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ή στο φόρο εισοδήματος θεωρούνται υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών μόνο για τις δραστηριότητες αυτές και έχουν τις υποχρεώσεις των άρθρων 1 έως 10.
2. Δεν είναι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών τα φυσικά πρόσωπα, με εξαίρεση τους ελεύθερους επαγγελματίες, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες για τις οποίες εκδίδονται στοιχεία από τον αντισυμβαλλόμενο.
3. Απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων λιανικής ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών φυσικό πρόσωπο, που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη ετήσια διαχειριστική περίοδο ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 € από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, αθροιστικά ή διαζευκτικά.
Απαλλάσσονται επίσης οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με βάση τα ακαθάριστα έσοδά τους, ή το ποσό επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας, ή το ποσό της επιδότησης που λαμβάνουν ανά φορολογικό έτος.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται επί ελευθέρων επαγγελματιών, επί υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών που πραγματοποιούν ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις κατά ποσοστό τουλάχιστον 60% σε άλλο υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών και σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή εξαγωγές ανεξάρτητα από ποσοστό, επί των υπόχρεων στην τήρηση πληροφοριών του άρθρου 4, καθώς και επί προσώπων που επιλέγουν την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3.3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 51 του νόμου 4223/2013 (ΦΕΚ 287/Α/2013).
|
4. Σε περιπτώσεις μετασχηματισμού επιχειρήσεων, η νέα εταιρεία έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, που είχε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις ή κλάδους που μετασχηματίστηκαν.
5. Έξοδα πρώτης εγκατάστασης, αγορές και λοιπές συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τον ιδρυτή, πριν τη σύσταση νομικού προσώπου ή υποκαταστήματος αλλοδαπού προσώπου ή κοινοπραξίας ή την έναρξη λειτουργίας ατομικής επιχείρησης και οποιασδήποτε επιχείρησης γενικά, καταχωρούνται στα βιβλία των προσώπων αυτών μετά τη σύστασή τους ή την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών, κατά περίπτωση.
Άρθρο 4: Τήρηση Απλογραφικών ή Διπλογραφικών βιβλίων
1. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών τηρεί απλογραφικά ή διπλογραφικά βιβλία όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου αυτού ή απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 από την έναρξη κάθε διαχειριστικής του περιόδου.
2. Στην τήρηση διπλογραφικών βιβλίων εντάσσονται οι ημεδαπές και αλλοδαπές ανώνυμες και περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, καθώς και οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες. Κατ' εξαίρεση, μπορούν να τηρήσουν απλογραφικά βιβλία οι αλλοδαπές γενικά επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις των αναγκαστικών νόμων [Ν] 89/1967 (ΦΕΚ 132/Α/1967) και [Ν] 378/1968 (ΦΕΚ 82/Α/1968), τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών αεροπορικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα και απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος με τον όρο της αμοιβαιότητας, καθώς και οι αλλοδαπές Ανώνυμες Εταιρείες και Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1.
3. Σε απλογραφικά βιβλία εντάσσονται με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού:
α) Ο πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και ο πρατηριούχος χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων.
Όποιος από τους παραπάνω υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών διατηρεί και κλάδο παροχής άλλων υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών τηρεί, για όλες τις δραστηριότητές του τα βιβλία της κατηγορίας που αντιστοιχεί στο σύνολο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του.
β) Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 27/1975.
γ) Ο πρατηριούχος υγρών καυσίμων για την εμπορία βενζίνης και πετρελαίου και ο πωλητής πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης.
Όποιος από τους παραπάνω υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών των περιπτώσεων β' και γ' διατηρεί και κλάδο πώλησης άλλων αγαθών ή παροχής υπηρεσιών τηρεί για τον κλάδο αυτόν τα βιβλία της κατηγορίας που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του.
δ) Ο νέος υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών κατά την έναρξη εργασιών του.
ε) Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3, σε περίπτωση υποχρέωσης τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
4. Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους, οι λοιποί υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων και των αστικών επαγγελματικών εταιρειών δικηγόρων των προεδρικών διαταγμάτων [ΠΔ] 518/1989 (ΦΕΚ 220/Α/1989) και [ΠΔ] 81/2005 (ΦΕΚ 120/Α/2005), για τους οποίους δεν προβλέπεται ένταξη με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού.
5. Για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων τα όρια για την ένταξη σε τήρηση απλογραφικών ή διπλογραφικών βιβλίων, ορίζονται με βάση το ύψος των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, ως ακολούθως:
Βιβλία
|
όρια ακαθάριστων εσόδων
|
Απλογραφικά (Β' Κατηγορίας)
|
μέχρι και 1.500.000 ευρώ
|
Διπλογραφικά (Γ' Κατηγορίας)
|
Άνω των 1.500.000 ευρώ
|
Αν η προηγούμενη διαχειριστική περίοδος είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη του δωδεκαμήνου τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα για την ένταξη σε κατηγορία βιβλίων βρίσκονται με αναγωγή.
Όταν πωλούνται αγαθά για λογαριασμό τρίτου ως ακαθάριστο έσοδο για την τήρηση βιβλίων θεωρείται η αξία των αγαθών που πωλήθηκαν.
6. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών, από την έναρξη της διαχειριστικής του περιόδου, μπορεί να τηρήσει βιβλία ανώτερης κατηγορίας από εκείνη στην οποία εντάσσεται, με την προϋπόθεση της τήρησης όλων των βιβλίων και των στοιχείων, που ορίζονται για την κατηγορία αυτή.
7. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που εντάσσεται σε τήρηση διπλογραφικών βιβλίων για την άσκηση του επαγγέλματός του, τηρεί λογιστικά βιβλία κατά τη διπλογραφική μέθοδο με οποιοδήποτε λογιστικό σύστημα, σύμφωνα με τις γενικά παραδεκτές αρχές της λογιστικής.
8. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 13 και 14 του παρόντος άρθρου, για την τήρηση των ημερολογίων και καθολικών εφαρμόζεται υποχρεωτικά το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 1123/1980 (ΦΕΚ 283/Α/1980)), μόνο ως προς την δομή, την ονοματολογία και το περιεχόμενο των πρωτοβαθμίων, δευτεροβαθμίων και των υπογραμμισμένων τριτοβαθμίων λογαριασμών, και από τους λογαριασμούς της ομάδας 9 μόνο ο λογαριασμός 94, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις αγαθών (λογαριασμοί 70, 71) υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια ευρώ ανά λογαριασμό. Η ανάπτυξη των δευτεροβαθμίων λογαριασμών, σε μη θεσμοθετημένους από τις διατάξεις του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου τριτοβάθμιους λογαριασμούς, καθώς και η ανάπτυξη των τριτοβαθμίων λογαριασμών σε επίπεδο τεταρτοβάθμιων, γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής και τις ανάγκες του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών.
Διατάξεις που επιβάλλουν την τήρηση κλαδικών λογιστικών σχεδίων κατισχύουν των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων.
Από τους λογαριασμούς του γενικού και των αναλυτικών καθολικών πρέπει να προκύπτουν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία των καταχωρήσεων, ώστε να είναι ευχερής η πληροφόρηση ή η επαλήθευση από το φορολογικό έλεγχο, για τις ανάγκες όλων των φορολογικών αντικειμένων.
9. Το πρώτο, το δεύτερο και τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 21 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
10. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί διπλογραφικά βιβλία τηρεί επίσης:
10.1. Μητρώο παγίων περιουσιακών στοιχείων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 2.2.103 του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου. Τα έπιπλα και σκεύη μπορεί να παρακολουθούνται στο μητρώο παγίων ανά συντελεστή απόσβεσης.
10.2. Βιβλίο απογραφών στο οποίο μετά από καταμέτρηση καταγράφονται και αποτιμώνται όλα τα στοιχεία της επαγγελματικής του περιουσίας που κατέχει κατά τη λήξη της διαχειριστικής του περιόδου. Την ίδια υποχρέωση έχουν στο τέλος κάθε έτους και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του νόμου 2238/1994 που έχουν τεθεί σε εκκαθάριση που διαρκεί πέραν του έτους. Για την αποτίμηση των στοιχείων της απογραφής εφαρμόζονται υποχρεωτικά οι κανόνες αποτίμησης του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 1123/1980. Όταν τα λογιστικά βιβλία τηρούνται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ), η αξία των μενόντων αποθεμάτων των ιδιοπαραχθέντων έτοιμων προϊόντων και της παραγωγής σε εξέλιξη, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα δεν αναπροσαρμόζεται με τις διαφοροποιήσεις στοιχείων κόστους μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης. Οι διαφορές αυτές, εφόσον υπάρχουν, ποσοτικοποιούνται σε ετήσια συνολική βάση, ανεξάρτητα αν αποτελούν στοιχεία κόστους των πωληθέντων ή των μενόντων προϊόντων και καταχωρούνται στον Πίνακα των Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης και στον Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής Φορολογικής Βάσης (ΠΣΛΦΒ), που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου αυτού.
Στο βιβλίο απογραφών καταχωρούνται:
α) Τα αποθέματα τα οποία καταγράφονται στο βιβλίο ή σε καταστάσεις διακεκριμένα για κάθε αποθηκευτικό χώρο. Τα αποθέματα που βρίσκονται σε τρίτους καταχωρούνται ανά τρίτο χωρίς να απαιτείται καταχώρηση και κατά αποθηκευτικό χώρο τρίτου. Η καταχώρηση, η οποία περιλαμβάνει το είδος, τη μονάδα μέτρησης, την ποσότητα, την κατά μονάδα αξία, στην οποία αποτιμήθηκε κάθε είδος, καθώς και τη συνολική του αξία, γίνεται με μία εγγραφή για ολόκληρη την ποσότητα κάθε είδους αγαθού, για κάθε αποθηκευτικό χώρο. Τα πιο πάνω αναφερόμενα αγαθά που βρίσκονται σε υποκατάστημα ή σε αποθηκευτικό χώρο καταχωρούνται διακεκριμένα στο βιβλίο απογραφών της έδρας και τα δεδομένα των αγαθών αυτών δίνονται άμεσα στον έλεγχο που διενεργείται στο υποκατάστημα ή στον αποθηκευτικό χώρο.
β) Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία τα οποία αναγράφονται κατά ομοειδείς κατηγορίες τουλάχιστον με την αξία κτήσης ή κόστος ιδιοκατασκευής, προσαυξημένο με τις δαπάνες επεκτάσεων ή προσθηκών και βελτιώσεων, τις αποσβέσεις τους και την αναπόσβεστη αξία τους.
Σε περίπτωση ολοσχερούς απόσβεσης παγίου περιουσιακού στοιχείου διατηρείται στο μητρώο παγίων περιουσιακών στοιχείων αναπόσβεστη αξία ενός λεπτού του ευρώ, όταν το περιουσιακό αυτό στοιχείο εξακολουθεί να παραμένει στην κυριότητα του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών.
Κατ' εξαίρεση, τα έπιπλα και σκεύη μπορεί να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών, κατά συντελεστή αποσβέσεων, με το συνολικό ποσό της αξίας κτήσης τους, τις αποσβέσεις και την αναπόσβεστη αξία τους.
γ) Τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, τα οποία μπορεί να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών με τα υπόλοιπα μόνο των πρωτοβάθμιων λογαριασμών, εφόσον ανάλυση καθενός λογαριασμού δίνεται στον έλεγχο. Ειδικά για τις μετοχές, τις ομολογίες και τα λοιπά χρεόγραφα καταχωρείται για κάθε είδος η ποσότητα, η αξία κτήσης κι η τρέχουσα αξία.
δ) Τα αποθέματα κυριότητας άλλου υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών που βρίσκονται κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στις εγκαταστάσεις του κατ' είδος και ποσότητα, εφόσον τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν από άλλα βιβλία.
ε) Ο νόμιμα συνταχθείς ισολογισμός και λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης, ο πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων, η κατάσταση του λογαριασμού γενικής εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τα υποδείγματα των παραγράφων 4.1.202, 4.1.302 και 4.1.402 του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 1123/1980, καθώς και οι πίνακες που ορίζονται από τις περιπτώσεις α' και γ' της παραγράφου 15 του άρθρου αυτού. Ειδικά τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του νόμου 2238/1994 που τελούν υπό εκκαθάριση που διαρκεί πέραν του έτους συντάσσουν και καταχωρούν στο βιβλίο απογραφών προσωρινό ισολογισμό λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης και κατάσταση του λογαριασμού γενικής εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τα υποδείγματα του προηγούμενου εδαφίου.
11. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί διπλογραφικά βιβλία, υποχρεούται να τηρεί ηλεκτρονικό φάκελο ελέγχου ανά διαχειριστική περίοδο, ο οποίος ενημερώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος με τα αναλυτικά δεδομένα του τελευταίου προσωρινού και του οριστικού ισοζυγίου των λογαριασμών όλων των βαθμίδων, των ημερολογίων, του βιβλίου απογραφών και ισολογισμού, των πληροφοριών της παραγράφου 23 του άρθρου αυτού, και του μητρώου παγίων, εφόσον αυτά τηρούνται μηχανογραφικά.
12. Η ενημέρωση των διπλογραφικών βιβλίων γίνεται:
α) Του ή των ημερολογίων μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έκδοση ή λήψη του κατά περίπτωση δικαιολογητικού και επί ταμειακών πράξεων από τη διενέργειά τους. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβεί την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Στην ίδια προθεσμία ενημερώνεται το γενικό καθολικό και τα αναλυτικά καθολικά με εξαίρεση αυτά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τα οποία μπορεί να ενημερώνονται μέχρι την εικοστή (20η) του μεθεπόμενου μήνα.
β) Του Μητρώου Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων και του ιδιαίτερου Φορολογικού Μητρώου Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων μέχρι την προθεσμία κλεισίματος του Ισολογισμού.
γ) Η ποσοτική καταχώριση των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών ή σε καταστάσεις μέχρι την 20η ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.
δ) Του βιβλίου απογραφών με την αξία των αποθεμάτων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων, καθώς και το κλείσιμο του ισολογισμού μέχρι την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
13. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που συντάσσει τις Ετήσιες Οικονομικές του Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) τηρεί τα λογιστικά του βιβλία ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Πρότυπων ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας.
14. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί τα βιβλία του σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Πρότυπων υποχρεούται:
Α. Να συντάσσει Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής - Φορολογικής Βάσης (ΠΣΛΦΒ).
Στον Πίνακα αυτόν καταχωρούνται σε χωριστές στήλες για κάθε πρωτοβάθμιο διαφοροποιημένο λογαριασμό σε χρέωση ή πίστωση:
α) Η αξία όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία (Λογιστική βάση).
β) Η αξία όπως προσδιορίζεται με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (Φορολογική βάση).
γ) Η διαφορά μεταξύ Λογιστικής και Φορολογικής βάσης.
Β. Να τηρεί ιδιαίτερο Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο μπορεί να είναι ενσωματωμένο στο κύριο Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας και χρησιμοποιείται ως βάση του ποσοτικού προσδιορισμού των αναγκαίων καταχωρήσεων στον Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής - Φορολογικής Βάσης και στον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων, στο βαθμό που, κατά την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Πρότυπων, προκύπτουν διαφορές στην αποτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων είτε λόγω της διαφοροποίησης της προ των αποσβέσεων αξίας τους είτε λόγω της διαφοροποίησης των συσσωρευμένων αποσβέσεων.
Γ. Να συντάσσει Πίνακες Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, Σχηματισμού Φορολογικών Αποθεματικών και Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Φορολογικών Αποθεματικών, των οποίων τα δεδομένα προκύπτουν από λογαριασμούς που τηρούνται με τη διπλογραφική μέθοδο.
15. Οι συναλλαγές του υποκαταστήματος με εξαρτημένη λογιστική, αντί να καταχωρούνται σε ιδιαίτερα βιβλία ή καταστάσεις, καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγορές, οι πωλήσεις και το ταμείο κάθε υποκαταστήματος παρακολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος και δίνεται άμεσα στον έλεγχο το υπόλοιπο ταμείου κάθε υποκαταστήματος για το οποίο δεν τηρούνται βιβλία μέχρι την ημέρα που σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 12 του άρθρου αυτού έπρεπε να έχει γίνει η ενημέρωση των ημερολογίων.
Στο υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα τηρούνται ίδια διπλογραφικά βιβλία και εξάγεται τελικό αποτέλεσμα το οποίο ενσωματώνεται με λογιστική εγγραφή στα βιβλία της έδρας.
16. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που εντάσσεται σε τήρηση απλογραφικών βιβλίων τηρεί:
α) Βιβλίο εσόδων - εξόδων.
β) Βιβλίο απογραφών ή καταστάσεις απογραφής, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από την πώληση αγαθών υπερέβησαν το όριο των 150.000 €. Τα έσοδα της πρώτης διαχειριστικής περιόδου δεν ανάγονται σε ετήσια βάση.
17. Στο βιβλίο εσόδων - εξόδων καταχωρούνται διακεκριμένα:
α) Το είδος του δικαιολογητικού, ο αύξων αριθμός και η χρονολογία έκδοσης ή λήψης του, καθώς και το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του εκδότη των στοιχείων αγορών και εξόδων.
β) Τα έσοδα από την πώληση εμπορευμάτων, προϊόντων, πρώτων και βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας, από την παροχή υπηρεσίας και από λοιπές πράξεις.
γ) Οι δαπάνες για αγορά αγαθών, διακεκριμένα και ανάλογα με τον προορισμό τους για μεταπώληση ή παραγωγή προϊόντων, οι δαπάνες λήψης υπηρεσιών, τα γενικά έξοδα και λοιπές πράξεις.
δ) Η αξία αγοράς και πώλησης των παγίων στοιχείων.
ε) Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αντιστοιχεί στις πιο πάνω πράξεις.
στ) Οι αυτοπαραδόσεις αγαθών ή η ιδιοχρησιμοποίηση υπηρεσιών.
ζ) Τα έσοδα και έξοδα για λογαριασμό τρίτου που αφορούν πράξεις για τις οποίες εκδίδονται εκκαθαρίσεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 6 του παρόντος.
η) Οι επιστροφές και οι εκπτώσεις που γίνονται με ιδιαίτερο στοιχείο επί των πιο πάνω πράξεων, οι οποίες καταχωρούνται αφαιρετικά από τις αντίστοιχες στήλες.
Το ποσό κάθε πράξης των περιπτώσεων β', γ', δ' και στ' αναλύεται στον χρόνο ενημέρωσης, σε ιδιαίτερες στήλες του τηρούμενου βιβλίου ή σε καταστάσεις ανάλογα με τις ανάγκες του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
18. Η καταχώρηση - ενημέρωση του βιβλίου εσόδων - εξόδων με τις πιο πάνω πράξεις γίνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα κάθε ημερολογιακού τριμήνου και όχι πέραν του χρόνου της εμπρόθεσμης υποβολής της περιοδικής δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Στην περίπτωση που κατά την διάρκεια της χρήσης λαμβάνονται στοιχεία αγοράς αγαθών πριν από την παραλαβή τους, η ενημέρωση των βιβλίων γίνεται κατά την παραλαβή των αγαθών. Εφόσον στο τέλος της χρήσης λαμβάνονται στοιχεία αγοράς αγαθών που δεν έχουν ακόμα παραληφθεί, καταχωρούνται σχετικές εγγραφές σε ιδιαίτερες στήλες του βιβλίου εσόδων - εξόδων και τακτοποιούνται με την παραλαβή των αγαθών Επιπλέον, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους καταχωρείται ανακεφαλαιωτικά, συγκεντρωτικά και όχι ανά παραστατικό, ανάλυση των δεδομένων της παραγράφου 17 του άρθρου αυτού, ανάλογα με τις ανάγκες της φορολογίας εισοδήματος για τον προσδιορισμό του αποτελέσματος και την συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων ή καταστάσεων που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
19. Σε ιδιαίτερο χώρο του βιβλίου εσόδων - εξόδων ή σε καταστάσεις καταχωρείται, μέχρι τον χρόνο της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κάθε πάγιο περιουσιακό στοιχείο, η ημερομηνία και η αξία κτήσης του, το οικείο δικαιολογητικό, ο συντελεστής απόσβεσής του, οι αποσβέσεις και η αναπόσβεστη αξία.
20. Στο βιβλίο απογραφών ή σε καταστάσεις απογραφής καταχωρούνται τα εμπορεύματα, τα προϊόντα, τα ημιέτοιμα, οι Α' και Β' ύλες, καθώς και τα υλικά συσκευασίας, τα οποία κατέχει ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών κατά τη λήξη της διαχειριστικής του περιόδου και βρίσκονται σε δικές του εγκαταστάσεις ή σε εγκαταστάσεις τρίτων. Η καταχώρηση αυτή γίνεται με τον τρόπο που ορίζεται με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου 10.2 της παραγράφου 10 του άρθρου 4. Τα πιο πάνω αναφερόμενα αγαθά που βρίσκονται σε υποκατάστημα ή σε αποθηκευτικό χώρο καταχωρούνται διακεκριμένα στο βιβλίο απογραφών της έδρας και τα δεδομένα των αγαθών αυτών δίνονται άμεσα στον έλεγχο που διενεργείται στο υποκατάστημα ή στον αποθηκευτικό χώρο.
Το βιβλίο ενημερώνεται, με την ποσοτική καταχώρηση των αποθεμάτων, μέχρι την 20η Φεβρουαρίου του επόμενου έτους, η δε αξία τίθεται μέχρι τον χρόνο της εμπρόθεσμης υποβολής, της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
21. Τα ποσά των ακαθάριστων εσόδων και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αντιστοιχεί σε αυτά μπορεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν, με ένα ποσό, για κάθε ένα είδος και σειρά στοιχείων που εκδόθηκαν την ίδια ημέρα με αναγραφή του πρώτου και τελευταίου αριθμού.
Σε περίπτωση χρήσης φορολογικής ταμειακής μηχανής αναγράφεται ο αριθμός του ημερήσιου δελτίου Ζ, όπως ορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί Τεχνικών Προδιαγραφών των φορολογικών ταμειακών μηχανών.
Παρέχεται η δυνατότητα καταχώρησης των ημερήσιων δελτίων Z με μία μηνιαία συγκεντρωτική εγγραφή με βάση δελτίο μηνιαίας αναφοράς, που εκτυπώνεται από την φορολογική ταμειακή μηχανή, και στο οποίο εμφανίζονται τα αντίστοιχα αθροίσματα των επί μέρους ημερήσιων δελτίων Z, με αναγραφή στο βιβλίο εσόδων - εξόδων της περιόδου που αφορά, καθώς και του πρώτου και του τελευταίου αριθμού του ημερήσιου δελτίου Z του αντίστοιχου μήνα. Τα ημερήσια δελτία Z θα συνεχίσουν να εκδίδονται και να διαφυλάσσονται κατά τα οριζόμενα από τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί τεχνικών προδιαγραφών των φορολογικών ταμειακών μηχανών και των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 9. Στον ίδιο χρόνο διαφυλάσσονται και τα παραπάνω δελτία αναφοράς.
Τα ποσά των ακαθάριστων εσόδων και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αντιστοιχεί σε αυτά μπορεί επίσης να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν, με ένα ποσό, με την προϋπόθεση ότι θα δίνεται άμεσα στον έλεγχο όταν ζητηθεί από αυτόν κατάσταση με ανάλυση των εσόδων για κάθε ένα είδος και σειρά στοιχείων που εκδόθηκαν την ίδια ημέρα με αναγραφή του πρώτου και τελευταίου αριθμού ή του αύξοντα αριθμού του ημερήσιου δελτίου Z κατά περίπτωση.
Τα ποσά των εξόδων μέχρι 150 € έκαστο και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αντιστοιχεί σε αυτά μπορεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν συγκεντρωτικά με ένα ποσό, με αναγραφή και του πλήθους των αντίστοιχων δικαιολογητικών.
22. Στο υποκατάστημα, πλην των πρόσκαιρων εγκαταστάσεων, τηρείται βιβλίο εσόδων - εξόδων για τις συναλλαγές κάθε υποκαταστήματος με δυνατότητα μη τήρησής του, εφόσον οι αγορές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος παρακολουθούνται χωριστά στο βιβλίο εσόδων - εξόδων της έδρας, από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος.
Όταν στο υποκατάστημα τηρείται ιδιαίτερο βιβλίο εσόδων - εξόδων τα δεδομένα του καταχωρούνται διακεκριμένα συγκεντρωτικά στο αντίστοιχο βιβλίο της έδρας μέχρι την προθεσμία ενημέρωσής του.
23. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών της παραγράφου αυτής, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρεί, εκμεταλλευτής χώρου διαμονής ή φιλοξενίας, εκπαιδευτηρίου, κλινικής ή θεραπευτηρίου, κέντρων αισθητικής, γυμναστηρίων, χώρου στάθμευσης, καθώς και οι γιατροί και οδοντίατροι, παρέχουν ασφαλείς πληροφορίες για τις συναλλαγές τους μέχρι την έκδοση του στοιχείου, για το οποίο έχουν υποχρέωση, όπου και αναγράφονται τα στοιχεία του πελάτη.
Η διασφάλιση των πληροφοριών αυτών γίνεται είτε με την καταχώριση χειρόγραφα σε θεωρημένα έντυπα ή, επί μηχανογραφικής τήρησης, με τη χρήση ειδικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης του νόμου [Ν] 1809/1988 (ΦΕΚ 222/Α/1988).
Η παρούσα παράγραφος παύει να ισχύει από την 01-01-2014.
Άρθρο 5: Δελτίο Αποστολής
1. Δελτίο αποστολής εκδίδεται από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών:
α) σε κάθε περίπτωση χονδρικής πώλησης ή παράδοσης ή διακίνησης αγαθών προς οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε σκοπό, εφόσον δεν εκδόθηκε συνενωμένο δελτίο αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας,
β) σε κάθε περίπτωση παραλαβής από αυτόν αγαθών για διακίνηση, από μη υπόχρεο σε έκδοση δελτίου ή από αρνούμενο την έκδοσή του,
γ) επί διακίνησης αγαθών μεταξύ των επαγγελματικών εγκαταστάσεών του,
δ) επί ποσοτικής παραλαβής σε επαγγελματική του εγκατάσταση, χωρίς στοιχείο διακίνησης, εμπορεύσιμων ή πάγιων αγαθών από οποιονδήποτε τρίτο για αγορά, πώληση, απλή διαμεσολάβηση προς πώληση, αποθήκευση, φύλαξη, χρήση, καθώς και για επεξεργασία στην περίπτωση που ο αποστολέας είναι υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών ή αγρότης του ειδικού καθεστώτος.
Όταν κατά την παραλαβή των αγαθών εκδίδεται άμεσα τιμολόγιο αγοράς δεν απαιτείται να εκδίδεται δελτίο αποστολής.
2. Δελτίο αποστολής εκδίδεται και από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3, σε περίπτωση αποστολής αγαθών σε υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, λόγω πώλησης ή για να πωληθούν για λογαριασμό τους.
3. Δελτίο αποστολής εκδίδεται και από τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, εφόσον διακινούν οπωρολαχανικά, νωπά αλιεύματα, άνθη και φυτά για πώληση απευθείας ή μέσω τρίτων, για επεξεργασία ή συσκευασία, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μεταφορικό μέσο. Για τα λοιπά αγροτικά προϊόντα εκδίδουν δελτία αποστολής μόνον, όταν τα διακινούν με δημόσιας χρήσης μεταφορικά μέσα και για τις αιτίες που προαναφέρονται.
4. Συγκεντρωτικό δελτίο αποστολής εκδίδεται σε περίπτωση μεταφοράς και διανομής αγαθών, που η ποσότητά τους καθορίζεται από τον παραλήπτη, κατά την παραλαβή τους. Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται οχήματα ιδιωτικής χρήσης για τη διακίνηση κάθε είδους αγαθών, αντί της έκδοσης Συγκεντρωτικού Δελτίου Αποστολής δύναται να τηρείται θεωρημένο βιβλίο κινητής αποθήκης, ξεχωριστά σε κάθε όχημα, στο οποίο καταχωρούνται εντός 15 ημερών, τα δελτία αποστολής εφοδιασμού του οχήματος με αγαθά και τα εκδιδόμενα παραστατικά για τη διάθεση αυτών, τα οποία φυλάσσονται επί του οχήματος μέχρι την ενημέρωση του βιβλίου αυτού.
Κατά την παράδοση των αγαθών εκδίδεται, κατά παραλήπτη, δελτίο αποστολής ή συνενωμένο δελτίο αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας ή απόδειξη λιανικής πώλησης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για υπόχρεο τήρησης βιβλίων. Στο στοιχείο που εκδίδεται, κατά περίπτωση, αναγράφεται και το είδος και η ποσότητα των αγαθών, με εξαίρεση τις αποδείξεις που εκδίδονται από φορολογική ταμειακή μηχανή και εφόσον δεν τηρείται ο λογαριασμός 94 του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, καθώς και η ακριβής ώρα παράδοσής τους.
Με την επιστροφή στην επιχείρηση αναγράφεται στο πρωτότυπο του συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής η ποσότητα των αγαθών που επιστρέφονται ή εκδίδεται δελτίο αποστολής, στο οποίο αναγράφονται το είδος και η ποσότητα των επιστρεφόμενων αγαθών, καθώς και ο αύξων αριθμός του συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής.
Το συγκεντρωτικό δελτίο αποστολής αυτής της παραγράφου, κατάλληλα γραμμογραφημένο σε στήλες, μπορεί να εκδίδεται την πρώτη ημέρα της διακίνησης των αγαθών, ανεξαρτήτως απόστασης, εφόσον, κάθε ημέρα και μέχρι 30 ημέρες πριν από την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου αναγράφονται σε ιδιαίτερη στήλη τα υπόλοιπα των ποσοτήτων κάθε είδους αγαθών που διακινούνται την ημέρα αυτή.
5. Στο δελτίο αποστολής αναγράφονται:
α) Τα στοιχεία του αποστολέα και παραλήπτη, όπως ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 6. Όταν τα αγαθά αποστέλλονται σε ιδιώτη αναγράφεται μόνο το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνσή του. Στο συγκεντρωτικό δελτίο αποστολής, ως παραλήπτης, αναγράφεται η λέξη Διάφοροι.
β) Η ακριβής ώρα παράδοσης ή έναρξης της αποστολής, που σημειώνεται τουλάχιστον στο πρώτο αντίτυπο, με τετραψήφιο αριθμό.
γ) Ο αριθμός κυκλοφορίας του πρώτου χρησιμοποιούμενου, κατά τη μεταφορά των αγαθών, φορτηγού αυτοκινήτου δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης ή το όνομα του πλωτού μέσου επί θαλάσσιων μεταφορών.
δ) Ο τόπος από τον οποίο τα αγαθά αποστέλλονται, καθώς και ο τόπος προορισμού, όταν δε συμπίπτει με τη διεύθυνση του καταστήματος ή του υποκαταστήματος του αποστολέα και του καταστήματος του παραλήπτη, κατά περίπτωση.
ε) Η ημερομηνία έκδοσης αυτού. Σε περίπτωση που το δελτίο αποστολής εκδίδεται για τη διακίνηση αγαθών με ενδιάμεσο σταθμό, αναγράφεται σε αυτό εκτός από την ημερομηνία και ώρα διακίνησής τους μέχρι τον ενδιάμεσο αυτό σταθμό και η ημερομηνία και η ώρα της κυρίως διακίνησής τους από το σταθμό αυτό μέχρι το τελικό σημείο προορισμού τους.
στ) Ο σκοπός της διακίνησης.
ζ) Το είδος, η μονάδα μέτρησης, η ποσότητα κάθε είδους, το άθροισμα των ποσοτήτων των ειδών, αριθμητικώς και ολογράφως, ανεξάρτητα αν για τον προσδιορισμό της ποσότητας κάθε είδους χρησιμοποιήθηκε η ίδια ή διαφορετική μονάδα μέτρησης. Δεν υπάρχει υποχρέωση αναγραφής του αθροίσματος των ποσοτήτων αριθμητικώς και ολογράφως όταν το δελτίο αποστολής εκδίδεται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ).
η) Επί αποστολής αγαθών εκτός της χώρας με σκοπό την αποθήκευση και εν συνεχεία την πώληση, αναγράφεται και η αξία των αγαθών που αποστέλλονται.
θ) Ο αριθμός του τιμολογίου αγοράς ή πώλησης ηρτημένων καρπών.
6. Τα αγαθά που αποστέλλονται ή παραλαμβάνονται, συνοδεύονται κατά τη διακίνησή τους με το πρώτο αντίτυπο του δελτίου αποστολής, που παραδίδεται στον παραλήπτη τους. Όταν για τη διακίνηση αγαθών, εκδίδεται δελτίο αποστολής δεν επιτρέπεται στη συνέχεια για την ίδια συναλλαγή η έκδοση συνενωμένου δελτίου αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας και αντίστροφα. Το στοιχείο αυτό συνοδεύει τα αγαθά σε όλη τη διαδρομή και παραδίδεται στον παραλήπτη τους.
Επί μεταφοράς αγαθών με μεταφορικά μέσα δημόσιας χρήσης, ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών ή τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας παραδίδουν στο μεταφορέα ή το μεταφορικό γραφείο τα στοιχεία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, που συνοδεύουν τα αγαθά μέχρι την παράδοσή τους στον παραλήπτη.
Επί αποστολής αγαθών από πρόσωπο μη υπόχρεο στην έκδοση των στοιχείων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, το πρόσωπο αυτό παραδίδει στο μεταφορέα ή το μεταφορικό γραφείο ενυπόγραφη δήλωση μεταφοράς, στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνσή του, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία του παραλήπτη, ο τόπος προορισμού και συνοπτική περιγραφή των ειδών.
7. Το δελτίο αποστολής, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τον τόπο έναρξης της διακίνησης μέχρι τον τόπο παράδοσης ή προορισμού, συνοδεύει τα διακινούμενα αγαθά και επιδεικνύεται άμεσα στο φορολογικό έλεγχο.
Η επικαιρότητα του δελτίου αποστολής, εξαρτάται από την απόσταση, τον τρόπο της μεταφοράς, το είδος των χρησιμοποιούμενων μεταφορικών μέσων και τις ειδικότερες συνθήκες της μεταφοράς.
Το βάρος της απόδειξης της χρονικής διάρκειας των δελτίων αποστολής φέρει ο υπόχρεος σε έκδοσή τους, ο οποίος μπορεί να αναγράφει στα δελτία αποστολής, γεγονότα ή καταστάσεις, που δικαιολογούν τη χρονική διάρκεια αυτών.
8. Κατ' εξαίρεση δεν απαιτείται η έκδοση δελτίου αποστολής στις εξής περιπτώσεις:
α) Διακινήσεις ειδών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτών ως αγαθών, υπό την έννοια ότι πρόκειται για ενσώματα είδη που δεν εμπεριέχονται σε αυτά δικαιώματα ή δεν έχουν εμπορευματική αξία για τον αποστολέα, τον παραλήπτη ή άλλον τρίτο και δεν προκύπτει από τη διάθεση αυτών, αυτούσιων ή μη, έσοδο.
β) Διακινήσεις ανταλλακτικών παγίων από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών μεταξύ των εγκαταστάσεών του, εφόσον δεν αποτελούν γι' αυτόν αντικείμενο εμπορίας και προορίζονται αποκλειστικά για την αποκατάσταση βλαβών στις εγκαταστάσεις του και οι διακινήσεις αυτές διενεργούνται με μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης κυριότητάς του ή μισθωμένα δημόσιας χρήσης.
γ) Μεταφοράς, με μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης ή μισθωμένα δημόσιας χρήσης:
γ)α) αυτούσιων λατομικών προϊόντων (άμμου, σκύρων κ.λ.π.) από κατασκευαστικές επιχειρήσεις, που παράγονται από τις ίδιες επιχειρήσεις για τα έργα που εκτελούνται από αυτές,
γ)β) μεταλλεύματος, από εργοτάξιο σε εργοτάξιο και από εργοτάξιο σε χώρους αποθήκευσης, επεξεργασίας και εκφόρτωσης, κατά περίπτωση, που ενεργούνται από μεταλλευτικές επιχειρήσεις και
γ)γ) πέτρας, χαλικιού, αργιλοπετρώματος και αργιλοχώματος, από επιχειρήσεις παραγωγής αδρανών υλικών, ασβέστη και τσιμέντου, από τους χώρους περισυλλογής ή εξόρυξης στους χώρους επεξεργασίας.
δ) Διακίνηση αγαθών που αναφέρονται στις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 16 του άρθρου 6, τα οποία διατίθενται μέσω δικτύου με συνεχή ροή.
Άρθρο 6: Τιμολόγηση Συναλλαγών
1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου και την παροχή υπηρεσιών από υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών σε άλλο υπόχρεο, σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή σε πρόσωπα εκτός της χώρας, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, εκδίδεται τιμολόγιο, τουλάχιστον διπλότυπο.
Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών οφείλει να εξασφαλίζει την έκδοση τιμολογίου από τον ίδιο σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς επίσης εξ ονόματός του και για λογαριασμό του από τον πελάτη του ή από τρίτον, για τις παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από αυτόν, είτε στο εσωτερικό της χώρας, είτε σε άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε σε τρίτη χώρα.
2. Για τις χονδρικές πωλήσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, που επαναλαμβάνονται κάθε ημέρα ή και κατά αραιότερα χρονικά διαστήματα μέσα στον ίδιο μήνα, προς τον ίδιο υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών ή πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο πωλητής μπορεί, αντί της έκδοσης τιμολογίου για κάθε πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, να τηρεί κατάσταση κατά αγοραστή - πελάτη, στην οποία καταχωρείται για κάθε πώληση αγαθών ή για κάθε παροχή υπηρεσιών η ημερομηνία παράδοσης των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, το είδος, η ποσότητα και η αξία των αγαθών ή το είδος των υπηρεσιών και το ποσό της αμοιβής που συμφωνήθηκε. Με βάση τα δεδομένα της κατάστασης αυτής εκδίδεται το τιμολόγιο την τελευταία ημέρα του μήνα εκείνου που αφορά, στο οποίο δεν απαιτείται αναλυτική περιγραφή, εφόσον η πιο πάνω κατάσταση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, ένα των οποίων επισυνάπτεται στο τιμολόγιο. Η κατάσταση αυτή δεν απαιτείται όταν το τιμολόγιο που εκδίδεται περιέχει αναλυτικά όλα τα δεδομένα που απαιτούνται από τις κατ' ιδίαν διατάξεις.
3. Επίσης, ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών εκδίδει τιμολόγιο όταν εισπράττει επιδοτήσεις, οικονομικές ενισχύσεις, αποζημιώσεις, επιστροφές τόκων, εισφορές και άλλα ανόργανα έσοδα. Για την υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου, ως είσπραξη θεωρείται και η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου, εφόσον αυτός εγγράφως έλαβε γνώση της πίστωσης αυτής.
4. Τιμολόγιο εκδίδεται και από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για τις πωλήσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούν σε υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών ή σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
5. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 εκδίδουν τιμολόγιο για τα αγαθά που αγοράζουν από πρόσωπα που δεν έχουν υποχρέωση για έκδοση τιμολογίου κατά την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Στην περίπτωση άρνησης από υπόχρεο έκδοσης τιμολογίου ή έκδοσης ανακριβούς τιμολογίου το γεγονός γνωστοποιείται άμεσα από τον αγοραστή των αγαθών ή τον λήπτη των υπηρεσιών στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία του αντισυμβαλλόμενου σε Κεντρικές Υποδομές.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6.5 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 51 του νόμου 4223/2013 (ΦΕΚ 287/Α/2013).
|
6. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 όταν αγοράζουν αγροτικά προϊόντα από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας εκδίδουν τιμολόγιο.
Για το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν αναλόγως τα οριζόμενα, για την πώληση αγαθών, στις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου αυτού, για δε τις επαναλαμβανόμενες αγορές τα οριζόμενα στην παραπάνω παράγραφο 2.
7. Τα αγαθά που παραλαμβάνονται από τρίτο προς πώληση ή προς επεξεργασία για λογαριασμό του καταχωρούνται, κατ' είδος και ποσότητα σε διπλότυπη κατάσταση κατά εντολέα. Στην ίδια κατάσταση καταχωρούνται κατ' είδος, ποσότητα και αξία τα αγαθά που πωλούνται ή παραδίδονται μετά την επεξεργασία, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του τρίτου, ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας και κάθε άλλο στοιχείο απαραίτητο για την εκκαθάριση. Την τελευταία ημέρα κάθε μήνα εκδίδεται εκκαθάριση κατά εντολέα, στην οποία αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του εντολέα, η συνολική αξία των πωλήσεων ή της αμοιβής κατά συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, το ποσό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, η προμήθεια που αναλογεί, ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας της προμήθειας, καθώς και οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του εντολέα. Η εκκαθάριση με το ένα αντίτυπο της κατάστασης και τα δικαιολογητικά των δαπανών, που εκδόθηκαν στο όνομα του εντολέα και αναγράφονται αναλυτικά στην κατάσταση, αποστέλλονται στον εντολέα μέχρι τη 15η ημέρα του μήνα της εκκαθάρισης και προκειμένου για τον τελευταίο μήνα της διαχειριστικής περιόδου μέχρι την 20η ημέρα του επόμενου μήνα. Η εκκαθάριση και η κατάσταση, ως προς τον εντολέα, υποκαθιστούν τα στοιχεία πώλησης αυτού. Η πιο πάνω κατάσταση μπορεί να μη συντάσσεται εάν τα στοιχεία της αναγράφονται στην εκκαθάριση.
Εξαιρετικά για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων από αντιπρόσωπο (παραγγελιοδόχο) για λογαριασμό παραγωγού φυσικού προσώπου (παραγγελέα), εκδίδεται εκκαθάριση κατά εντολέα, το αργότερο μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους των συμβαλλομένων.
8. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και επί αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών για λογαριασμό τρίτου.
Επί αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών από πρόσωπο που δεν έχει υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου αυτό εκδίδεται από τον αντιπρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή στο τιμολόγιο αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του εντολέα, διαφορετικά η αγορά θεωρείται, κατ' αμάχητο τεκμήριο, ότι έγινε για λογαριασμό του αντιπροσώπου.
Στις περιπτώσεις χορήγησης αμοιβών (προμηθειών), που απαλλάσσονται από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, σε υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, δύναται ο λήπτης των υπηρεσιών, υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, να εκδίδει εκκαθάριση έως το τέλος του δεύτερου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου των συμβαλλομένων με την προϋπόθεση, ότι αφορά το σύνολο των περιπτώσεων στην ίδια διαχειριστική περίοδο.
9. Στο τιμολόγιο αναγράφονται η ημερομηνία έκδοσης αυτού, τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων, η ημερομηνία και τα στοιχεία της συναλλαγής, καθώς και ο αύξων αριθμός ή οι αριθμοί των δελτίων αποστολής που εκδόθηκαν για τη διακίνηση ή την παραλαβή των αγαθών που αφορά το τιμολόγιο.
Ακόμη, στο τιμολόγιο αναγράφονται υποχρεωτικά και οι ακόλουθες ενδείξεις:
α) Όταν η πράξη απαλλάσσεται από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, η αντίστοιχη εθνική διάταξη ή διάταξη της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ σύμφωνα με την οποία η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών απαλλάσσεται από το φόρο αυτό.
β) Επί ενδοκοινοτικής παράδοσης ενός καινούργιου μεταφορικού μέσου, τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 4 του άρθρου 11 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (νόμος 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α/2000)).
γ) Όταν εφαρμόζεται το καθεστώς του περιθωρίου κέρδους των πρακτορείων ταξιδιών, η αναφορά Καθεστώς περιθωρίου - Ταξιδιωτικά πρακτορεία.
δ) Όταν ο υπόχρεος στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας είναι φορολογικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια του άρθρου 35 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, τα πλήρη στοιχεία του προσώπου αυτού, καθώς και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του.
ε) Όταν ο λήπτης είναι υπόχρεος καταβολής του φόρου, η αναφορά Αντίστροφη επιβάρυνση.
στ) Όταν εφαρμόζεται ένα από τα ειδικά καθεστώτα που ισχύουν στον τομέα των μεταχειρισμένων αγαθών και αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής και αρχαιολογικής αξίας, η αναφορά Καθεστώς περιθωρίου - Μεταχειρισμένα αγαθά, Καθεστώς περιθωρίου - Έργα τέχνης ή Καθεστώς περιθωρίου - Αντικείμενα συλλεκτικής και αρχαιολογικής αξίας αντιστοίχως.
10. Ως πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων νοούνται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, η διεύθυνση και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου. Για το Δημόσιο και τα εξομοιούμενα με αυτό πρόσωπα, καθώς και για τους διεθνείς οργανισμούς και τις ξένες αποστολές, αναγράφεται τουλάχιστον η επωνυμία και η διεύθυνση, καθώς και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου.
11. Ως πλήρη στοιχεία της συναλλαγής νοούνται το είδος των αγαθών, η ποσότητα, η μονάδα μέτρησης, η τιμή μονάδας και η αξία ή το είδος των υπηρεσιών και η αμοιβή, η οποία, όπου συντρέχει περίπτωση, αναλύεται κατά συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή απαλλαγή από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Οι παρεχόμενες εκπτώσεις αναγράφονται κατά τις ίδιες διακρίσεις. Στο καθαρό ποσό περιλαμβάνονται οι κατά το χρόνο της συναλλαγής συναλλακτικές και ειδικές φορολογικές επιβαρύνσεις και προστίθεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αναλογεί. Ακόμη αναγράφεται το συνολικό ποσό της αξίας της συναλλαγής ή της αμοιβής. Επί αγοράς ηρτημένων καρπών ορισμένου κτήματος στο τιμολόγιο αναγράφεται ως ποσότητα αυτή που υπολογίζεται να αποληφθεί.
Επί παροχής πολλαπλών συναφών υπηρεσιών ως είδος μπορεί να αναγράφεται συνοπτική περιγραφή τούτων, εφόσον γίνεται παραπομπή στην οικεία σύμβαση.
Ειδικά επί παροχής ιατρικών υπηρεσιών το είδος αυτών αναγράφεται κατά γενική κατηγορία.
12. Στο τιμολόγιο που εκδίδει ο αντιπρόσωπος οίκου εξωτερικού, εκτός από τα στοιχεία του, τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου οίκου εξωτερικού και τα στοιχεία της συναλλαγής, όπως αυτά αναφέρονται στις παραγράφους 9, 10 και 11 του άρθρου αυτού αναγράφει τον αριθμό του τιμολογίου ή της παραγγελίας, στα οποία αναφέρεται η προμήθεια. Επίσης, εκδίδει τιμολόγιο με το ίδιο περιεχόμενο και στις περιπτώσεις που παίρνει προμήθεια και από τον παραγγελέα ή μόνο από αυτόν.
13. Για τις επιστροφές και τις εκπτώσεις ή άλλες διαφορές, εκτός του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, οι οποίες αναφέρονται σε προηγούμενες συναλλαγές, εκδίδεται πιστωτικό τιμολόγιο από τον εκδότη του τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που εκδόθηκε αντί τιμολογίου, στο οποίο αναγράφονται, εκτός των στοιχείων των συμβαλλομένων, το είδος, η ποσότητα, η μονάδα μέτρησης, η τιμή και η αξία κατά συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας των επιστρεφομένων αγαθών, το ποσό των εκπτώσεων και των τυχόν διαφορών, ο αύξων αριθμός ή οι αριθμοί των στοιχείων της συναλλαγής που αφορά η επιστροφή ή η παρεχόμενη έκπτωση, καθώς και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας. Επί εκπτώσεων που υπολογίζονται με βάση τις πωλήσεις δεν απαιτείται η αναγραφή των πιο πάνω αριθμών. Πιστωτικό τιμολόγιο για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπεται αυτό ρητά από σχετικές διατάξεις.
14. Το τιμολόγιο εκδίδεται κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής των αγαθών στον παραλήπτη, κατά περίπτωση. Κατ' εξαίρεση, το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο σε 1 μήνα από την παράδοση ή αποστολή των αγαθών στον αγοραστή και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις έκδοσης του τιμολογίου σε χρόνο μεταγενέστερο της παράδοσης ή αποστολής των αγαθών, όταν αυτές αφορούν ενδοκοινοτικές αποστολές ή παραδόσεις αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του νόμου 2859/2000, το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων. Το τιμολόγιο αγοράς ηρτημένων καρπών εκδίδεται κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Επί επιστροφής αγαθών το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο σε 1 μήνα από το χρόνο της παραλαβής τους και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο που παραλήφθηκαν τα αγαθά. Στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας το τιμολόγιο εκδίδεται με την ολοκλήρωση της παροχής. Όταν η παροχή υπηρεσίας διαρκεί, εκδίδεται τιμολόγιο κατά το χρόνο που καθίσταται απαιτητό μέρος της αμοιβής, για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε.
Πάντως, το τιμολόγιο δεν μπορεί να εκδοθεί πέραν της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία. Στην περίπτωση εκτέλεσης τεχνικών έργων ή εγκαταστάσεων, το τιμολόγιο εκδίδεται μέσα σε 1 μήνα από την προσωρινή επιμέτρηση και πάντως μέσα στην ίδια φορολογική περίοδο που πραγματοποιήθηκε η επιμέτρηση. Ειδικά σε περίπτωση παροχής σε πελάτη δικαιώματος λήψης υπηρεσιών, για συγκεκριμένο ή μη χρονικό διάστημα, έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, ανεξάρτητα αν αυτή αφορά συγκεκριμένο ή μη πλήθος υπηρεσιών, το τιμολόγιο εκδίδεται κατά το χρόνο που η αμοιβή είναι απαιτητή και ο πελάτης αποκτά το σχετικό δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6.14 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 51 του νόμου 4223/2013 (ΦΕΚ 287/Α/2013).
|
15. Εάν ο αγοραστής των αγαθών ή υπηρεσιών είναι πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 3, το τιμολόγιο μπορεί να εκδοθεί μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία έγινε η παράδοση ή η αποστολή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η πιστοποίηση δημόσιων έργων ή η οριστικοποίηση από τις αρμόδιες αρχές της πώλησης συγγραμμάτων.
Όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος άρθρου, τα οποία εκδίδονται στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου, επιτρέπεται να εκδίδονται μέχρι την 20η ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον παραδίδονται μέχρι την ημέρα αυτή, σε αυτόν που αφορούν.
Ειδικά, όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος άρθρου που εκδίδονται στο τέλος κάθε μήνα, επιτρέπεται να εκδίδονται μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα, με εξαίρεση τα τιμολόγια που εκδίδονται στο χρόνο που προβλέπεται από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου 14, τα οποία επιτρέπεται να εκδίδονται εντός του επόμενου δεκαπενθημέρου από τον προβλεπόμενο αυτόν χρόνο και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της συμπλήρωσης ενός μήνα από την παράδοση ή την αποστολή των αγαθών στον αγοραστή.
16. Εξομοιώνονται με τιμολόγια:
α) Τα συντασσόμενα συμβόλαια μεταβίβασης στις πωλήσεις ακινήτων, βιομηχανοστασίων, πλοίων, αυτοκινήτων, αεροσκαφών και λοιπών μηχανημάτων, καθώς και λοιπά συντασσόμενα έγγραφα στις πωλήσεις μετοχών, παραγώγων, ομολογιών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων και λοιπών συναφών που περιλαμβάνουν τα στοιχεία των τιμολογίων,
β) Λοιπά στοιχεία που εκδίδονται για πωλήσεις φυσικού αερίου μέσω δικτύου, ύδατος μη ιαματικού, αεριόφωτος, ηλεκτρικού ρεύματος, θερμικής ενέργειας ή παροχής τηλεπικοινωνιακών, ταχυδρομικών, τραπεζικών, χρηματιστηριακών, χρηματοδοτικών εργασιών, καθώς και στις περιπτώσεις είσπραξης ανταποδοτικών τελών και λοιπών συναφών δικαιωμάτων από το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δημοτικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εφόσον περιλαμβάνουν τα στοιχεία του τιμολογίου και αντίτυπο αυτών παραδίδεται στον πελάτη.
γ) Η απόδειξη λιανικής, στην οποία αναγράφεται γενική περιγραφή του είδους των αγαθών ή υπηρεσιών ή η γενική περιγραφή του είδους που προκύπτει από το αντικείμενο εργασιών που εμφανίζεται στα στοιχεία του εκδότη υπό την προϋπόθεση της αποδοχής του στοιχείου αυτού από τον αντισυμβαλλόμενο για τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, καθώς και τις πωλήσεις μη εμπορεύσιμων αγαθών για τον αγοραστή υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών ή τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, αξίας κάθε συναλλαγής μέχρι 100 €.
17. Τα πρόσωπα που εκδίδουν τιμολόγιο εξ ονόματος και για λογαριασμό του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών μπορεί να είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα, σε άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, με τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:
α) Τα πρόσωπα αυτά να είναι υποκείμενα στο φόρο στη χώρα εγκατάστασής τους. Ειδικά, όταν τα πρόσωπα αυτά είναι εγκατεστημένα σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή ανάλογης εμβέλειας με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 1402/1983 (ΦΕΚ 167/Α/1983), του νόμου 1914/1990 (ΦΕΚ 178/Α/1990) και τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1798/2003 του Συμβουλίου της 07-10-2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 264/2003, σελίδες 1-11), θα πρέπει να αποδεικνύεται η άσκηση δραστηριότητας από τα πρόσωπα αυτά στη χώρα εγκατάστασής τους από επίσημο έγγραφο της οικείας φορολογικής αρχής.
β) Να υπάρχει προηγούμενη συμφωνία, πριν την έκδοση του πρώτου τιμολογίου, μεταξύ τους που αποδεικνύεται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο και από την οποία να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, η ακριβής διεύθυνση της εγκατάστασης από την οποία θα εκδίδονται τα τιμολόγια, η ρητή αποδοχή της συγκεκριμένης διαδικασίας, που καθορίζεται με το άρθρο αυτό, οι όροι της τιμολόγησης, καθώς και οι διαδικασίες αποδοχής του κάθε τιμολογίου από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών.
Ειδικά, στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίων από τον πελάτη ή τον τρίτο που είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 1402/1983, του νόμου 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1798/2003 του Συμβουλίου της 07-10-2003, η ανωτέρω συμφωνία απαιτείται να έχει καταρτισθεί εγγράφως, η οποία να έχει κατατεθεί πριν την έκδοση του πρώτου τιμολογίου στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών για λογαριασμό του οποίου ο πελάτης ή ο τρίτος εκδίδει τιμολόγια.
γ) Τα εκδιδόμενα τιμολόγια από τον πελάτη του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών ή τον τρίτο πρέπει να φέρουν τα πλήρη στοιχεία του πελάτη ή του τρίτου, καθώς και του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών για λογαριασμό του οποίου εκδίδονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος νόμου διακριτά και με σαφή αναφορά στην ιδιότητα εκάστου. Ο πελάτης ανεξάρτητα του τόπου εγκατάστασής του εκδίδει το τιμολόγιο στο όνομα και για λογαριασμό του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών με την ένδειξη αυτοτιμολόγηση.
δ) Για τα τιμολόγια που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού.
18. Ως στοιχεία που επέχουν θέση τιμολογίου γίνονται δεκτά όλα τα έγγραφα ή μηνύματα σε χαρτί ή με ηλεκτρονική μορφή, τα οποία πληρούν τους όρους που καθορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
19. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών εφαρμόζει κατάλληλες δικλείδες, που εξειδικεύονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, για την παρακολούθηση των παραλαμβανόμενων και μη τιμολογημένων ακόμη από τους προμηθευτές αποθεμάτων, καθώς και των αποθεμάτων που διακινούνται και εκκρεμεί τιμολόγηση.
Άρθρο 7: Αποδείξεις Λιανικών Συναλλαγών
1. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών εκδίδει απόδειξη λιανικής, τουλάχιστον διπλότυπη, για κάθε πώληση αγαθού, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσίας προς φυσικό πρόσωπο, για την ικανοποίηση ατομικών ή οικογενειακών αναγκών ή προς τα μέλη προμηθευτικού συνεταιρισμού με βάση διατακτικές του ή αλλαγή λιανικώς πωληθέντος αγαθού.
2. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών εκδίδει απόδειξη επιστροφής στις εξής περιπτώσεις:
α) Στην επιστροφή λιανικώς πωληθέντος αγαθού, στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πελάτη, εφόσον επιστρέφεται ποσό άνω των 30 €.
β) Στην έκπτωση, μετά την έκδοση της απόδειξης λιανικής, που αφορά διαρκή καταναλωτικά αγαθά, των οποίων η αρχική τιμή είχε επιβαρυνθεί λόγω διακανονισμού, ή αγαθά που διαπιστώνεται εκ των υστέρων ελάττωμα, στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πελάτη, το είδος και η ποσότητα, καθώς και ο αύξων αριθμός της σχετικής απόδειξης.
3. Στην απόδειξη λιανικής ή επιστροφής αναγράφεται και η αξία της πώλησης ή το ποσό της αμοιβής ή επιστροφής ή έκπτωσης, κατά συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Το ποσό της αμοιβής αναγράφεται και ολογράφως όταν η απόδειξη εκδίδεται χειρόγραφη. Επί παροχής υπηρεσιών από ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα και υπόχρεους τήρησης πληροφοριών της παραγράφου 23 του άρθρου 4 χωρίς αμοιβή, στην απόδειξη λιανικής αναγράφεται η ένδειξη δωρεάν, εφόσον δεν εκδίδεται στοιχείο αυτοπαράδοσης.
Σε περίπτωση αλλαγής λιανικώς πωληθέντος αγαθού αναγράφεται χωριστά τουλάχιστον η αξία του αγαθού που παραδίδεται στον πελάτη, η αξία του αγαθού που επιστρέφεται και η τυχόν διαφορά και εφόσον επιστρέφεται ποσό άνω των 30 € το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πελάτη.
Οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, αναγράφουν και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του πελάτη.
Οι εκμεταλλευτές γεωργικών μηχανημάτων ή ελαιουργείου ή αλευρόμυλου ή εργοστασίου αποφλοίωσης ρυζιού αναγράφουν και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του πελάτη, καθώς και το είδος, την ποσότητα και την αξία του στην τρέχουσα τιμή, όταν η αμοιβή καταβάλλεται σε είδος.
Ο υπόχρεος τήρησης του λογαριασμού 94 του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 4, αναγράφει στην απόδειξη λιανικής ή στην απόδειξη επιστροφής, κατά περίπτωση, και το είδος και την ποσότητα του αγαθού που πωλήθηκε ή επιστράφηκε ή αλλάχτηκε.
4. Ο χρόνος έκδοσης των αποδείξεων, ορίζεται, κατά περίπτωση ως εξής:
α) Στην πώληση αγαθών, κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής του αγαθού. Κατ' εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου. Όταν η αποστολή των αγαθών γίνεται σε τρίτο, με εντολή του αγοραστή, σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοση της απόδειξης λιανικής, στο δελτίο αποστολής αναγράφεται ο αριθμός της απόδειξης αυτής.
β) Στην παροχή υπηρεσιών, στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 14 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 15 του άρθρου 6, με εξαίρεση την περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπου η απόδειξη εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη, καθώς και στη περίπτωση παροχής υπηρεσιών θεάματος ή μεταφοράς προσώπων, όπου η έκδοση πραγματοποιείται το αργότερο, κατά το χρόνο έναρξης του θεάματος ή της μεταφοράς.
γ) Στην περίπτωση εκτέλεσης οποιουδήποτε τεχνικού έργου ή εγκατάστασης που ανήκει σε ιδιώτη, κατά την παράδοση του έργου ή της εγκατάστασης και μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου για το έργο που έχει εκτελεστεί.
5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 16 του άρθρου 6, εφόσον από τις επιχειρήσεις πώλησης των ειδών ή παροχής των υπηρεσιών αυτών ή από τα πρόσωπα είσπραξης ανταποδοτικών τελών, εκδίδονται άλλα έγγραφα, που περιλαμβάνουν τα στοιχεία της απόδειξης λιανικής και αντίτυπο αυτών των εγγράφων παραδίδεται στον πελάτη, καθώς και στην είσπραξη αμοιβής από συμβολαιογράφο, εφόσον η αμοιβή του αναγράφεται στο συμβόλαιο για το οποίο εισπράττεται.
Κατ' εξαίρεση, για τις πωλήσεις ύδατος μη ιαματικού, ηλεκτρικού ρεύματος και παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία ή άλλα παραστατικά αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο του πελάτη - καταναλωτή, η διεύθυνσή του και ο αριθμός φορολογικού μητρώου ή ο αριθμός της αστυνομικής του ταυτότητας, αν στερείται αριθμού φορολογικού μητρώου. Τις υποχρεώσεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
6. Η έκδοση εισιτηρίων θεάτρων, κινηματογράφων, συναυλιών και λοιπών συναφών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, καθώς και η έκδοση εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων δύνανται να ανατίθενται σε τρίτο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις.
Άρθρο 8: Έγγραφα μεταφοράς και Στοιχεία Λοιπών Συναλλαγών
1. Ο μεταφορέας με βάση τα έγγραφα των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 7 του άρθρου 5, εκδίδει κατά την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου, για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά φορτωτή και παραλήπτη σε 4 αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο συνοδεύει τα αγαθά, αποτελεί αποδεικτικό παράδοσης αυτών και παραμένει στο μεταφορέα, το δεύτερο παραδίδεται στο φορτωτή, το τρίτο έχει την ένδειξη Αποδεικτικό Δαπάνης και παραδίδεται σε αυτόν που καταβάλλει τα κόμιστρα και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.
2. Το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, με βάση τα έγγραφα των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 7 του άρθρου 5, εκδίδει για κάθε μεταφορά, φορτωτική κατά αποστολέα και παραλήπτη σε 4 αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο προορίζεται για το μεταφορικό γραφείο ή τον διαμεταφορέα, το δεύτερο παραδίδεται στον αποστολέα, το τρίτο έχει την ένδειξη Αποδεικτικό Δαπάνης και παραδίδεται σε αυτόν που καταβάλλει τα κόμιστρα και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.
Όταν η φόρτωση των αγαθών γίνεται από τις εγκαταστάσεις του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα, η φορτωτική εκδίδεται με την παραλαβή των προς μεταφορά αγαθών και το αργότερο πριν την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου και το πρώτο αντίτυπο αυτής συνοδεύει τα αγαθά και επιστρέφεται στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα.
Όταν η μεταφορά ενεργείται κατ' εντολή του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, η φορτωτική του μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα εκδίδεται μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας από την ολοκλήρωση της μεταφοράς και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της προηγούμενης ημέρας.
Στην περίπτωση αυτή το πρώτο αντίτυπο της φορτωτικής μπορεί να παραμένει στο μεταφορικό γραφείο ή στον διαμεταφορέα εφόσον φυλάσσεται για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και επιδεικνύεται όταν ζητηθεί από τον έλεγχο.
Για τη μεταφορά των αγαθών το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας, όταν η φόρτωση γίνεται από τις εγκαταστάσεις του, εκδίδει διπλότυπη κατάσταση αποστολής αγαθών, στην οποία αναγράφει το είδος και τους αριθμούς των δεμάτων, το είδος και την ποσότητα των μεταφερόμενων αγαθών και τον τόπο του προορισμού τους. Το ένα αντίτυπο της κατάστασης αυτής παραδίδεται στον μεταφορέα για την έκδοση της συγκεντρωτικής φορτωτικής. Εφόσον στην κατάσταση επισυνάπτεται αντίγραφο των τετραπλότυπων φορτωτικών που εκδόθηκαν αναγράφεται μόνο ο αριθμός κάθε φορτωτικής, το συνολικό βάρος των αγαθών που μεταφέρονται και ο συνολικός αριθμός των δεμάτων.
3. Η φορτωτική περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, το επάγγελμα και τη διεύθυνση του αποστολέα ή φορτωτή και του παραλήπτη των αγαθών, καθώς και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του καταβάλλοντος τα κόμιστρα,
β) όταν η μεταφορά ενεργείται απευθείας από τον αποστολέα στον παραλήπτη, κατ' εντολή μεταφορικού γραφείου, διαμεταφορέα ή άλλου τρίτου, στη φορτωτική αναγράφονται και τα πλήρη στοιχεία του εντολέα,
γ) την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης της φορτωτικής, καθώς και την ημερομηνία έναρξης της μεταφοράς από το μεταφορέα,
δ) τον τόπο προορισμού των προς μεταφορά αγαθών,
ε) το είδος και τον αριθμό του συνοδευτικού στοιχείου του αποστολέα,
στ) τους αριθμούς των δεμάτων, το είδος κατά γενική κατηγορία και την ποσότητα των μεταφερομένων αγαθών,
ζ) το κόμιστρο και τις λοιπές επιβαρύνσεις της μεταφοράς,
η) τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ή το όνομα του πλωτού μέσου, προκειμένου περί θαλασσίων μεταφορών.
4. Ο μεταφορέας εκδίδει φορτωτική και όταν μεταφέρει αγαθά δικά του. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι δημόσιες μεταφορικές επιχειρήσεις.
5. Ο μεταφορέας, αντί φορτωτικής, μπορεί να εκδίδει διπλότυπη απόδειξη για μεταφορές αποσκευών που συνοδεύονται από τον ταξιδιώτη ή μικροδεμάτων ή για μεταφορές εντός της αστικής περιοχής των πόλεων ή για μεταφορές εμφόρτων ή κενών οχημάτων με πλωτά μέσα. Στην απόδειξη αυτή, που εκδίδεται πριν από την εκκίνηση του μεταφορικού μέσου και το ένα αντίτυπό της παραδίδεται στον καταβάλλοντα το κόμιστρο, αναγράφονται:
α) επί μεταφοράς αποσκευών, τουλάχιστον το κόμιστρο,
β) επί μεταφοράς μικροδεμάτων, τα στοιχεία του φορτωτή και του παραλήπτη, το είδος κατά γενική κατηγορία, η ποσότητα των αγαθών και το κόμιστρο,
γ) επί αστικών μεταφορών, τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης β', ο αριθμός του συνοδευτικού στοιχείου του αποστολέα και η ώρα εκκίνησης του μεταφορικού μέσου,
δ) επί μεταφοράς οχημάτων με πλωτά μέσα, τα στοιχεία αυτού που καταβάλλει το ναύλο και το ποσό αυτού.
6. Ο μεταφορέας, το μεταφορικό γραφείο ή ο διαμεταφορέας εκδίδει διορθωτικό σημείωμα μεταφοράς σε τρία αντίτυπα: α) όταν επιστρέφει ποσό κομίστρων, β) όταν κατά την παράδοση των αγαθών στον παραλήπτη διαπιστωθούν ποσοτικές διαφορές και γ) σε κάθε περίπτωση πραγματοποίησης της μεταφοράς κατά τρόπο, τόπο και χρόνο διαφορετικό από αυτόν που αναγράφεται στη φορτωτική και για κάθε άλλη διαφορά. Στο σημείωμα αυτό, που υπογράφεται από το μεταφορέα και τον παραλήπτη, γράφονται τα στοιχεία του μεταφορέα, του φορτωτή ή αποστολέα και του παραλήπτη, ο αριθμός της φορτωτικής, το ποσό της διαφοράς των κομίστρων, καθώς και οι διαφορές που διαπιστώθηκαν. Το πρώτο αντίτυπο αποστέλλεται στο φορτωτή ή αποστολέα, το δεύτερο παραδίδεται στον παραλήπτη και το τρίτο παραμένει ως στέλεχος.
7. Ο μεταφορέας που πραγματοποιεί διεθνείς μεταφορές οδικές, σιδηροδρομικές, θαλάσσιες ή εναέριες, δύναται να εκδίδει γι' αυτές τις μεταφορές άλλα ισοδύναμα με τα παραπάνω στοιχεία, εφόσον αυτά προβλέπονται από διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες έχει προσχωρήσει και η χώρα μας.
8. Ο μεταφορέας που πραγματοποιεί θαλάσσιες ή εναέριες μεταφορές δύναται να αναθέτει την έκδοση των εγγράφων μεταφοράς σε αντιπρόσωπο ή σε πράκτορα, εφόσον πριν από την ανάθεση γνωστοποιήσει τούτο εγγράφως στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, στην οποία υπάγεται ο αντιπρόσωπός του ή ο πράκτοράς του.
9. Επί μεταφοράς αγαθών ενός φορτωτή με μεταφορικά μέσα δημόσιας χρήσης, που προορίζονται να παραδοθούν σε περισσότερους από έναν παραλήπτες, μπορεί να εκδίδεται μία συγκεντρωτική φορτωτική κατά αποστολέα για κάθε μεταφορά, αντί της έκδοσης φορτωτικών κατά φορτωτή και παραλήπτη, με την προϋπόθεση ότι το συνολικό κόμιστρο καταβάλλεται στο μεταφορέα από τον φορτωτή. Στη συγκεντρωτική φορτωτική αναγράφονται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του φορτωτή, ο τόπος φόρτωσης, το συνολικό κόμιστρο αριθμητικώς και ολογράφως, η χρονολογία εκκίνησης του μεταφορικού μέσου, καθώς και για κάθε παραλήπτη ο αριθμός και το είδος του συνοδευτικού φορολογικού στοιχείου, το είδος κατά γενική κατηγορία, η ποσότητα των αγαθών που προορίζονται γι' αυτόν και ο τόπος προορισμού (εκφόρτωσης).
10. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου μεταφορέας θεωρείται αυτός που ενεργεί τη μεταφορά αγαθών με κόμιστρο, με μεταφορικά μέσα που ανήκουν σε αυτόν ή εκμεταλλεύεται αυτός, και φορτωτής αυτός που αναθέτει στον μεταφορέα το έργο της μεταφοράς.
11. Ο μεταφορέας, επί μεταφοράς αγαθών με ή χωρίς παροχή και άλλων υπηρεσιών, μπορεί να εκδίδει, αντί φορτωτικής, τιμολόγιο ή απόδειξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, εφόσον τηρείται το ημερολόγιο μεταφοράς, που προβλέπεται από τις διατάξεις της Απόφασης Υπουργού Οικονομικών [Α] 1077844/641/0015/ΠΟΛ.1144/1992 (ΦΕΚ 517/Β/1992). Τα προαναφερόμενα ισχύουν και για τα μεταφορικά γραφεία ή τους διαμεταφορείς, χωρίς την προϋπόθεση της τήρησης ημερολογίου μεταφοράς.
Στο περιεχόμενο του τιμολογίου ή της απόδειξης αναγράφονται, εκτός των άλλων, τα πλήρη στοιχεία του καταβάλλοντος τα κόμιστρα, τα μεταφερόμενα αγαθά, κατά γενική κατηγορία, το κόμιστρο ή την αμοιβή, τις λοιπές επιβαρύνσεις της μεταφοράς και τον αναλογούντα Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
12. Στις περιπτώσεις αυτοπαράδοσης αγαθών ή ιδιοχρησιμοποίησης υπηρεσιών, που προβλέπονται από το νόμο 2859/2000, εκδίδεται απόδειξη αυτοπαράδοσης. Αντί της απόδειξης αυτής μπορεί να εκδίδεται άλλο στοιχείο αξίας, εφόσον κατά την έκδοσή τους αναγράφεται η ένδειξη απόδειξη αυτοπαράδοσης.
13. α) Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για κάθε δαπάνη που αφορά την άσκηση της επιχείρησής του ή την εκτέλεση του σκοπού τους, αντίστοιχα, για την οποία ο δικαιούχος δεν υποχρεούται στην έκδοση στοιχείου του παρόντος νόμου, εκδίδει διπλότυπη απόδειξη δαπάνης. Διπλότυπη απόδειξη δαπάνης εκδίδεται επίσης και από τον εκμεταλλευτή επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης για την καταβολή στους οδηγούς αμοιβών οι οποίες δεν υπάγονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας.
β) Στην απόδειξη δαπάνης, η οποία υπογράφεται και από το δικαιούχο και στα δύο αντίτυπα, αναγράφονται:
α) τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων όπως περιγράφονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 6,
β) η αιτιολογία και το ποσό της δαπάνης αριθμητικώς και ολογράφως. Δεν απαιτείται η αναγραφή του ποσού ολογράφως στις αποδείξεις που εκδίδονται με Η/Υ,
γ) οι τυχόν φόροι και οι λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις.
γ) Για τα δώρα που γίνονται από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών σε διάφορα πρόσωπα, για την επαγγελματική του προβολή ή για την εκπλήρωση κοινωνικής του υποχρέωσης, συνυφασμένης με την επαγγελματική του δραστηριότητα, αξίας του καθενός μέχρι 150 €, μπορεί να συντάσσεται σχετική κατάσταση, με το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση των προσώπων αυτών, αντί της έκδοσης της διπλότυπης απόδειξης του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής για κάθε πρόσωπο.
δ) Όταν καταβάλλονται μισθοί, ημερομίσθια, ή άλλες παροχές σε μισθωτούς δύναται, αντί της έκδοσης απόδειξης δαπάνης, να συντάσσεται κατάσταση στην οποία υπογράφουν οι δικαιούχοι για τα ποσά που λαμβάνουν. Επί καταβολής μισθών και ημερομισθίων με τη μεσολάβηση τράπεζας δεν απαιτείται υπογραφή της κατάστασης, εφόσον υπάρχει σχετική εξουσιοδότηση των δικαιούχων της αμοιβής, που δίδεται μία φορά με ταυτόχρονη εντολή προς την τράπεζα για πίστωση συγκεκριμένου λογαριασμού.
Άρθρο 9: Διασφάλιση συναλλαγών και Διαφύλαξη Δεδομένων
1. Η αυθεντικότητα των στοιχείων διακίνησης διασφαλίζεται με τη χρήση θεωρημένων από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία εντύπων, επί χειρόγραφης έκδοσής τους, ή με τη χρήση ειδικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης του νόμου [Ν] 1809/1988 (ΦΕΚ 222/Α/1988), επί μηχανογραφικής έκδοσής αυτών, και των στοιχείων αξίας λιανικών συναλλαγών για παροχή υπηρεσίας με θεώρηση από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζονται για τα εισιτήρια επιχειρήσεων μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία, σιδηρόδρομους και αεροπλάνα, όταν εκτελούν συγκοινωνίες, καθώς και για τα εισιτήρια πλοίων, εφόσον φορολογούνται κατ' ειδικό τρόπο και απαλλάσσονται του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Η παρούσα παράγραφος παύει να ισχύει από την 01-01-2014.
2. Κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου και μέχρι την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, τα βιβλία τηρούνται, τα δε στοιχεία, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών, φυλάσσονται στην επαγγελματική εγκατάσταση που αφορούν και επιδεικνύονται άμεσα στο φορολογικό έλεγχο.
Με γνωστοποίηση στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών μπορεί τα βιβλία να τηρούνται, τα δε στοιχεία, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών, να φυλάσσονται σε άλλο τόπο, με την προϋπόθεση ότι επιδεικνύονται στην προθεσμία που ορίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή.
Επίσης, με τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, μπορεί τα βιβλία να ενημερώνονται σε άλλο τόπο με τα πρωτογενή φορολογικά στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών, τα οποία, μετά την ενημέρωση τους, επιστρέφονται στην επαγγελματική εγκατάσταση που αφορούν.
Οι πληροφορίες της παραγράφου 23 του άρθρου 4 και των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου, τηρούνται στην επαγγελματική εγκατάσταση που ασκείται η σχετική δραστηριότητα.
3. Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τα βιβλία, τα στοιχεία, τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών, καθώς και τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης αυτών κάθε διαχειριστικής περιόδου, μπορεί να φυλάσσονται σε οποιονδήποτε τόπο εντός ή εκτός της Ελληνικής Επικράτειας και επιδεικνύονται στην προθεσμία που ορίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή. Όταν ο τόπος αποθήκευσης ευρίσκεται εκτός Ελλάδας, υποχρεούται να γνωστοποιεί στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία πριν την αποθήκευση, τον τόπο αυτόν, καθώς και κάθε μεταβολή του τόπου αυτού.
4. Ειδικά, για τη διαφύλαξη των τιμολογίων εφαρμόζονται τα εξής:
α) Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών οφείλει να μεριμνά για την αποθήκευση των αντιγράφων των τιμολογίων που εκδίδονται από τον ίδιο ή εξ ονόματός του και για λογαριασμό του, από τον πελάτη του ή από τρίτους, καθώς και όλων των τιμολογίων που λαμβάνει. Αντίτυπα των τιμολογίων που εκδίδονται εξ ονόματος και για λογαριασμό του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών, παραδίδονται σε αυτόν μέσα στην προθεσμία που ορίζουν οι διατάξεις περί Απεικόνισης Συναλλαγών για την ενημέρωση των τηρούμενων βιβλίων.
β) Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών μπορεί να καθορίζει τον τόπο αποθήκευσης, υπό τον όρο να θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, έπειτα από οποιαδήποτε αίτησή τους, τα τιμολόγια ή τις πληροφορίες που έχουν αποθηκευτεί, μέσα στις προθεσμίες που τίθενται με την αίτηση των αρχών αυτών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Όταν ο τόπος αποθήκευσης ευρίσκεται εκτός Ελλάδας, υποχρεούται να γνωστοποιεί στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία πριν την αποθήκευση, τον τόπο αυτόν, καθώς και κάθε μεταβολή του τόπου αυτού.
γ) Όταν η αποθήκευση δεν πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα που να εξασφαλίζουν την πλήρη και επιγραμμική (on-line) πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, o υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσωτερικό της χώρας τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει.
δ) Όταν η αποθήκευση γίνεται σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομική πράξη για την αμοιβαία συνδρομή με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 1402/1983, του νόμου 1914/1990 και τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1798/2003 του Συμβουλίου της 07-10-2003 και σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα, τηλεκφόρτωσης και χρήσης που προβλέπεται στην περίπτωση στ', ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών υποχρεούται να αποθηκεύει στο εσωτερικό της χώρας, τα τιμολόγια που εκδίδει ή λαμβάνει.
ε) Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών υποχρεούται στη διαφύλαξη των τιμολογίων με την αρχική τους μορφή με την οποία διαβιβάσθηκαν ή τέθηκαν στη διάθεσή του, σε χαρτί ή με ηλεκτρονικά μέσα. Επίσης, όταν τα τιμολόγια διαφυλάσσονται με ηλεκτρονικά μέσα, διαφυλάσσονται με ηλεκτρονικά μέσα και τα δεδομένα που εξασφαλίζουν τη γνησιότητα της προέλευσης και την ακεραιότητα του περιεχομένου κάθε τιμολογίου.
στ) Όταν ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών αποθηκεύει, με ηλεκτρονικά μέσα τα οποία εξασφαλίζουν πρόσβαση με απευθείας σύνδεση (on-line) πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, τιμολόγια τα οποία εκδίδει ή λαμβάνει, οι αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος και, όταν ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας οφείλεται σε ένα άλλο κράτος - μέλος, οι αρμόδιες αρχές εκείνου του κράτους - μέλους έχουν δικαίωμα πρόσβασης, λήψης και χρήσης αυτών των τιμολογίων.
ζ) Με τον όρο διαφύλαξη τιμολογίου με ηλεκτρονικά μέσα νοείται η διαφύλαξη δεδομένων που πραγματοποιείται με ηλεκτρονικό εξοπλισμό επεξεργασίας (περιλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και διαφύλαξης, καθώς και με ενσύρματα, ασύρματα, οπτικά ή άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.
5. Τα βιβλία, τα στοιχεία, τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών στα βιβλία, καθώς και τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα στα οποία αποθηκεύονται δεδομένα βιβλίων, για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση εκτύπωσής τους, διατηρούνται στον εκάστοτε οριζόμενο από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου και οπωσδήποτε όσο χρόνο εκκρεμεί σχετική υπόθεση ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Επιτρέπεται στους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις, να διαφυλάττουν τα εκδοθέντα και ληφθέντα φορολογικά στοιχεία σε μικροφίλμ ή σε ηλεκτρονική μορφή (οπτικοί δίσκοι CD-ROM τεχνολογίας WORM) με φωτογράφιση ή ψηφιοποίηση από τα αντίστοιχα στελέχη, μετά την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων του φόρου προστιθέμενης αξίας ή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, κατά περίπτωση, για όσο χρόνο ορίζεται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου του άρθρου αυτού, εφόσον υπάρχει και σύστημα αναζήτησης, εμφάνισης και εκτύπωσης (αναπαραγωγής) των φορολογικών στοιχείων, με την προϋπόθεση ότι τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας φορολογικής αρχής στην προθεσμία που ορίζεται από αυτή. Ειδικά για τα χρησιμοποιούμενα ηλεκτρονικά μέσα του ανωτέρω εδαφίου απαιτείται, προ της χρησιμοποίησής τους, σήμανση από αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Η αδυναμία αναπαραγωγής αντιγράφων λογίζεται ως μη διαφύλαξη των σχετικών φορολογικών στοιχείων. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση μη σήμανσης των ηλεκτρονικών μέσων αρχειοθέτησης.
7. Τα αθεώρητα βιβλία που ενημερώνονται μηχανογραφικά, μπορεί να μην εκτυπώνονται, εφόσον τα δεδομένα τους φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης, με την προϋπόθεση ότι, τα δεδομένα αυτά εκτυπώνονται άμεσα όταν ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο. Η μη διαφύλαξη των ηλεκτρομαγνητικών μέσων ή η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου αυτών εξομοιώνεται με μη τήρηση των βιβλίων ή των καταστάσεων που εμπεριέχονται σε αυτά.
Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για τα αποθηκευμένα δεδομένα, που επέχουν θέση στελέχους των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων.
Άρθρο 10: Διασταυρώσεις και Απόδειξη Συναλλαγών
1. Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 υποβάλλουν καταστάσεις, για μηχανογραφική επεξεργασία και διασταύρωση πληροφοριών, με τις συναλλαγές που πραγματοποίησαν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή την εκπλήρωση του σκοπού τους, από αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών, από χονδρικές πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών και από καταβολή ή είσπραξη αμοιβών, αποζημιώσεων, οικονομικών ενισχύσεων και άλλων δικαιωμάτων.
Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας υποβάλλουν καταστάσεις, μόνο για τα τιμολόγια πώλησης των προϊόντων τους, που δύνανται να εκδίδουν οι ίδιοι για το σύνολο της παραγωγής τους.
2. Τα αναγκαία για διασταύρωση στοιχεία που αφορούν εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο προσώπων, λαμβάνονται από το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (ΟΠΣΤ - ICIS).
3. Οι καταστάσεις της προηγούμενης παραγράφου 1 περιέχουν το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο ή την επωνυμία, καθώς και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του υπόχρεου και το έτος που αφορούν.
Στις καταστάσεις αυτές καταχωρούνται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου των συναλλασσομένων με τον υπόχρεο (προμηθευτών, πελατών κ.λ.π.), ο συνολικός αριθμός των τιμολογίων ή άλλων φορολογικών στοιχείων και η συνολική αξία, προ Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Εξαιρετικά, δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις αυτές συναλλαγές, εφόσον η συνολική αξία, προ Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ενός εκάστου στοιχείου που έχει εκδοθεί γι' αυτές δεν υπερβαίνει τα 300 €.
4. Οι καταστάσεις της παραγράφου 1 υποβάλλονται μέχρι την 25η Ιουνίου κάθε χρόνου με τις συναλλαγές του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.
Οι καταστάσεις υποβάλλονται αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο επικοινωνίας στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Οι ανωτέρω καταστάσεις δεν υποβάλλονται, όταν τα δεδομένα τους διαβιβάζονται ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010).
5. Δεν υποχρεούνται στην υποβολή των καταστάσεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού:
α) οι τράπεζες για τους τόκους καταθέσεων που χορηγούν, καθώς και για τους τόκους και τις προμήθειες που χορηγούν σε άλλες τράπεζες ή πρόσωπα του άρθρου 1 και πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή λαμβάνουν από τα παραπάνω πρόσωπα, με την εξαίρεση των προμηθειών που λαμβάνουν από πρόσωπα του άρθρου 1 ή πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή πρόσωπα του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που πωλούν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,
β) τα πρόσωπα του άρθρου 1 και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για τους τόκους καταθέσεων που λαμβάνουν από τράπεζες, για τους τόκους και τις προμήθειες που καταβάλλουν σε τράπεζες ή λαμβάνουν από αυτές, καθώς και για τους μισθούς, τα ημερομίσθια και τις συντάξεις που χορηγούν, με την εξαίρεση των προμηθειών που καταβάλλουν στις τράπεζες λόγω πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε κατόχους - χρήστες πιστωτικών καρτών,
γ) τα πρόσωπα του άρθρου 1 και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή πρόσωπα του ειδικού καθεστώτος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών εκτός της χώρας, καθώς και για τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών από επιχειρήσεις που δεν ασκούν δραστηριότητα εντός της χώρας,
δ) τα πρόσωπα του άρθρου 1 και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για τα ασφάλιστρα, τις επιστροφές ασφαλίστρων και τις εκπτώσεις επί των ασφαλίστρων που αναγράφονται στα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ή στις πρόσθετες πράξεις.
6. Για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 3.000 € και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή έκδοσης του λήπτη του στοιχείου. Σε περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων εκδίδεται άμεσα λογιστική απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων, στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία των εκχωρούμενων επιταγών.
Με επιταγή του αγοραστή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο εξοφλούνται επίσης, μερικά ή ολικά, και τα φορολογικά στοιχεία αξίας 3.000 € και άνω, που αφορούν αγορές αγροτικών προϊόντων από πρόσωπο που παράγει τα προϊόντα αυτά, καθώς επίσης και το ποσό που αποδίδεται από τον αντιπρόσωπο στον εντολέα, επίσης πρόσωπο που παράγει τα ως άνω αγροτικά προϊόντα, για τις διενεργηθείσες πωλήσεις των προϊόντων αυτών, για λογαριασμό του, με βάση την εκκαθάριση της παραγράφου 7 του άρθρου 6, μετά την αφαίρεση της δικαιούμενης προμήθειας. Από την ως άνω υποχρέωση εξαιρούνται τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
Κατ' εξαίρεση, των αναφερομένων στα προηγούμενα εδάφια, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.
7. Στα εκδιδόμενα από τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, παραστατικά στοιχεία πάσης φύσεως εισπράξεων ή πληρωμών μετρητοίς για συναλλαγές φυσικών ή νομικών προσώπων ή κοινοπραξιών ποσού άνω των 12.000 € αναγράφεται και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του συναλλασσομένου. Σε περίπτωση αλλοδαπού φυσικού προσώπου αναγράφεται ο αριθμός διαβατηρίου ή ταυτότητας.
Στις εκδιδόμενες επιταγές που καλύπτουν εξόφληση επαγγελματικών συναλλαγών, ανεξαρτήτως ποσού, αναγράφεται υποχρεωτικά ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του εκδότη, του εκάστοτε οπισθογράφου, καθώς και του τελευταίου κομιστή που εισπράττει αυτήν. Επίσης αναγράφεται υποχρεωτικά ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του εκδότη της επιταγής που προσκομίζεται για εξόφληση οφειλής προς το Δημόσιο ανεξαρτήτως ποσού.
8. Το βάρος της απόδειξης της συναλλαγής φέρει τόσον ο εκδότης, όσον και ο λήπτης του στοιχείου, οι οποίοι δικαιούνται να επιβεβαιώνουν τα αναγκαία στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου από τη δήλωση έναρξης εργασιών ή από άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, τα οποία οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται εκατέρωθεν να παρέχουν, φέροντας ο καθένας και την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που παρέχει. Η επιβεβαίωση των στοιχείων των συναλλασσομένων μπορεί να γίνεται και από βάση δεδομένων ή αρχείο υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών, που είναι διαθέσιμα από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, καμπτόμενου στην περίπτωση αυτή του ισχύοντος φορολογικού απορρήτου.
Άρθρο 11: Εξουσίες της Φορολογικής Αρχής
1. Ο αρμόδιος οικονομικός επιθεωρητής, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας της έδρας του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του:
α) να επιτρέπει τη μη έκδοση δελτίου αποστολής ή την έκδοσή του κατά διαφορετικό τρόπο, επί διακίνησης αγαθών μεταξύ των επαγγελματικών εγκαταστάσεων του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών, εφόσον δεν είναι εξαιρετικά δύσκολη η παρακολούθηση των διακινουμένων αγαθών,
β) να απαλλάσσει τον υπόχρεο, κατά την έναρξη εργασιών από την τήρηση απλογραφικών βιβλίων και από την έκδοση των αποδείξεων λιανικής, στην περίπτωση που εκτιμάται ότι κατά τη διαχειριστική περίοδο αυτή δεν θα υπερβεί το όριο των ακαθαρίστων εσόδων της παραγράφου 3 του άρθρου 3.
2. Ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας δε θεωρεί φορολογικά στοιχεία σε υπόχρεο ο οποίος:
α) δεν έχει εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις του από πάσης φύσης φόρους του Δημοσίου από την επαγγελματική του δραστηριότητα, από δάνεια με την εγγύηση του Δημοσίου, πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού, τέλη ή εισφορές που βεβαιώνονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, όταν το σύνολο των υποχρεώσεων αυτών, χωρίς τις νόμιμες προσαυξήσεις ξεπερνά τις 6.000 €, εκτός αν έχει υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής των ληξιπρόθεσμων χρεών του από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα και είναι απόλυτα συνεπής στην καταβολή των δόσεων αυτών. Επί ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, κοινοπραξιών, κοινωνιών και αστικών εταιρειών πρέπει να ερευνάται, μόνο κατά την πρώτη θεώρηση μετά τη σύστασή τους, εάν έχουν εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις και τα μέλη των εταιρειών ή της κοινοπραξίας ή της κοινωνίας ή της αστικής εταιρείας,
β) δεν έχει υποβάλει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία δηλώσεις απόδοσης οποιουδήποτε παρακρατούμενου ή επιρριπτόμενου φόρου, τέλους, εισφοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και δηλώσεις φόρου εισοδήματος.
Κατ' εξαίρεση των όσων ορίζονται πιο πάνω ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας μπορεί, με απόφασή του, να εγκρίνει τη θεώρηση περιορισμένου αριθμού φορολογικών στοιχείων, αφού καταβάλλει ο υπόχρεος μέρος της οφειλής του που καθορίζεται με την ίδια απόφαση.
Το όριο της περίπτωσης α' ισχύει και σε κάθε περίπτωση μη θεώρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση μη φορολογικές διατάξεις, εξαιρουμένων των χρεών προς τα Επιμελητήρια.
Ομοίως, κατ' εξαίρεση, με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας μπορεί να θεωρούνται βιβλία και περιορισμένος αριθμός στοιχείων σε υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών που οφείλουν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά χρέη μη φορολογικά και έχουν κώλυμα θεώρησης από άλλες μη φορολογικές διατάξεις. Κάθε σχετική περίπτωση θα αναγγέλλεται εγγράφως στα αρμόδια κατά περίπτωση, για τα χρέη αυτά, πρόσωπα.
Η παρούσα παράγραφος παύει να ισχύει από την 01-01-2014.
Άρθρο 12: Εξουσίες Υπουργού Οικονομικών
Ο Υπουργός των Οικονομικών εκδίδει τις αναγκαίες αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 1 - 11 και της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ, καθώς και αποφάσεις για την περαιτέρω απλοποίηση της διαδικασίας.
Άρθρο 13: Θέση σε ισχύ
Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα ισχύουν από 01-01-2013.
Άρθρο 14: Μεταβατικές διατάξεις
1. Κάθε διάταξη αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 1 - 13 δεν ισχύει σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτά και παύουν να ισχύουν διοικητικά έγγραφα και εγκύκλιοι διαταγές, που αφορούν τις διατάξεις αυτές.
2. Όπου από τις κείμενες διατάξεις γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 99/1977 (ΦΕΚ 34/Α/1977)) και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (προεδρικό διάταγμα 186/1992 (ΦΕΚ 84/Α/1992)), μετά την ισχύ του παρόντος νόμου νοούνται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 1 - 12.
3. Όπου στις κείμενες διατάξεις γίνεται παραπομπή σε βιβλία δεύτερης κατηγορίας νοούνται τα απλογραφικά βιβλία των παραγράφων 16 έως και 22 του άρθρου 4 και όπου γίνεται παραπομπή σε βιβλία τρίτης κατηγορίας νοούνται τα διπλογραφικά βιβλία των παραγράφων 7 έως και 15 του άρθρου 4.
4. Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων, της Επιτροπής Λογιστικών Αμφισβητήσεων και της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων εξακολουθούν να ισχύουν για το χρόνο που ορίζεται και τα θέματα που ρυθμίζονται αντίστοιχα από αυτές, εφόσον με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υφίστανται οι σχετικές υποχρεώσεις.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 5 και 8 καταργούνται. Οι διατάξεις του άρθρου 7 παύουν να ισχύουν την 01-01-2015. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συστήνεται Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να επεξεργασθεί και να υποβάλει μέχρι 30-06-2013 τις προτάσεις της για περαιτέρω απλοποίηση και βελτίωση των προβλεπομένων από τον παρόντα Κώδικα διατάξεων και αντίστοιχες τροποποιήσεις που απαιτούνται στην εμπορική και λογιστική νομοθεσία.}
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 14.5 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 51 του νόμου 4223/2013 (ΦΕΚ 287/Α/2013).
|
2. α. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 21 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011) αντικαθίστανται ως εξής:
{21. Η τοποθέτηση και η λήξη θητείας των προϊσταμένων των κατωτέρω οργανικών μονάδων, επιπέδου Τμήματος, Υποδιεύθυνσης και Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών, διενεργείται χωρίς τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 84, 85 και 86 του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007 (ΦΕΚ 26/Α/2007)) και του άρθρου πέμπτου του νόμου 3839/2010 (ΦΕΚ 51/Α/2010), με μόνη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για θητεία ενός έτους που μπορεί να ανανεώνεται μέχρι δύο φορές ή να διακόπτεται πριν τη λήξη της, με όμοια απόφαση και κύριο κριτήριο την επίτευξη των ποιοτικών και ποσοτικών στόχων που τους έχουν τεθεί.
Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται προϊστάμενοι σε αυτές τις οργανικές μονάδες πρέπει να διαθέτουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται για τη θέση που καταλαμβάνουν, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 84 του Υπαλληλικού Κώδικα, να μην έχει επιβληθεί σε βάρος τους οποιαδήποτε ποινή και να μην εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη.
Με την απόφαση τοποθέτησης καθορίζονται ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι για κάθε τρίμηνο της θητείας και για κάθε οργανική μονάδα, οι οποίοι ελέγχονται ανά τρίμηνο.}
β. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις τοποθέτησης, που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθορίζουν ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους σε ετήσια βάση, οι στόχοι αυτοί κατανέμονται αναλογικά σε κάθε τρίμηνο της θητείας.
γ. Στο τέλος του στοιχείου ε' του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 21 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011) προστίθενται οι λέξεις:
{και όσες άλλες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες διατηρούνται σε λειτουργία.}
δ. Το στοιχείο στ' του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 21 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011 καταργείται και το στοιχείο ζ' του ίδιου ως άνω εδαφίου αναριθμείται ως στοιχείο στ'.
ε. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου 3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/2011) προστίθενται δύο εδάφια ως εξής:
{Οι ελεγκτές αξιολογούνται σε τριμηνιαία βάση στη βάση του αριθμού και του είδους των ελέγχων, καθώς και των επιτευχθέντων εσόδων. Αμέσως μετά την επιλογή των ελεγκτών συνάπτεται συμβόλαιο αποδοτικότητας, στο οποίο εξειδικεύονται οι συγκεκριμένοι στόχοι που οφείλουν να εκπληρώσουν.}
στ. Κατ' εξαίρεση, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι 30-06-2013, οι θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους προκηρύσσονται και οι υποψήφιοι επιλέγονται από πίνακα που καταρτίζει η Ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 16 του άρθρου 4 του νόμου 3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/2011) μετά από συνέντευξη, προκειμένου η Επιτροπή να διαμορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα και την ουσιαστική ικανότητα άσκησης των ειδικών καθηκόντων της θέσης. Για το χρονικό αυτό διάστημα, δεν απαιτείται η διενέργεια της προβλεπόμενης στο προηγούμενο εδάφιο συνέντευξης στην περίπτωση της επιλογής υπαλλήλων με τουλάχιστον διετή προηγούμενη εμπειρία σε ελεγκτικά καθήκοντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 68 του νόμου 4170/2013 (ΦΕΚ 163/Α/2013).
|
Υποπαράγραφος Ε.2: Σύσταση θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων
1. Στο Υπουργείο Οικονομικών συνιστάται Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων καταργούμενης ταυτοχρόνως της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων. Συνιστάται επίσης θέση Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με βαθμό 1ο της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων, ο οποίος προΐσταται της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ενώ καταργείται ταυτοχρόνως η θέση του Γενικού Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων με βαθμό 1ο της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων.
2. Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες και τις Ειδικές Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες, που υπάγονται στις παρακάτω Γενικές Διευθύνσεις και Υπηρεσίες:
α. Γραφείο Γενικού Γραμματέα.
β. Γενική Διεύθυνση Φορολογίας.
γ. Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
δ. Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης.
ε. Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Κράτους και Περιφερειακές Υπηρεσίες αυτού.
στ. Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης.
ζ. Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης.
η. Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Ε2.2 τίθεται όπως ερμηνεύτηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου 4281/2014 (ΦΕΚ 160/Α/2014).
|
3. α. Στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρονται στις 31-07-2013 οι αρμοδιότητες, το προσωπικό και οι διαθέσιμοι πόροι των ακόλουθων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που αφορούν στην άσκηση της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης:
i) Διεύθυνση Εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (ΦΕΚ 30/Δ/2012) με την εξαίρεση των Τμημάτων Προϋπολογισμού και Δημοσίων Δαπανών, Μισθοδοσίας και Συντάξεων.
ii) Διεύθυνση Εισαγωγής και Ελέγχου Στοιχείων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Δ32).
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τίθεται σε ισχύ το αργότερο στις 31-07-2013 μπορούν να εξειδικευθούν περαιτέρω οι προαναφερόμενες λειτουργίες της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που μεταφέρονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, καθώς και να ρυθμιστούν ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στη μεταφορά του προσωπικού και των διαθέσιμων πόρων. Με όμοια απόφαση είναι δυνατόν να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπερίπτωσης. Μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων συνάπτεται μέχρι τις 31-07-2013 μνημόνιο συνεργασίας που μπορεί να τροποποιείται όποτε κριθεί απαραίτητο και καθορίζει τις υπηρεσίες που παρέχονται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
β. Οι αρμοδιότητες προληπτικού ελέγχου εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και προσωρινού φορολογικού ελέγχου, ιδίως στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, με έμφαση στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας, όπως προβλέπονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων, μεταβιβάζονται στις 31-10-2013 στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Ο έλεγχος των υποθέσεων για τις οποίες εκδίδεται εντολή ελέγχου μέχρι τις 30-10-2013 ολοκληρώνεται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα θέματα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας υποπερίπτωσης και να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπερίπτωσης.
γ. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της παρούσας περίπτωσης, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων μπορούν να προβαίνουν σε ελέγχους των μεταφορικών μέσων, καταστημάτων, αποθηκών και άλλων χώρων, όπου βρίσκονται αγαθά, ανεξάρτητα από τον φορέα εκμετάλλευσής τους και του τελωνειακού καθεστώτος, υπό το οποίο τελούν όπως επίσης σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις α' και δ' της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν αποστερεί το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος από τις παραπάνω εξουσίες, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αυτό διατηρεί.
Οι διατάξεις των εδαφίων β' και γ' της παραγράφου 8 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004 εφαρμόζονται και για τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Οι διατάξεις των περιπτώσεων της περίπτωσης β' της παραγράφου 5, των εδαφίων δ' και ε' της παραγράφου 8, του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 14, των παραγράφων 15, 21, 22 και 23 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004 (ΦΕΚ 253/Α/2004), εφαρμόζονται ανάλογα και για τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, αποκλειστικά και μόνο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του προληπτικού, προσωρινού και τελωνειακού ελέγχου εφαρμογής της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας για τις οποίες εκδίδεται ειδική πράξη του αρμόδιου οργάνου.
δ. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρεται στις 31-07-2013 στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού και των διαθέσιμων πόρων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τίθεται σε ισχύ το αργότερο στις 31-07-2013 μπορεί να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία μεταφοράς της Υπηρεσίας αυτής.
ε. Η Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρεται 10 ημέρες μετά από τη δημοσίευση του παρόντος στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και υπάγεται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής.
4. (πρώην 3) α. Εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ο Γενικός Γραμματέας οφείλει ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:
(1) να διαμορφώνει και να επικαιροποιεί σε ετήσια βάση το στρατηγικό σχεδιασμό της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, όπως επίσης ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους και κριτήρια αξιολόγησης των οργανικών μονάδων που υπάγονται στην αρμοδιότητά του και του προσωπικού τους και να ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών,
(2) να επιλέγει και να τοποθετεί τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων και υπηρεσιών που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τα κριτήρια και κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στον Υπαλληλικό Κώδικα (νόμος 3548/2007) και να αποφασίζει την πρόωρη λήξη της θητείας τους, λόγω μη εκπλήρωσης των τεθέντων ποιοτικών και ποσοτικών στόχων.
(3) να διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα και οι δραστηριότητες των επί μέρους οργανικών μονάδων και υπηρεσιών που υπάγονται στις αρμοδιότητές του συμβαδίζουν με το στρατηγικό σχεδιασμό και τους τεθέντες στόχους και να ελέγχει και εποπτεύει όλες τις δραστηριότητες της Γενικής Γραμματείας,
(4) να υποβάλλει προτάσεις νομοθετικών ρυθμίσεων που κατατίθενται στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών σε ζητήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του,
(5) να εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών την υποβολή προτάσεων για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων με τα οποία επέρχονται αλλαγές στον αριθμό, την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη διάρθρωση των οργανικών μονάδων και υπηρεσιών που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, καθώς και στην κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της υποπαραγράφου γ' της παραγράφου 5 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011),
(6) να μεταφέρει πόρους μεταξύ των οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων,
(7) να λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς στις υπηρεσίες που υπάγονται στις αρμοδιότητές του, συμπεριλαμβανομένης και της κίνησης της διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης,
(8) να οργανώνει προγράμματα μετεκπαίδευσης και εξειδίκευσης του προσωπικού που υπάγεται στις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
(9) να αποφασίζει για τις προϋποθέσεις πρόσληψης προσωπικού στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και για την υποβολή στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού των αντίστοιχων αιτημάτων για τις σχετικές προκηρύξεις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
(10) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται ειδικό σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατά παρέκκλιση των κριτηρίων και της διαδικασίας που προβλέπονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007) και κάθε άλλη διάταξη. Το σύστημα μπορεί να περιλαμβάνει το οργανόγραμμα των μονάδων που συγκροτούν τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και κανόνες που σχετίζονται με τις προαγωγές και τη μετακίνηση υπαλλήλων. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων έχει πλήρη εξουσία εφαρμογής του συστήματος που καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα υποπερίπτωση. Οι κείμενες διατάξεις που δεν συνδέονται με το σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής εξέλιξης παραμένουν σε ισχύ για το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Μέχρι το διορισμό του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με την παράγραφο 4)β του παρόντος άρθρου, οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από τον Υπουργό ή τον Υφυπουργό Οικονομικών σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου διατάξεις.
β. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, ή του καθ' ύλην αρμόδιου Υφυπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περαιτέρω αρμοδιότητες που κατά την κείμενη νομοθεσία ασκούνται από τον Υπουργό Οικονομικών, ή τον αρμόδιο Υφυπουργό, ή τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών, εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους, σχετικά με την οργάνωση και άσκηση της φορολογικής διοίκησης, την εφαρμογή της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που άπτεται της είσπραξης εσόδων, καθώς και την παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου των υπαγόμενων στην αρμοδιότητά του οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών και των υπαλλήλων τους. Οι αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται κατά το προηγούμενο εδάφιο δεν μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη. Με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να μεταβιβάζει στους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων και ειδικών αποκεντρωμένων υπηρεσιών που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, τις αναγκαίες αρμοδιότητες προκειμένου αυτοί να ανταποκριθούν στους στόχους που τους τίθενται, όπως και να ανακαλεί τη μεταβίβαση αυτή των αρμοδιοτήτων, ανεξάρτητα του εάν έλαβε χώρα πριν ή μετά το διορισμό του. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ορίζει έναν από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων να τον αναπληρώνει σε περίπτωση προσωρινής αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων του, καθώς και για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι το διορισμό του διαδόχου του.
Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ένας από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ως αναπληρωτής για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι το διορισμό του διαδόχου του. Σε περίπτωση που ο ορισθείς ως αναπληρωτής αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή για οποιοδήποτε λόγο παύσει, με όμοια απόφαση ορίζεται ως αναπληρωτής ένας από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, μέχρι το διορισμό του νέου Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
γ. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων υποβάλλει στη Βουλή μέσω του Υπουργού Οικονομικών ως το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους αναλυτική ετήσια έκθεση απολογισμού και προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της Γενικής Γραμματείας, η οποία συζητείται στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών. Στην έκθεση δραστηριοτήτων δεν περιλαμβάνονται εξειδικευμένα στοιχεία, η γνωστοποίηση των οποίων μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων είσπραξης.
5. (πρώην 4) α. Ως Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων επιλέγεται πρόσωπο εγνωσμένου κύρους που διαθέτει:
1) Πτυχίο Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και, κατά προτίμηση, μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη φορολογική διοίκηση και το φορολογικό σύστημα εν γένει.
2) Σημαντική επαγγελματική εμπειρία κατά προτίμηση στον ιδιωτικό τομέα, στη φορολογική διοίκηση και το φορολογικό σύστημα.
3) Σημαντική διοικητική εμπειρία, σε θέσεις ευθύνης, σε διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων, διαχείριση έργων και δραστηριοτήτων (project management), στοχοθεσία, συντονισμό ομάδων και παρακολούθηση επίτευξης στόχων.
4) Γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως δε της Αγγλικής, που αποδεικνύεται από σπουδές, δημοσιεύσεις και άλλα πρόσφορα μέσα.
5) Ισχυρό ιστορικό φορολογικής συμμόρφωσης.
β. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων επιλέγεται και διορίζεται για πενταετή θητεία με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων υπογράφει συμβόλαιο αποδοτικότητας με τον Υπουργό Οικονομικών, όπου περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις του και οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι, οι οποίοι θα πρέπει να επιτευχθούν από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατά τη διάρκεια της θητείας του, όπως επίσης και σε ετήσια βάση.
Εξαιρετικά, η θητεία του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων που θα επιλεγεί και θα διορισθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω, μετά την 01-11-2015, ορίζεται σε 2 έτη.
γ. Η θητεία του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά με την ίδια διαδικασία.
δ. Συστήνεται Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Το Συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποτελείται από πέντε μέλη που ορίζονται με θητεία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία χρόνια. Δύο από τα μέλη του Συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ προσώπων με σημαντική διεθνή επαγγελματική εμπειρία στη διοίκηση δημοσίων εσόδων. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν είναι πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον, στο Συμβούλιο συμμετέχει ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων χωρίς δικαίωμα ψήφου, ως εκ της ιδιότητάς του. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο αναφέρεται στον Υπουργό Οικονομικών, παρέχει συμβουλές σε μείζονα θέματα στρατηγικής της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων ανθρώπινου δυναμικού, ελέγχει την επίδοση της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης σε σχέση με το σχεδιασμό και τους τεθέντες στόχους, υποστηρίζει τη φορολογική και τελωνειακή διοίκηση στις σχέσεις της με άλλους φορείς και επιβεβαιώνει ότι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ασκεί τις εξουσίες του δεόντως. Το Συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα, ούτε πρόσβαση σε στοιχεία που αφορούν σε συγκεκριμένους φορολογουμένους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το αργότερο μέχρι τη 15-07-2013 ρυθμίζονται όλα τα αναγκαία θέματα για τη λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και ιδίως:
α) καθορίζονται τα ελάχιστα προσόντα των μελών του Συμβουλίου,
β) ορίζονται τα μέλη του Συμβουλίου και η διάρκεια της θητείας τους,
γ) καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του Συμβουλίου για την άσκηση των καθηκόντων τους,
δ) τίθενται κανόνες για την αντιμετώπιση συγκρούσεων συμφερόντων,
ε) καθορίζεται η ελάχιστη συχνότητα των συνεδριάσεων,
στ) θεσπίζεται πλαίσιο ως προς τον τρόπο αναφοράς του Συμβουλίου στον Υπουργό Οικονομικών,
ζ) ρυθμίζονται θέματα διοικητικής υποστήριξης του Συμβουλίου.
η) καθορίζονται κατ' αποκοπή και κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων τα ποσά που καταβάλλονται για τα έξοδα μετακίνησης, διανυκτέρευσης και ημερήσιας αποζημίωσης των μελών του Συμβουλίου που καλούνται από το εξωτερικό για την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον δεν έχει καθοριστεί άλλου είδους αποζημίωση.
ε. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 55 παράγραφοι 13 - 16 του προεδρικού διατάγματος 63/2005, για την υποστήριξη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων στην άσκηση των καθηκόντων του συνιστάται μια επιπλέον θέση διοικητικού υπαλλήλου κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, δύο επιπλέον θέσεις ειδικού συμβούλου και δύο επιπλέον θέσεις ειδικού συνεργάτη.
Στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων συνιστάται μία επιπλέον θέση ειδικού συνεργάτη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καθώς και θέση Διευθυντή, ο οποίος προΐσταται αυτού και η οποία καλύπτεται από ένα εκ των ειδικών συνεργατών. Ο Διευθυντής του Γραφείου του Γενικού Γραμματέα ασκεί, κατ' αντιστοιχία, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 56 του προεδρικού διατάγματος 63/2005, εφαρμοζόμενης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου.
Για τις αποδοχές των υπηρετούντων στις θέσεις της παρούσας υποπερίπτωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4354/2015 (ΦΕΚ 176/Α/2015), που αφορούν στους μετακλητούς υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν στα πολιτικά γραφεία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α/2005).
6. (πρώην 5) Η θητεία του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων λήγει πρόωρα σε περίπτωση παραίτησης του Γενικού Γραμματέα, καθώς και αυτοδίκαιης θέσης σε αργία κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007 (ΦΕΚ 26/Α/2007)), όπως εκάστοτε ισχύει. Η θητεία του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί επίσης να λήξει, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, σε περίπτωση μόνιμης αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής, όπως επίσης εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις δυνητικής θέσης σε αργία κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 104 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει. Κατά την ίδια διαδικασία, ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να εισηγηθεί την πρόωρη λήξη της θητείας του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων σε περίπτωση προφανούς απόκλισης από την επίτευξη των τεθέντων στην παράγραφο 4)β του παρόντος άρθρου ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, μετά την συμπλήρωση δύο ετών από την τοποθέτησή του. Μετά τη λήξη της θητείας του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και μέχρι το διορισμό του διαδόχου του, καθώς και σε περίπτωση προσωρινής αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του, οι αρμοδιότητές του ασκούνται από τον Γενικό Διευθυντή που ορίζεται σύμφωνα με την περίπτωση 3 της παρούσας υποπαραγράφου. Τα ενδιάμεσα αυτά διαστήματα δεν επιτρέπεται κατά κανόνα να υπερβαίνουν τους δύο μήνες.
7. (πρώην 6) α. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση στο Δημόσιο, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση μέχρι 30-12-2013 και χωρίς αμοιβή η παράλληλη άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων. Επίσης αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος και ο ίδιος οφείλει, πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, να παύσει οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία, από την οποία μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων.
β. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προβλέπεται ετήσια ειδική ανταμοιβή (bonus) του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ως ποσοστό επί των εισπράξεων της Γενικής Γραμματείας που υπερβαίνουν τον ετήσιο στόχο.
8. (πρώην 7) Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, νοείται ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος E2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 35 του νόμου 4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α/2013).
|
Υποπαράγραφος Ε.3: Τροποποίηση διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
Στο νόμο [Ν] 2960/2001 Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ΦΕΚ 265/Α/2001) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
1. α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 73, η περίπτωση ι)γ' αντικαθίσταται ως εξής:
Είδος
|
Κωδικός ΣΟ
|
Ποσό Φόρου (€)
|
Μονάδα Επιβολής
|
ι)γ) Υγραέρια (LPG) που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων
|
2711 12 11
έως και
2711 19 00
|
330
|
1.000 χιλιόγραμμα
|
β. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 78 αντικαθίστανται ως εξής:
{5. Για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) κινητήρων, της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73, το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά στη γεωργία, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) ορίζεται σε 66 € ανά χιλιόλιτρο. Κατά τη θέση σε ανάλωση του ως άνω προϊόντος, εφαρμόζεται ο συντελεστής Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73 και επιστρέφεται το ποσό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που υπολογίζεται με βάση τη διαφορά του συντελεστή της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73 και του ως άνω οριζόμενου συντελεστή των 66 € ανά χιλιόλιτρο.}
2. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 96 αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης των βιομηχανοποιημένων καπνών:
α) προκειμένου για τα τσιγάρα, αποτελείται από ένα πάγιο στοιχείο (πάγιος φόρος) που ορίζεται σε ποσό εκφρασμένο σε ευρώ ανά μονάδα προϊόντος και από ένα αναλογικό στοιχείο (αναλογικός φόρος) που ορίζεται σε ποσοστό επί της κατά μονάδα προϊόντος τιμής λιανικής πώλησης αυτών,
β) προκειμένου για το λεπτοκομμένο καπνό για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων και τα άλλα καπνά για κάπνισμα ορίζεται σε ποσό εκφρασμένο σε ευρώ ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους και
γ) προκειμένου για τα πούρα και τα πουράκια σε ποσοστό επί της κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησης αυτών.}
β. Το άρθρο 97 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 97: Βάση υπολογισμού και συντελεστές του φόρου
Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται στα βιομηχανοποιημένα καπνά υπολογίζεται ως εξής:
1. Στα τσιγάρα και τα προϊόντα που εξομοιώνονται με αυτά ο ειδικός φόρος κατανάλωσης διαρθρώνεται:
α) σε ένα πάγιο φόρο ο οποίος επιβάλλεται ανά μονάδα προϊόντος, το ποσό του οποίου είναι 80 ευρώ ανά 1.000 τεμάχια τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα) και είναι το ίδιο για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων, και
β) σε έναν αναλογικό φόρο, ο συντελεστής του οποίου είναι 20% και υπολογίζεται στην τιμή λιανικής πώλησης 1.000 τεμαχίων τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα) και είναι ο ίδιος για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων.
Το συνολικό ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που υπολογίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω περιπτώσεις α' και β' δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 115 ευρώ ανά 1.000 τεμάχια τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα).
2. Στα πούρα ή στα πουράκια ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται σε ποσοστό 34% επί της κατά χιλιόγραμμο τιμής λιανικής πώλησής τους.
3. Στο λεπτοκομμένο καπνό, ο οποίος προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων, ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται στα 153 ευρώ ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους.
4. Στα άλλα καπνά για κάπνισμα, ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται στα 153 ευρώ ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους.
5. Για τα τσιγάρα, τα πούρα και πουράκια που παράγονται κατόπιν ειδικής παραγγελίας και δεν προορίζονται για εμπορία, καθώς και τα όμοια προϊόντα που διατίθενται δωρεάν για σκοπούς έρευνας αγοράς, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, συσκευασμένα σε λευκά πακέτα χωρίς ενδείξεις και τιμή λιανικής πώλησης, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων της επιχείρησης που τα παράγει ή τα διαθέτει στην αγορά, εκτός αν έχει συμφωνηθεί μεγαλύτερη τιμή.
6. Για τα τσιγάρα, τα πούρα και πουράκια που αποτελούν αντικείμενο λαθρεμπορίας και δεν έχει καθοριστεί η τιμή λιανικής πώλησης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του παρόντα Κώδικα, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται, προκειμένου για τσιγάρα στη σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 8 και ισχύει κάθε φορά, προσαυξημένη κατά 10%, και για τα πούρα και τα πουράκια στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της χώρας.
7. Για τα τσιγάρα, τα πούρα και τα πουράκια που διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής και δεν έχει καθοριστεί η τιμή λιανικής πώλησης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του παρόντα Κώδικα, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται, για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του άρθρου 112, προκειμένου για τσιγάρα στη σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 8 και ισχύει κάθε φορά και για τα πούρα και τα πουράκια στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της χώρας.
8. Η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων υπολογίζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία φορολογίας που είναι γνωστά κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με αναγωγή στη συνολική αξία όλων των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση, βάσει της λιανικής τιμής πώλησης, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, διαιρούμενη δια της συνολικής ποσότητας των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση.
Η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών βάσει των δεδομένων που αφορούν τις συνολικές ποσότητες που τέθηκαν σε ανάλωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και η έναρξη εφαρμογής της ορίζεται μεταξύ 1ης και 31ης Ιανουαρίου κάθε έτους.}
γ. Το άρθρο 98 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 98: Βάση υπολογισμού του φόρου μικροποσοτήτων βιομηχανοποιημένων καπνών για ατομική χρήση
1. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) των βιομηχανοποιημένων καπνών που κατέχονται από ιδιώτες και εισάγονται από τρίτες χώρες, αποκλειστικά για ατομική χρήση του προσώπου που τα κατέχει, σε ποσότητα μεγαλύτερη από εκείνη που επιτρέπεται ατελώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 1.000 τεμάχια, προκειμένου για τσιγάρα ή 500 γραμμάρια μικτού βάρους, προκειμένου για τα λοιπά προϊόντα, υπολογίζεται για τα τσιγάρα και τα πούρα και πουράκια με βάση πλασματικές τιμές λιανικής πώλησης που καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
2. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται οι πλασματικές τιμές λιανικής πώλησης για τα τσιγάρα, τα πούρα και τα πουράκια που παραλαμβάνονται στο εσωτερικό της χώρας με ταχυδρομικά δέματα, για αποκλειστική χρήση των παραληπτών τους και σε ποσότητες μέχρι αυτές που αναγράφονται στην πρώτη παράγραφο.}
3. Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου Ε.3. αρχίζει από την κατάθεση του σχεδίου νόμου στη Βουλή.
Υποπαράγραφος Ε.4: Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
1. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (νόμος 2859/2000), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται, ως εξής:
{2. Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ' αποκοπή συντελεστή 6%, στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο, εκτός των αγροτών που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση - αίτηση επιστροφής.
Ειδικά για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων δικής τους παραγωγής που πραγματοποιούνται από αγρότες του παρόντος άρθρου από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή εξάγονται ή παραδίδονται σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιστροφή πραγματοποιείται με την εφαρμογή κατ' αποκοπή συντελεστή 3% στην αξία των εν λόγω πωλήσεων, όπως αυτή προκύπτει από το τηρούμενο βιβλίο εσόδων εξόδων.}
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις
της προηγούμενης περίπτωσης ισχύει για αιτήσεις επιστροφής που θα υποβληθούν από 01-01-2013 και μεταγενέστερα, καθώς και για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων που θα πραγματοποιηθούν υπό το κανονικό καθεστώς από 01-01-2013.
Υποπαράγραφος Ε.5: Τροποποίηση διατάξεων του νόμου 718/1977
1. Το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 718/1977 (ΦΕΚ 304/Α/1977) αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 1: Εκτελωνιστικές εργασίες - Τελωνειακός αντιπρόσωπος - Εξουσιοδότηση.
1. Εκτελωνιστικές εργασίες είναι οι κατά τις κείμενες διατάξεις και κανονισμούς απαιτούμενες πάσης φύσεως διατυπώσεις ενώπιον των Τελωνειακών Αρχών προκειμένου για την εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων. Στις εκτελωνιστικές εργασίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες για τη διακίνηση των υποκειμένων σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ) και Τέλους Ταξινόμησης κοινοτικών εμπορευμάτων, ως επίσης και οι διαδικασίες για την καταβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του Τέλους Ταξινόμησης.
Οι εκτελωνιστικές εργασίες μπορούν να διενεργούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εγκαταστημένα σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρκεί να διαθέτουν ενεργό ελληνικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου ή αριθμό καταχώρισης και αναγνώρισης οικονομικών φορέων EORI (Economic Operators' Registration and Identification System).
2. Κάθε πρόσωπο μπορεί να ορίσει τελωνειακό αντιπρόσωπο. Η εν λόγω αντιπροσώπευση μπορεί να είναι είτε άμεση, οπότε ο τελωνειακός αντιπρόσωπος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, είτε έμμεση, οπότε ο τελωνειακός αντιπρόσωπος ενεργεί στο δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.
Ο τελωνειακός αντιπρόσωπος πρέπει να είναι εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).
Κατά τις συναλλαγές του με τις τελωνειακές αρχές, ο τελωνειακός αντιπρόσωπος αναφέρει ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και διευκρινίζει ρητώς κατά πόσον η αντιπροσώπευση είναι άμεση ή έμμεση.
Το πρόσωπο που δεν δηλώνει ότι ενεργεί ως τελωνειακός αντιπρόσωπος ή που δηλώνει ότι ενεργεί ως τελωνειακός αντιπρόσωπος χωρίς να έχει σχετική έγγραφη εξουσιοδότηση, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα και για ίδιο λογαριασμό.
3. Οι τελωνειακές Αρχές μπορούν να ζητήσουν από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο δηλώνει ότι ενεργεί ως τελωνειακός αντιπρόσωπος, να παρουσιάσει έγγραφη εξουσιοδότηση του προσώπου που αντιπροσωπεύει.}
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Οι κατά κύριο επάγγελμα εκτελωνιστικές εργασίες ασκούνται ελεύθερα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του παρόντος.}
3. Το άρθρο 3 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Οι εκτελωνιστικές εργασίες ενεργούνται:
α. Προκειμένου για εμπορεύματα που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα από τον δικαιούχο αυτών αυτοπροσώπως ή από τρίτο πρόσωπο με εξουσιοδότηση.
β. Προκειμένου για εμπορεύματα που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, ημεδαπά ή αλλοδαπά, από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτών ή από τρίτο πρόσωπο με εξουσιοδότηση.
2. Κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου:
α. Φυσικά πρόσωπα που ενεργούν κατά κύριο επάγγελμα εκτελωνιστικές εργασίες νοούνται ως εκτελωνιστές. Οι εκτελωνιστές υποχρεούνται στην απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή.
β. Νομικά πρόσωπα που ενεργούν κατά κύρια δραστηριότητα εκτελωνιστικές εργασίες νοούνται ως εκτελωνιστικές επιχειρήσεις. Στις εκτελωνιστικές επιχειρήσεις υποχρεωτικά συμμετέχει ή απασχολείται με οποιαδήποτε σχέση απασχόλησης ένας τουλάχιστον εκτελωνιστής.
3. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν αποκλείουν κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων από τη διενέργεια με οποιαδήποτε συχνότητα εκτελωνιστικών εργασιών.}
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Τα πρόσωπα που ενεργούν εκτελωνιστικές εργασίες μπορούν να δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, σε μία ή περισσότερες Τελωνειακές Περιφέρειες της χώρας.
Για τις ανάγκες της άσκησης της εποπτείας και της πειθαρχικής εξουσίας κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί εκτελωνιστικές εργασίες εγγράφεται στο Μητρώο μόνον της Τελωνειακής Περιφέρειας, στην οποία εδρεύει. Η Επικράτεια διαιρείται στις ακόλουθες Τελωνειακές Περιφέρειες:
α. Τελωνειακή Περιφέρεια Πειραιώς που έχει έδρα τον Πειραιά, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής και περιλαμβάνει την Περιφέρεια Αττικής, τις Περιφερειακές Ενότητες (ΠΕ) Αργολίδας και Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου, τις Περιφερειακές Ενότητες Βοιωτίας, Ευβοίας και Φθιώτιδας της Περιφέρειας Κεντρικής Ελλάδος και τις Περιφερειακές Ενότητες Άνδρου, Θήρας, Κέας - Κύθνου, Μήλου, Μυκόνου, Νάξου, Πάρου, Σύρου και Τήνου (τέως Νομό Κυκλάδων) της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
β. Τελωνειακή Περιφέρεια Θεσσαλονίκης που έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη, στη Διεύθυνση Τελωνείων Θεσσαλονίκης και περιλαμβάνει τη Μητροπολιτική Ενότητα Θεσσαλονίκης, τις Περιφερειακές Ενότητες Ημαθίας, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας, Σερρών και Χαλκιδικής της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και τις Περιφερειακές Ενότητες Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας.
γ. Τελωνειακή Περιφέρεια Πατρών που έχει έδρα την Πάτρα, στη Διεύθυνση Τελωνείου Πατρών και περιλαμβάνει όλες τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, τις Περιφερειακές Ενότητες Φωκίδας και Ευρυτανίας, τις Περιφερειακές Ενότητες Ζακύνθου, Ιθάκης, Κεφαλληνίας και Λευκάδας της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
δ. Τελωνειακή Περιφέρεια Βόλου που έχει έδρα το Βόλο, στη Διεύθυνση Τελωνείου Βόλου και περιλαμβάνει όλες τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Θεσσαλίας.
ε. Τελωνειακή Περιφέρεια Καλαμάτας που έχει έδρα την Καλαμάτα, στη Διεύθυνση Τελωνείου Καλαμάτας και περιλαμβάνει τις Περιφερειακές Ενότητες Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
στ. Τελωνειακή Περιφέρεια Καβάλας που έχει έδρα την Καβάλα, στη Διεύθυνση Τελωνείου Καβάλας και περιλαμβάνει τις Περιφερειακές Ενότητες Δράμας Καβάλας και Ξάνθης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης.
ζ. Τελωνειακή Περιφέρεια Αλεξανδρούπολης που έχει έδρα την Αλεξανδρούπολη, στη Διεύθυνση Τελωνείου Αλεξανδρούπολης και περιλαμβάνει τις Περιφερειακές Ενότητες Έβρου και Ροδόπης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης.
η. Τελωνειακή Περιφέρεια Ηρακλείου που έχει έδρα το Ηράκλειο Κρήτης, στη Διεύθυνση Τελωνείου Ηρακλείου και περιλαμβάνει όλες τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Κρήτης.
θ. Τελωνειακή Περιφέρεια Κέρκυρας που έχει έδρα την Πόλη της Κέρκυρας, στη Διεύθυνση Τελωνείου Κέρκυρας και περιλαμβάνει την Περιφερειακή Ενότητα Κέρκυρας της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων και όλες τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Ηπείρου.
ι. Τελωνειακή Περιφέρεια Ρόδου που έχει έδρα την Πόλη της Ρόδου, στη Διεύθυνση Τελωνείου Ρόδου και περιλαμβάνει τις Περιφερειακές Ενότητες Καλύμνου, Καρπάθου, Κω και Ρόδου (τέως Νομό Δωδεκανήσου) της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
ι)α. Τελωνειακή Περιφέρεια Μυτιλήνης που έχει έδρα τη Μυτιλήνη, στη Διεύθυνση Τελωνείου Μυτιλήνης και περιλαμβάνει όλες τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται ο αριθμός των ανωτέρω Τελωνειακών Περιφερειών ή να μεταβάλλονται τα όρια ή η έδρα τούτων, όπως και να καθορίζεται κάθε σχετικό ζήτημα, κάθε διαδικαστικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Ο εκάστοτε επικαιροποιημένος κατάλογος των εκτελωνιστών που εδρεύουν σε κάθε Τελωνειακή Περιφέρεια με πλήρη τα στοιχεία επικοινωνίας τους αναρτάται στο δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών. Την ευθύνη παροχής στο Υπουργείο των ορθών στοιχείων των εκτελωνιστών έχει κάθε Τελωνειακή Περιφέρεια.}
5. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
6. Το άρθρο 7 του νόμου [Ν] 718/1977 τροποποιείται ως εξής:
α. Ο τίτλος του άρθρου 7 αντικαθίσταται με τον τίτλο Προσόντα - Διαγωνισμός για την απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή.
β. Η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{α) Να είναι Έλληνες πολίτες ή πολίτες άλλου κράτους - μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).}
γ. Οι περιπτώσεις, γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
δ. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 718/1977 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
{Η συνδρομή των ανωτέρω υπό ε', στ' και ζ' προϋποθέσεων βεβαιώνεται με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του νόμου 1599/1986 του ενδιαφερομένου.}
ε. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργείται.
7. Το άρθρο 8 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 8: Διαγωνισμός - Απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή
1. Ο διαγωνισμός για την απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή διενεργείται κάθε έτος, σε κάθε Τελωνειακή Περιφέρεια, χωρίς κανέναν περιορισμό στον αριθμό των αιτούντων συμμετοχή στο διαγωνισμό. Η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύεται, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, τουλάχιστον 60 ημέρες πριν από την διεξαγωγή του.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται εντός εξαμήνου από την δημοσίευση του παρόντος και υπό την επιφύλαξη τήρησης των διατάξεων του νόμου 3919/2011 καθορίζονται:
α) ο χρόνος, ο τόπος, ο τρόπος και τα όργανα διενέργειας των διαγωνισμών και εκδόσεων των αποτελεσμάτων,
β) τα υποβλητέα δικαιολογητικά και ο χρόνος υποβολής αυτών,
γ) το ποσό των καταβλητέων εξέταστρων και ο τρόπος κατανομής αυτών,
δ) τα εξεταστέα μαθήματα, η εξεταστέα ύλη και ο τρόπος επιλογής των θεμάτων,
ε) ο τύπος, ο τρόπος και ο χρόνος χορήγησης των πτυχίων και
στ) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.}
8. Το άρθρο 9 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 9: Απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή
Οι επιτυχόντες στον κατά το άρθρο 8 του παρόντος διαγωνισμού λαμβάνουν επίσημη πιστοποίηση επάρκειας για την κατά κύριο επάγγελμα διενέργεια εκτελωνιστικών εργασιών σε όλες τις Τελωνειακές Περιφέρειες της χώρας.}
9. α. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίστανται ως εξής:
{2. Οι εκτελωνιστές κατά την εκτέλεση των εκτελωνιστικών εργασιών εκπροσωπούν τον εντολέα αυτών ενώπιον των τελωνειακών αρχών, με άμεση ή έμμεση αντιπροσώπευση.
3. Όλα τα συντασσόμενα από τον εκτελωνιστή τελωνειακά έγγραφα πρέπει απαραιτήτως, πέραν της υπογραφής του, να φέρουν και σφραγίδα που θα αναγράφει το ονοματεπώνυμο αυτού, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του, τα στοιχεία επικοινωνίας αυτού (τουλάχιστον διεύθυνση κατοικίας ή έδρας, αριθμό τηλεφώνου και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), καθώς και την επωνυμία της εταιρείας στην περίπτωση που μετέχει σε τέτοια.}
β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργείται.
10. α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 718/1977 τροποποιείται ως εξής:
{Ο εκτελωνιστής αποδέχεται με την υπογραφή του την εντολή εκτελωνισμού πριν την κατάθεσή της στην οικεία Τελωνειακή Αρχή.}
β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργείται.
11. α. Ο τίτλος του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 718/1977, αντικαθίσταται μέχρι άνω και κάτω στιγμής (:) ως εξής: Ευθύνη έναντι του Δημοσίου.
β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται μέχρι άνω και κάτω στιγμής ως εξής:
{Τα πρόσωπα που διενεργούν εκτελωνιστικές εργασίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 και 3 είναι εις ολόκληρον υπόχρεοι μετά του δικαιούχου του εμπορεύματος έναντι του Δημοσίου, ως ακολούθως:.....}
γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{Η προς καταβολή υποχρέωση των προσώπων που διενεργούν εκτελωνιστικές εργασίες κατά την προηγούμενη παράγραφο υφίσταται εφόσον οι καταλογιστικές πράξεις κοινοποιήθηκαν εντός τεσσάρων ετών από της αρχικής χρεώσεως και επί πλέον η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε σε αυτούς κατά τον ίδιο χρόνο με την προς τους εντολείς αυτών, η δε εξόφληση από τους εντολείς δεν συντελέσθηκε εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση.}
12. Οι περιπτώσεις α', δ', ε', στ', ζ', θ', ι)δ, ι)ε', ι)στ', ι)η,' κ', κ)α', κ)γ' της παραγράφου 1 και οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
13. α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Την επί των εκτελωνιστών πειθαρχική εξουσία ασκεί ο υπουργός Οικονομικών μέσω του κατά το άρθρο 20 Πειθαρχικού Συμβουλίου Εκτελωνιστών.}
β. Η παρ. 3 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{3. Η πειθαρχική δίωξη εκτελωνιστή ασκείται αυτεπαγγέλτως ή με εντολή του Υπουργού Οικονομικών ή κατόπιν έγγραφης αναφοράς ή καταγγελίας των Επιθεωρητών Τελωνείων και των Προϊσταμένων των Τελωνειακών Περιφερειών και των τελωνειακών Αρχών, καθώς και κάθε τελωνειακού υπαλλήλου ή άλλης Δημόσιας Αρχής ή κατόπιν αίτησης του κυρίου του εμπορεύματος και κάθε ιδιώτη που έχει έννομο συμφέρον.}
γ. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{4. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται είναι: α) πρόστιμο μέχρι 50.000,00 ευρώ, β) προσωρινή ανάκληση της πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή για χρονικό διάστημα μέχρι 4 έτη και γ) οριστική ανάκληση της πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή.}
δ. Η παράγραφος 10 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{10. Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα βεβαιώνονται και εισπράττονται ως έσοδα του Δημοσίου κατά τον Κώδικα περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).}
ε. Οι παράγραφοι 5, 6, 7, 8, 9, 11 και 12 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
14. α. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{α. Για διάπραξη ποινικώς κολάσιμου αδικήματος που ανάγεται στην εκτέλεση του επαγγέλματος του εκτελωνιστή ή λόγω αυτής.}
β. Η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργείται.
15. Στο τέλος της παραγράφου 10 του άρθρου 20 του νόμου [Ν] 718/1977 προστίθεται παράγραφος 11 που έχει ως εξής:
{11. Για τη συμμετοχή των μελών στο Συμβούλιο δεν προβλέπεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση.}
16. α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Προς εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, οι εκτελωνιστές υποχρεούνται να υποβάλουν στην οικεία τους Τελωνειακή Περιφέρεια, εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 ότι δεν καταδικάσθηκαν, ούτε έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο δικαστηρίου για αδικήματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και ότι εξακολουθούν να συγκεντρώνουν όλα τα προσόντα που προβλέπονται από το άρθρο 7.}
β. Η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του νόμου [Ν] 718/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
{3. Όσοι εκτελωνιστές δεν υποβάλλουν εντός της τασσόμενης προθεσμίας την υπεύθυνη δήλωση, με απόφαση στερούνται αυτοδικαίως και προσωρινώς το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του εκτελωνιστή μέχρι την προσκόμισή της αρμοδίως στην οικεία τους Τελωνειακή Περιφέρεια.}
γ. Οι παράγραφοι 4 έως και 8 του άρθρου 21 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
17. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του νόμου [Ν] 718/1977 τροποποιείται ως εξής:
α. Όπου στο νόμο [Ν] 718/1977 αναφέρεται ο όρος Άδεια Ασκήσεως επαγγέλματος εκτελωνιστή ή Πτυχίο αυτός αντικαθίσταται με τον όρο Πιστοποίηση επάρκειας εκτελωνιστή και όπου αναφέρεται ο όρος Επιτροπή, αυτός αντικαθίσταται με τον όρο Τελωνειακή Περιφέρεια.
β. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του νόμου [Ν] 718/1977 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
{3. Η αρμοδιότητα για την οριστική διεκπεραίωση πειθαρχικών υποθέσεων εκτελωνιστών που εκκρεμούν στις Επιτροπές του άρθρου 18 που καταργούνται, περιέρχεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών.}
18. Τα άρθρα 4, 15, 18, 19, 22, 23, 24, 25, 27, 28, 29, 30 και 31 του νόμου [Ν] 718/1977 καταργούνται.
Υποπαράγραφος E.6: Ρυθμίσεις για το επάγγελμα του ορκωτού εκτιμητή
1. Ως Ορκωτός Εκτιμητής μπορεί να οριστεί οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει την ιθαγένεια ή την έδρα του αντίστοιχα σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αριθμός των ορκωτών εκτιμητών και των βοηθών ορκωτών εκτιμητών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια είναι απεριόριστος. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 279/1979 (ΦΕΚ 81/Α/1979) και η περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 140/1990 (ΦΕΚ 55/Α/1990), το οποίο αντικατέστησε τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 279/1979 (ΦΕΚ 81/Α/1979), καταργούνται.
2. Ο καθορισμός της αμοιβής για την παροχή εκτιμητικών υπηρεσιών γίνεται ελεύθερα με κοινή συμφωνία των μερών. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 279/1979 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 140/1990 και η περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 279/1979, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 140/1990, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του νόμου [Ν] 820/1978 (ΦΕΚ 174/Α/1978), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 979/1979 (ΦΕΚ 234/Α/1979), καθώς και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη, απόφαση ή πράξη περιέχει ρυθμίσεις αντίθετες προς τα ανωτέρω, καταργούνται. Επίσης, καταργείται η παράγραφος 6 του άρθρου 39 του νόμου [Ν] 1041/1980 (ΦΕΚ 75/Α/1980) που προβλέπει την απαλλαγή του Δημοσίου από την καταβολή δαπάνης εκτιμήσεως.
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 39 του νόμου [Ν] 1041/1980 (ΦΕΚ 75/Α/1980), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και το άρθρο 4 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 140/1990 (ΦΕΚ 55/Α/1990) καταργούνται, κατά το μέρος που στις διατάξεις αυτές προβλέπεται εκτίμηση αποκλειστικά από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών. Επίσης, καταργείται οποιαδήποτε άλλη διάταξη, απόφαση ή πράξη κατά το μέρος που προβλέπει την παροχή συγκεκριμένης εκτιμητικής υπηρεσίας υποχρεωτικά από μέλος του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών ή από ομάδα ή επιτροπή στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά μέλος του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.
Υποπαράγραφος Ε.7: Ρυθμίσεις σχετικά με την καταβολή τελών κυκλοφορίας, τον έλεγχο οφειλών από τέλη κυκλοφορίας και κατά την μεταβίβαση αυτοκινήτων οχημάτων
1. Η είσπραξη των τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995) Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις.
Τα τέλη κυκλοφορίας εισπράττονται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους εκείνου στο οποίο αφορούν. Εξαιρετικά για το πρώτο έτος εφαρμογής η καταβολή των τελών κυκλοφορίας θα αρχίσει την 15η Νοεμβρίου 2012.
Οι κάτοχοι των αυτοκινήτων οχημάτων είναι υπόχρεοι στην καταβολή των τελών κυκλοφορίας, που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση αυτών.
Ειδικά για τα οχήματα που τίθενται για πρώτη φορά σε κυκλοφορία, τα τέλη κυκλοφορίας καταβάλλονται πριν από τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας.
Σε περίπτωση αλλαγής των χαρακτηριστικών οποιουδήποτε οχήματος, βάσει της οποίας μεταβάλλεται το ύψος των τελών κυκλοφορίας, τα νέα τέλη οφείλονται από το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής, μη καταβολής ή καταβολής μειωμένων τελών κυκλοφορίας, με υπαιτιότητα του φορολογουμένου, καταβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο ίσο με τα τέλη κυκλοφορίας. Το πρόστιμο αυτό μειώνεται στο ήμισυ των τελών κυκλοφορίας, προκειμένου για οχήματα των περιπτώσεων Α.γ, Α.δ, Β.α, Β.β, Β.γ και Β.δ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του νόμου 2948/2001 (ΦΕΚ 242/Α/2001), όπως ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, το πρόστιμο για μη καταβολή τελών κυκλοφορίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 30,00 ευρώ.
Ο τρόπος, η διαδικασία, τα αρμόδια για την είσπραξη όργανα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με την καταβολή των τελών κυκλοφορίας και των τυχόν κατά περίπτωση οφειλομένων προστίμων και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με όμοια απόφαση είναι δυνατόν να παρατείνεται η προβλεπόμενη στην παρούσα περίπτωση προθεσμία καταβολής των τελών κυκλοφορίας καθώς και η προθεσμία για τη θέση των οχημάτων σε ακινησία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 23 του νόμου 4110/2013 (ΦΕΚ 17/Α/2013).
|
2. Για τα ποσά των τελών κυκλοφορίας που δεν έχουν καταβληθεί έως την καταληκτική προθεσμία πληρωμής τους, καθώς και για τα τυχόν οφειλόμενα πρόστιμα, δημιουργούνται χρηματικοί κατάλογοι από την Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων για λογαριασμό των αρμοδίων Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών ή από τις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, κατά περίπτωση.
Αρμόδιος για τη βεβαίωση των οφειλομένων τελών κυκλοφορίας και προστίμων είναι ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που, κατά το χρόνο βεβαίωσης αυτών, είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του κατόχου του οχήματος.
Τα οφειλόμενα ποσά τελών κυκλοφορίας του τρέχοντος κάθε φορά έτους, καθώς και τα αντίστοιχα πρόστιμα βεβαιώνονται εφάπαξ.
Για την είσπραξη ή τη βεβαίωση των κατά περίπτωση οφειλομένων προστίμων, δεν απαιτείται η έκδοση απόφασης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος βεβαίωσης και καταβολής των οφειλομένων τελών κυκλοφορίας και προστίμων και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης.
3. Τα όργανα της Αστυνομικής Αρχής προβαίνουν σε έλεγχο των οφειλομένων τελών κυκλοφορίας, μέσω εφαρμογών διαλειτουργικότητας με τα συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Στις περιπτώσεις οφειλής τελών κυκλοφορίας αφαιρούνται οι πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου οχήματος με πράξη της Αστυνομικής Αρχής, από την οποία επιστρέφονται μόνο εάν ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει το αποδεικτικό καταβολής των τελών κυκλοφορίας, καθώς και του οφειλομένου, κατά περίπτωση, προστίμου ή αποδεικτικό στοιχείο περί μη οφειλής τελών κυκλοφορίας.
Εφόσον τα αφαιρεθέντα στοιχεία κυκλοφορίας δεν έχουν παραληφθεί από τους ενδιαφερομένους, μετά την παρέλευση εξαμήνου, αποστέλλονται από την αστυνομική αρχή στις αρμόδιες Υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας με σχετική ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Οι Υπηρεσίες αυτές δεν επιστρέφουν τα στοιχεία κυκλοφορίας, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει τα προσδιοριζόμενα στο πρώτο εδάφιο αποδεικτικά στοιχεία.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη μπορεί να καθορίζονται το ποσοστό επί του εισπραττομένου, κατά περίπτωση, προστίμου, λόγω μη καταβολής τελών κυκλοφορίας, το οποίο αποδίδεται στα Ασφαλιστικά Ταμεία των αστυνομικών, ο τρόπος απόδοσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τον τρόπο αφαίρεσης και επιστροφής των στοιχείων κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων.
Επίσης, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, δύναται με έγγραφό του να ζητά να αφαιρούνται με πράξη των Αστυνομικών Αρχών, οι πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου οχήματος, σε περίπτωση κυκλοφορίας αυτοκινήτου οχήματος για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί τα οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας.
4. Το ποσό των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων που καταβάλλεται όπως ορίζεται με τις ισχύουσες περί τελών κυκλοφορίας διατάξεις αποτελεί στο σύνολό του έσοδο του Δημοσίου.
5. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992 (ΦΕΚ 181/Α/1992), όπως ισχύει με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του νόμου 2214/1994 (ΦΕΚ 75/Α/1994) αντικαθίσταται ως εξής:
{Η ακινησία δεν αίρεται εάν ο κάτοχος του οχήματος δεν καταβάλλει τα τέλη κυκλοφορίας του έτους κατά το οποίο γίνεται η άρση.}
6. α. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου αφορούν στα τέλη κυκλοφορίας έτους 2013 και επομένων.
β. Καταργούνται για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2013 και επομένων:
(i) οι διατάξεις της παραγράφου 1 εδάφιο πέμπτο του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992, όπως ισχύει με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του νόμου 2214/1994 (ΦΕΚ 75/Α/1994),
(ii) οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992 (ΦΕΚ 181/Α/1992) όπως αντικαταστάθηκαν από την παράγραφο 2 του άρθρου 40 του νόμου 2214/1994 και στη συνέχεια από την παράγραφο 1 του άρθρου 115 του νόμου 2362/1995, οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992 όπως ισχύουν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 40 του νόμου 2214/1994 και τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 2753/1999 (ΦΕΚ 249/Α/1999),
(iii) οι διατάξεις της παραγράφου 6 εδάφιο τρίτο του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992, όπως ισχύει,
(iv) οι διατάξεις της παραγράφου 6 εδάφιο πέμπτο του άρθρου 36 του νόμου 2093/1992, όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 7 του νόμου 2275/1994 (ΦΕΚ 238/Α/1994),
(v) οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του νόμου 2873/2000 (ΦΕΚ 285/Α/2000), όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 31 του νόμου 3697/2008 (ΦΕΚ 194/Α/2008),
(vi) οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 20 του νόμου 2948/2001 (ΦΕΚ 242/Α/2001),
(vii) οι διατάξεις του άρθρου 7, του άρθρου 9 παράγραφος 2 εδάφιο τρίτο και του άρθρου 12 παράγραφος 1, παράγραφος 2 περίπτωση α και παράγραφος 3 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997),
(viii) οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του νόμου 3052/2002 (ΦΕΚ 221/Α/2002) και
(ix) οι διατάξεις των παραγράφων 1, περίπτωση Ζ και 5 του άρθρου 35 του νόμου 3986/2011 (ΦΕΚ 152/Α/2011),
(x) Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 35 του νόμου 3986/2011.
γ. Καταργείται για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2013 και επόμενων κάθε αναφορά διάταξης νόμου στο ειδικό σήμα τελών κυκλοφορίας. Όπου αναγράφεται η φράση προμήθεια ειδικού σήματος τελών κυκλοφορίας, αυτή αντικαθίσταται από τη φράση καταβολή τελών κυκλοφορίας.
7. α. Δεν επέρχεται μεταβίβαση της κυριότητας αυτοκινήτου οχήματος, εάν δεν καταβληθούν προηγουμένως τα τέλη κυκλοφορίας του έτους εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η μεταβίβαση και τα τέλη κυκλοφορίας προηγουμένων ετών, τα οποία τυχόν οφείλονται για το χρόνο που το όχημα βρισκόταν στην κατοχή του μεταβιβάζοντος, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις προστίμων.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ορίζεται ο τρόπος ελέγχου και η διαδικασία καταβολής των τυχόν οφειλόμενων τελών κυκλοφορίας και προστίμων τρέχοντος και παρελθόντων ετών, κατά τη μεταβίβαση αυτοκινήτων οχημάτων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων υποπεριπτώσεων.
γ. Καταργείται η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του νόμου 2523/1997, καθώς και η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 της υπ' αριθμόν 1012568/120Β/Τ.&Ε.Φ./2004 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ 365/Β/2004), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 27 του νόμου 3220/2004, κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση των Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών για βεβαίωση καταβολής τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων κατά τη μεταβίβαση αυτών.
δ. Η ισχύς των διατάξεων της περίπτωσης 7 αρχίζει την 01-01-2013.
8. α. Στο τέλος της περίπτωσης Α εδάφιο (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του νόμου 2948/2001 (ΦΕΚ 242/Α/2001), όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις:
{Ασθενοφόρα και νεκροφόρες: 300,00 ευρώ}
β. Καταργείται η περίπτωση Β. εδάφιο (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του νόμου 2948/2001, όπως ισχύει.
γ. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης 8 ισχύουν για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2013 και επόμενων ετών.
9. Το εισιτήριο για την είσοδο στο χώρο των μηχανημάτων ή των τραπεζιών των επιχειρήσεων καζίνο της χώρας, ορίζεται ενιαία, στο ποσό των 6 €.
Από τη συνολική αξία του εισιτηρίου παρακρατείται ποσοστό 20% από την επιχείρηση - καζίνο, ως δικαίωμα διάθεσης και κάλυψης δαπανών, στο οποίο εμπεριέχεται και ο αναλογών Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, το υπόλοιπο δε ποσό αποτελεί το δικαίωμα του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ανακαθορίζεται η τιμή εισιτηρίου, το ποσοστό που θα αποδίδεται στο Δημόσιο, καθώς και κάθε διαδικαστικό θέμα ή λεπτομέρεια εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων.
10. Από την έναρξη ισχύος του νόμου καταργούνται:
α)α. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του νόμου 2206/1994 (ΦΕΚ 62/Α/1994) και της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου 3139/2003 (ΦΕΚ 100/Α/2003).
β)β. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου 3139/2003 διαγράφονται οι λέξεις και το εισιτήριο στο καζίνο.
γ)γ. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή διοικητική κανονιστική πράξη που έχει εκδοθεί και ορίζει την τιμή του εισιτηρίου εισόδου σε οποιοδήποτε καζίνο, σε άλλο ποσό.
γ. Η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα μικτά κέρδη παιγνίων, που καθορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 2 του νόμου 2206/1994, στις περιπτώσεις ε' της παραγράφου 1 και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου 3139/2003, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν για κάθε μία από τις λειτουργούσες επιχειρήσεις καζίνο της χώρας, αυξάνεται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες.