Νόμος 2166/93 - Άρθρο 27

Άρθρο 27: Οργανωτικά θέματα


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η προβλεπόμενη από την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 1400/1983 (ΦΕΚ 158/Α/1983) υπεύθυνη δήλωση περιουσιακής καταστάσεως των προϊσταμένων Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών υποβάλλεται και σε οποιαδήποτε περίπτωση ζητηθεί από τον Υπουργό Οικονομικών.

 

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής, το περιεχόμενο και η μορφή της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και τα όργανα ελέγχου αυτής.

 

2. Στο άρθρο 2 του νόμου [Ν] 2085/1992 προστίθενται οι παράγραφοι με αριθμό 17, 18 και 19:

 

{17. Στους υπαλλήλους που κατετάγησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, στο βαθμό του εισηγητή Α', όταν προαχθούν στο βαθμό του Τμηματάρχη Α', αναγνωρίζεται ως πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας στο βαθμό του Τμηματάρχη Α' χρόνος ίσος με τη διαφορά που προκύπτει, εάν αφαιρεθεί από το συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με τα προσόντα της κατηγορίας τους, ο χρόνος που απαιτείται για την προαγωγή μέχρι το βαθμό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 4.

 

Ο κατά τα ανωτέρω πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη και για την αναμόρφωση των πινάκων προακτέων στο βαθμό του διευθυντή Β' έτους 1993, προκειμένου να καλυφθούν οι μετά την 31-08-1993 θέσεις που κενώνονται βαθμού διευθυντή.

 

18. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον μετά τη διενέργεια των προαγωγών του έτους 1993 παραμένουν κενές θέσεις διευθυντών, ισχύουν και για τους:

 

α) Υπάλληλοι που μονιμοποιήθηκαν μετά την 01-04-1986 των νοσοκομείων που υπήχθησαν στις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2592/1953 και τους υπαλλήλους των ιδίων νοσοκομείων, που μετετάγησαν σε δημόσια νοσοκομεία ή άλλα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και

 

β) Υπαλλήλους των Οργανισμών Κεντρικής Αγοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

 

Για την εφαρμογή της διατάξεως του ανωτέρω εδαφίου καταρτίζονται συμπληρωματικοί πίνακες προακτέων έτους 1993.

 

19. Από τις προβλεπόμενες θέσεις διευθυντών της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης δύναται να καλύπτεται ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) κάθε κλάδου από υπαλλήλους αντίστοιχων κλάδων κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό του Τμηματάρχη Α'. Η αντιστοιχία των κλάδων καθορίζεται με απόφαση του οικείου υπουργού ή του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.

 

Ο αριθμός των θέσεων διευθυντών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης που μπορεί να καλυφθεί από υπαλλήλους κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερος του αριθμού των θέσεων διευθυντών των αντίστοιχων κλάδων κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.

 

Το υπηρεσιακό συμβούλιο καταρτίζει τους πίνακες προακτέων κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο βαθμό του Διευθυντή Β', σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 5 του παρόντος νόμου για τόσους υπαλλήλους όσοι αναλογούν στο, κατά τα ανωτέρω εδάφια, καθοριζόμενο ποσοστό.

 

Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο κριθέντες προακτέοι υπάλληλοι κατηγορίας δε εγγράφονται στους πίνακες προακτέων αντίστοιχων κλάδων της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης για το βαθμό του Διευθυντή Β'. Η κατά τα άνω εγγραφή στους πίνακες ως και η σειρά εγγραφής σ' αυτούς καθορίζεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο κατά συνεκτίμηση των στοιχείων κρίσεως του άρθρου 3 του παρόντος νόμου. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους γίνει μέχρι την αναμόρφωση των πινάκων προακτέων δεν θίγονται.

 

Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εσωτερικών ή Δικαιοσύνης αντίστοιχα, δύναται να επεκτείνονται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου και στους υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων και των γραμματειών των δικαστηρίων και εισαγγελιών. Με τα ίδια προεδρικά διατάγματα μπορεί να γίνεται προσαρμογή των επεκτεινομένων διατάξεων προς το νομικό καθεστώς, που διέπει τους ανωτέρω υπαλλήλους.}

 

3. Οι θέσεις α) των βαθμών δόκιμου Γραφείου έως και Εισηγητή Α' της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, β) των βαθμών δόκιμου Γραμματέα έως και Εισηγητή Α' των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης καθίστανται αυτοδικαίως οργανικώς ενιαίες. Το άρθρο 183 του Υπαλληλικού Κώδικα (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 611/1977), όπως ισχύει μέχρι την κατάργησή του με το νόμο [Ν] 1586/1986, επαναφέρεται σε ισχύ. Όπου στο επαναφερόμενο σε ισχύ άρθρο αναφέρεται ο 5ος, 6ος και 8ος βαθμός, νοείται εφεξής, αντιστοίχως, ο βαθμός του Τμηματάρχη Β', του Εισηγητή Α' και του Βοηθού Υπαλλήλου Α'.

 

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του νόμου 2116/1993 (ΦΕΚ 18/Α/1993) δεν εφαρμόζονται για τους υπαλλήλους φορέων του τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη, που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή έχει ληφθεί απόφαση ιδιωτικοποίησης τους ή έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση ή δεν είναι βιώσιμοι, καθώς και εκείνων που ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων.

 

5. Στους μετατασσομένους με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του νόμου 2116/1993 εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 7 και των δύο (2) πρώτων εδαφίων της παραγράφου 9 του άρθρου 20 του νόμου [Ν] 1735/1987, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 2042/1992 (ΦΕΚ 75/Α/1992) για τους μεταφερομένους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 14, 16 και 17 του άρθρου 20 του νόμου [Ν] 1735/1987.

 

6. Η αναφερόμενη στη διάταξη του άρθρου 30 του νόμου 2093/1992 (ΦΕΚ 181/Α/1992) αποκλειστική προθεσμία παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι 31-12-1993.

 

7. Επί των βεβαιωμένων κατά την 31-12-1992 και κάθε επόμενου έτους οφειλών προς είσπραξη, αποδίδεται με προκαταβολές στους φοροτεχνικούς υπαλλήλους και στους λοιπούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις φοροτεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και τους υπαλλήλους ΚΕΠΥΟ ποσοστό επί των εισπράξεων των οφειλομένων, προς αντιμετώπιση ειδικών δαπανών της υπηρεσίας αυτής.

 

Το ποσοστό αυτό ορίζεται για κάθε ημερολογιακό έτος αρχής γενομένης από το 1993 σε 3% για ποσό εισπράξεων μέχρι 200.000.000.000 δραχμές και σε ποσοστό 10% για εισπράξεις πάνω από το ποσό αυτό.

 

Το προϊόν του ποσοστού αυτού θα κατατίθεται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που θα ανοιχθεί σε οποιαδήποτε από τις λειτουργούσες στην Ελλάδα αναγνωρισμένες τράπεζες.

 

Εάν τα ετήσια φορολογικά έσοδα υπερβούν τα προϋπολογιζόμενα τοιαύτα θα κατατίθεται επίσης ποσοστό 5‰ υπολογιζόμενο επί της διαφοράς προϋπολογισθέντων και πραγματοποιηθέντων εσόδων.

 

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια υπολογισμού και διανομής του ποσού στους δικαιούχους και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 2227/1994 (ΦΕΚ 129/Α/1994) και με την παράγραφο 3 του άρθρου 37 του νόμου 2937/2001 (ΦΕΚ 169/Α/2001).

 

8. Το άρθρο 13 του νόμου 973/1979 και οι αντικαταστάσεις των παραγράφων αυτού 1 και 2 από το άρθρο 9 παράγραφος 13 του νόμου [Ν] 1160/1981 καταργούνται και αντικαθίσταται ως εξής:

 

{1. Η Εταιρία διοικείται από επταμελές Συμβούλιο συγκροτούμενα με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση ορίζονται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος αυτού. Χρέη γραμματέως εκτελεί υπάλληλος της Εταιρίας οριζόμενος από το Διοικητικό Συμβούλιο.

 

2. Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τετραετής και δύναται να ανανεώνεται. Σε περίπτωση κενώσεως θέσεως των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου προ της λήξεως της θητείας του για οποιονδήποτε λόγο γίνεται μέσα σε τρεις μήνες αντικατάσταση του για τον υπόλοιπο χρόνο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται η λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου, εφόσον ο εναπομένων αριθμός των συμβούλων επαρκεί για την ύπαρξη απαρτίας.

 

3. Στον πρόεδρο τα μέλη, τον εισηγητή και το γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου καταβάλλεται αποζημίωση καθοριζόμενη με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ανακριβών στοιχείων, με κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών, μπορεί να περικόπτεται η κρατική επιχορήγηση, η να μη χορηγείται εγγύηση Ελληνικού Δημοσίου και σε βάρος των υπευθύνων επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 12 του άρθρου 38 του νόμου 2065/1992.

 

4. O υπουργός οικονομικών εφόσον παρίσταται στις Συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προεδρεύει.

 

5. Η θητεία του υφιστάμενου συμβουλίου λήγει με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.}

 

9. Καταργήθηκε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 9 καταργήθηκε με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου 2372/1996 (ΦΕΚ 29/Α/1996).

 

10. Για τα στελέχη της Διεύθυνσης Σχέσεων σε Ευρωπαϊκές Κοινότητες συνιστώνται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας δέκα (10) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Προσόντα διορισμού στις θέσεις αυτές ορίζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 26 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 194/1988 (ΦΕΚ 84/Α/1988), όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η πλήρωση των θέσεων του ειδικού επιστημονικού προσωπικού γίνεται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Με αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη η αμοιβή του ανωτέρω ειδικού επιστημονικού προσωπικού.

 

11. Συνιστάται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Γενική Διεύθυνση Συντονισμού Υπηρεσιών Εξωτερικού (Γραφεία Συμβούλων και Ακολούθων Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων) και αντίστοιχη θέση Γενικού Διευθυντή, πέραν των Συσταθεισών με το άρθρο 78 του νόμου 1892/1990. Η οργανωτική διάρθρωση, οι θέσεις και οι αρμοδιότητες της ανωτέρω Γενικής Διεύθυνσης καθορίζονται με απόφαση κανονιστικού περιεχομένου των Υπουργών προεδρίας της κυβέρνησης εθνικής οικονομίας και Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

 

12. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του νόμου 1682/1987 (ΦΕΚ 14/Α/1987) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

{Οι συμβάσεις των ειδικών ερευνητών και επιστημόνων συνεργατών παρατείνονται εκάστοτε αυτοδικαίως για ισόχρονο διάστημα, εφόσον δεν υπάρχει σχετική περί του αντιθέτου εισήγηση του προέδρου του ΣΟΕ, διαπιστωμένη αρμοδίως τουλάχιστον έξι μήνες πριν το τέλος της εκάστοτε τριετούς περιόδου.}

 

13. Η αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών για την άσκηση ένδικων μέσων ενώπιον παντός δικαστηρίου δύναται να μεταβιβάζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 1558/1985. Τυχόν μεταβιβασθείσες αρμοδιότητες θεωρούνται ισχυρές, οι δε απορριπτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν για το λόγο αυτόν, επανεισάγονται στο δικαστήριο που τις εξέδωσε.

 

14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστάται ειδική επιτροπή στο Υπουργείο Οικονομικών για τη σύνταξη κώδικα περί των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών περιερχόμενων κληρονομιών, κληροδοτημάτων και δωρεών με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών της λειτουργίας των εκτελεστικών οργάνων διαχειριστικής εποπτείας και τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας. Ο κώδικας αυτός θα κυρωθεί με ιδιαίτερο νόμο στο σύνολό του από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 76 παράγραφος 6 του Συντάγματος. Τα μέλη της επιτροπής και η αμοιβή τους θα ορισθούν με απόφαση του υπουργού Οικονομικών.

 

15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διορίζονται, με τους αναπληρωματικούς τους, τα μέλη Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, αποτελούμενου από έναν ανώτατο δικαστικό ή καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, έναν εκπρόσωπο της κεντρικής διοίκησης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, έναν ορκωτό λογιστή και δύο ανώτατους ή ανώτερους κρατικούς λειτουργούς ή ιδιώτες που έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία.

 

Στο ανωτέρω Εποπτικό Συμβούλιο ανατίθενται οι αρμοδιότητες, που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3329/1955 (ΦΕΚ 230/Α/1955), σε σχέση με τις εργασίες που έχουν αναλάβει οι ορκωτοί λογιστές σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι την 30-04-1993, ανεξάρτητα από το χρόνο περάτωσης των εργασιών αυτών.

 

Με την ίδια ή όμοιες υπουργικές αποφάσεις ρυθμίζονται και όσα ειδικότερα θέματα σχετίζονται με την ομαλή μετάβαση του Σώματος Ορκωτών Λογιστών στο νέο θεσμικό πλαίσιο του άρθρου 75 του νόμου [Ν] 1969/1991 (ΦΕΚ 167/Α/1991).

 

Η θητεία του ανωτέρω Εποπτικού Συμβουλίου λήγει μετά ένα έτος από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής υπουργικής απόφασης, δυνάμενη να ανανεώνεται με όμοια απόφαση μέχρι περάτωσης του ανατιθέμενου σε αυτό έργου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 15 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 2187/1994 (ΦΕΚ 16/Α/1994).

 

16. Οι κατά την 30-04-1993 ευρισκόμενες σε εξέλιξη εργασίες του Σώματος Ορκωτών Λογιστών ολοκληρώνονται από τους ορκωτούς λογιστές στους οποίους είχε ήδη ανατεθεί το καθένα από τα ευρισκόμενα σε εξέλιξη έργα.

 

17. Οι κατά την 30-04-1993 ευρισκόμενες σε εξέλιξη εργασίες του Σώματος Ορκωτών Λογιστών τιμολογούνται από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών κατά αναλογία του βαθμού ολοκλήρωσης τους κατά την εν λόγω ημερομηνία, τα δε προκύπτοντα έσοδα θεωρούνται έσοδα του Σώματος και εισπράττονται βάσει των προ της ψήφισης του παρόντος νόμου εν ισχύ σχετικών διατάξεων,

 

18. Το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών μετά την έναρξη εφαρμογής της περί τούτου νομοθεσίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 75 παράγραφος 5 του νόμου [Ν] 1969/1991, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του νόμου [Ν] 2076/1992, και μέχρι τη σύγκληση της τρίτης τακτικής γενικής συνέλευσης των μελών του, ανασυγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου ως ακολούθως. Ως μέλη αυτού ορίζονται ορκωτοί ελεγκτές από τους εγγραφέντες στο μητρώο του Σώματος βάσει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2)α του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 226/1992 και του άρθρου 2 παράγραφοι 7 και 8 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 121/1993, δια σχετικών πράξεων του Εποπτικού Συμβουλίου, ως πρόεδρος δε αυτού ορίζεται καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή ανώτατος δικαστικός λειτουργός ή διοικητικός υπάλληλος εν ενεργεία ή συντάξει. Το ήδη υφιστάμενο Εποπτικό Συμβούλιο συνεχίζει έγκυρα τη λειτουργία του μέχρις εκδόσεως της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, περί ανασυγκρότησής του. Τα της αμοιβής του προέδρου και των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των παραπάνω Υπουργών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

19. Καταργήθηκε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 19 καταργήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 2187/1994 (ΦΕΚ 16/Α/1994).

 

20. Καταργήθηκε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 20 καταργήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 2187/1994 (ΦΕΚ 16/Α/1994).

 

21. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 16 - 21 του παρόντος άρθρου αρχίζει από την 01-05-1993.

 

22. Τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ή έχουν κοινωνικούς πόρους, ή δανειοδοτούνται με την εγγύηση του Δημοσίου, αποστέλλουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο Υπουργείο Οικονομικών - Γενικό Λογιστήριο του Κράτους - Διεύθυνση Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, στοιχεία του Προϋπολογισμού - Απολογισμού και Ισολογισμών αυτών, καθώς και άλλα στοιχεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζεται το είδος των στοιχείων που θα υποβάλλονται, η συχνότης υποβολής τους και τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζονται οι υπόχρεοι υποβολής των ανωτέρω στοιχείων.

 

Σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων:

 

α) Μετά την παρέλευση δεκαπενθημέρου από τη λήξη της προθεσμίας, ο Πρόεδρος ή ο Γενικός Διευθυντής του οικείου φορέα δύναται εντός ετέρων 15 ημερών, να καταθέσει έγγραφες εξηγήσεις για τη μη υποβολή των στοιχείων. Μετά την παρέλευση και της προθεσμίας αυτής επιβάλλεται πρόστιμο στον Πρόεδρο ή το Γενικό Διευθυντή, κατά περίπτωση, ίσο με 1/25 του μηνιαίου μισθού ή της συνολικής αποζημίωσής τους για κάθε επιπλέον ημέρα καθυστέρησης, με απόφαση του Υπουργού οικονομικών μετά από εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Κατά της απόφασης αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

β) Μετά παρέλευση δεκαπενθημέρου από τη λήξη της προθεσμίας δεν χορηγείται ουδεμία πλέον εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι την αποστολή των απαιτούμενων στοιχείων.

 

γ) Μετά παρέλευση ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας τα Υπουργεία Εθνικής οικονομίας και οικονομικών δεσμεύουν τυχόν έσοδα του φορέα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ή τον Τακτικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό 50% του ετήσιου προβλεπόμενου ποσού μέχρι να υποβληθούν τα απαιτούμενα στοιχεία. Η παραπάνω ρύθμιση δεν αφορά έσοδα ή δαπάνες σχετικές με την υλοποίηση προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τις οποίες έχουν εγκριθεί οι σχετικές προτάσεις από τα αρμόδια όργανα.

 

Προς το σκοπό αυτόν, συνιστάται στη Διεύθυνση Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Υπουργείο Οικονομικών), 1 Τμήμα, με αρμοδιότητα τη συγκέντρωση και επεξεργασία των ανωτέρω στοιχείων. Για τη στελέχωση του Τμήματος αυτού συνιστώνται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων έξι (6) θέσεις μονίμου προσωπικού, που κατανέμονται κατά βαθμό στους κλάδους Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης - Τεχνολογικής Εκπαίδευσης - Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δημοσιονομικών, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Επίσης στο Υπουργείο Οικονομικών - Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, συνιστώνται δέκα (10) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικών σε δημοσιονομικά και νομισματικά θέματα, καταργουμένων διπλασίων κενών θέσεων στον εισαγωγικό βαθμό του μονίμου προσωπικού του κλάδου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης - Δημοσιονομικών της αυτής υπηρεσίας. Οι θέσεις αυτές προστίθενται στις υφιστάμενες οργανικές θέσεις προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Προσόντα διορισμού είναι τα προβλεπόμενα από το άρθρο 26 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 194/1988, (ΦΕΚ 84/Α/1988), όπως ισχύει κάθε φορά.

 

Οι αποδοχές του προσλαμβανόμενου στις παραπάνω θέσεις του Ειδικού Επιστημονικού προσωπικού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν.

 

Οι προσλαμβανόμενοι στις παραπάνω θέσεις του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, τοποθετούνται σε υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 22 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του νόμου 2469/1997 (ΦΕΚ 38/Α/1997).

 

23. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 1667/1986 τροποποιείται ως εξής:

 

{Προκειμένου για καταναλωτικούς, πιστωτικούς συνεταιρισμούς καθώς και σε περιπτώσεις επαναληπτικής ψηφοφορίας σε συνεταιρισμό οποιουδήποτε είδους για λήψη αποφάσεων αυτής της παραγράφου, η συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τα μισά συν ένα τουλάχιστο μέλη. Η επαναληπτική συνέλευση, για θέματα αυτής της παραγράφου σε καταναλωτικούς, πιστωτικούς συνεταιρισμούς βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόν το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών. Η δεύτερη επαναληπτική συνέλευση για θέματα αυτής της παραγράφου σε καταναλωτικούς και πιστωτικούς συνεταιρισμούς με πάνω από χίλια μέλη, βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον τετρακόσια μέλη.}

 

24. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 1667/1986 τροποποιείται ως εξής:

 

{Στα θέματα του άρθρου 5 παράγραφος 4 απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του συνεταιρισμού, προκειμένου δε για καταναλωτικούς, πιστωτικούς συνεταιρισμούς πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών που συγκροτούν την απαρτία της γενικής συνέλευσης.}

 

25. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 1667/1986 τροποποιείται ως εξής:

 

{Η διάρκεια της θητείας του διοικητικού συμβουλίου είναι τριετής.}

 

26. Το άρθρο 6 του νόμου [Ν] 718/1977 Απαγόρευσις ασκήσεως ετέρου επαγγέλματος - Ασυμβίβαστα καταργείται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να ρυθμίζονται θέματα ανακύπτοντα μετά την κατάργηση αυτή.

 

27. Η κατά το τρέχον έτος διενέργεια διαγωνισμού για την απόκτηση πτυχίου εκτελωνιστή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 718/1977 περί εκτελωνιστών, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, καταργείται.

 

28. Υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου οι αθλητές που έχουν καταλάβει ή θα καταλάβουν μία από τις οκτώ πρώτες θέσεις σε οποιοδήποτε ατομικό ή ομαδικό άθλημα σε επίσημους θερινούς ή χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες ή σε Ολυμπιακούς Αγώνες για άτομα με ειδικές ανάγκες. Τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται των παρακάτω προνομίων:

 

α. Διορισμού σε μόνιμη υπαλληλική θέση ή σε υπαλληλική θέση με σύμβαση αορίστου χρόνου του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, κατόπιν αιτήσεως τους, εφόσον έχουν τα απαραίτητα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη της θέσης κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων που επιβάλλουν απαγόρευση η περιορισμό των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και θα υλοποιούνται ασχέτως της ύπαρξης κενών οργανικών θέσεων στο σχετικό φορέα όπου θα γίνονται. Σε περίπτωση μη ύπαρξης κενών θέσεων συνιστώνται τόσες θέσεις όσες ο αριθμός των προσλαμβανόμενων, οι οποίες καταργούνται με την καθ' οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση τους. Για όσες όμως θέσεις τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση διορισμού η επιτυχής συμμετοχή σε εξετάσεις, η σχετική νομοθεσία θα ισχύει και για τα πρόσωπα αυτά.

 

β. Αγοράς επιβατικού αυτοκινήτου ως και λήψεως στεγαστικού δανείου με τους ίδιους όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που ισχύουν εκάστοτε για τους βουλευτές του Κοινοβουλίου της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

γ. Χορήγησης αδειών πρακτορείων προγνωστικών ποδοσφαίρου, ΛΟΤΤΟ, κρατικών λαχείων και ιπποδρομιακών στοιχημάτων, κατά παρέκκλιση των ειδικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών αυτών Η δαπάνη που θα προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου θα βαρύνει τους επί μέρους φορείς πού θα υλοποιούν τα παρεχόμενα προνόμια. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

 

29. Σε δίκες κατά τελωνειακών υπαλλήλων και επιθεωρητών τελωνείων, που ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας, δύναται, μετά από προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, να παρίσταται για την υπεράσπισή τους, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, εκπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

30. Καταργήθηκε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 30 καταργήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 21 του νόμου 2224/1994 (ΦΕΚ 112/Α/1994)

 

31. Η απασχόληση του ωρομίσθιου πολιτικού διδακτικού προσωπικού των Σχολών Εμπορικού Ναυτικού μέχρι 31-12-1992 είναι νόμιμη και επιτρέπεται να παρατείνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου έως το τέλος του τρέχοντος εκπαιδευτικού έτους μέσα στο όριο του συνολικού αριθμού των 1.390 ωρών.

 

32. Συνιστώνται επτά (7) θέσεις Γενικών Διευθυντών στη Γραμματεία των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών με τον τίτλο Γενικός Διευθυντής Γραμματείας Δικαστηρίων και κατανέμονται ως εξής:

 

1) Μία (1) θέση στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας,

2) μία (1) θέση στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου,

3) μία (1) θέση στη Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου,

4) μία (1) θέση στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών,

5) μία (1) θέση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών,

6) μία (1) θέση στη Γραμματεία του Εφετείου Θεσσαλονίκης και

7) μία (1) θέση στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά.

 

33. Για την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή Γραμματείας Δικαστηρίων κρίνονται μόνιμοι Δικαστικοί Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών) εφόσον έχουν συμπληρώσει είκοσι - πενταετή πραγματική Δικαστική Υπηρεσία από την οποία τριετή σε θέση Προϊσταμένου Διευθύνσεως Γραμματείας Δικαστηρίων, καθώς και εκείνοι που είχαν βαθμό Γραμματέα Εφετών) ή Β' Τάξεως την 31-03-1986.

 

Στην περίπτωση που κανείς από τους δικαστικούς υπαλλήλους του οικείου κλάδου δεν έχει όλα τα απαιτούμενα κατά το πρώτο εδάφιο τυπικά προσόντα, κρίνονται για προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή Γραμματείας Δικαστηρίων, δικαστικοί υπάλληλοι της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατηγορίας, και μη πτυχιούχοι, εφόσον έχουν συμπληρώσει τριακονταετή πραγματική δικαστική υπηρεσία, από την οποία τριετή σε θέση Προϊσταμένου Διευθύνσεως Γραμματείας Δικαστηρίων.

 

Ως προσόντα κρίσεως πέραν του πτυχίου ανωτάτης σχολής λαμβάνονται υπόψη από το Τριμελές Υπηρεσιακό (Δικαστικό) Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, η επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση του υπαλλήλου, το προσήκον ήθος, η δραστηριότητα στην υπηρεσία και η ικανότητα αναλήψεως πρωτοβουλιών και ευθυνών ως και η ικανότητά του να επιβάλλεται στο προσωπικό και οι τυχόν μεταπτυχιακές σπουδές και οι ξένες γλώσσες. Η προαγωγή και η τοποθέτηση σε θέση Γενικού Διευθυντή Γραμματείας Δικαστηρίων ενεργείται ύστερα από απόφαση των παραπάνω Τριμελών Δικαστικών Συμβουλίων. Οι προαχθέντες στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή Γραμματείας Δικαστηρίων τοποθετούνται ως Προϊστάμενοι της Γραμματείας των οικείων Δικαστηρίων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 33 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 39 του νόμου 2190/1994 (ΦΕΚ 28/Α/1994)

 

34. Μετά την περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2326/1940 προστίθεται νέα περίπτωση β)1 ως εξής:

 

{β)1. Εκ κρατήσεως 6‰ υπέρ τρίτων επί παντός ανεξαιρέτως λογαριασμού πληρωμής εργολάβου φυσικού ή νομικού προσώπου είτε ούτος κέκτηται πτυχίο εργολάβου Δημοσίων Έργων είτε μη και επί των οπωσδήποτε εκτελούμενων έργων υπό του Δημοσίου, Δήμων κοινοτήτων και νομικών εν γένει προσώπων δημοσίου δικτύου συμπεριλαμβανομένων των εκτελούμενων έργων από τις εταιρείες αναπτύξεως έργων υποδομής του νόμου 2160/1993 κατά το μέρος που χρηματοδοτούνται είτε από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, είτε από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων, είτε από τον προϋπολογισμό Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης είτε από κοινοτικούς πόρους μη ισχυούσης ως προς τις κρατήσεις και τους πόρους εν γένει του Ταμείου Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημόσιων Έργων οιασδήποτε εναντίας διατάξεως γενικών ή ειδικών νόμων που καθιερώνουν εξαιρέσεις ή απαλλαγές.

 

35. Τα ποσά των εισπράξεων από την ως άνω κράτηση κατατίθενται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων σε ειδικό έντοκο λογαριασμό, που τηρείται σε αναγνωρισμένη Τράπεζα με την ονομασία Δικαιώματα είσπραξης εσόδων Ταμείου Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημόσιων Έργων υπέρ τρίτων και διατίθενται:

 

α) Για την παροχή κινήτρων, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, στους μηχανικούς διπλωματούχους Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων υπαλλήλους (μόνιμους και συμβασιούχους) του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

 

Στην περίπτωση αυτή το διατιθέμενο ποσό δεν δύναται να υπερβαίνει το 90% του συνολικά εισπραττόμενου πόρου της παραγράφου 1.

 

β) Για την προσέλκυση και παραμονή των υπηρετούντων μηχανικών διπλωματούχων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (μόνιμων και συμβασιούχων) στις, με την υπ' αριθμόν ΔΙΔΑΔ/Φ50/265/29847/1992 κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, καθοριζόμενες προβληματικές περιοχές σε εφαρμογή του άρθρου 9 του νόμου [Ν] 2085/1992. Στην περίπτωση αυτήν το διατιθέμενο ποσό δεν δύναται να υπερβαίνει το 20% του συνολικά εισπραττόμενου πόρου της παραγράφου 1.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 35 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του νόμου 2430/1996 (ΦΕΚ 156/Α/1996).

 

36. Για την είσπραξη των κατά την παράγραφο 1 του παρόντος δικαιωμάτων Ταμείου Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημόσιων Έργων υπέρ τρίτων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 7 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2326/1940.

 

37. Η ως άνω ρύθμιση δεν μεταβάλλει το ύψος των αντίστοιχων πόρων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για τους οποίους εξακολουθούν να ισχύουν οι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος κείμενες διατάξεις.

 

38. Στους δημοσιονομικούς υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους χορηγείται, για κάθε ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης για το 1993, ποσοστό 0,1‰ επί των συνολικών πραγματοποιούμενων δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού του κάθε οικονομικού έτους, εξαιρουμένων των χρεολυσίων, προς αντιμετώπιση ειδικών δαπανών τους για την κατάρτιση και εκτέλεση του τακτικού προϋπολογισμού. Το προϊόν του ποσοστού αυτού βαρύνει τον Τακτικό Προϋπολογισμό και κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση και διάθεση του, καθορίζεται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 38 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση ε' του άρθρου 16 του νόμου [Ν] 2227/1994 (ΦΕΚ 129/Α/1994).

 

39. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του από 27-11-1926 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 430/Α/1926), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 13 του νόμου 1486/1984 (ΦΕΚ 161/Α/1984) συνεχίζουν να ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

 

{Οι μόνιμες επιτροπές του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος είναι όργανα με εισηγητικό και γνωμοδοτικό χαρακτήρα για τα θέματα που παραπέμπονται σ' αυτές. Στις μόνιμες επιτροπές συμμετέχουν μέλη των Επιστημονικών Επιτροπών Ειδικοτήτων και λοιπά μέλη της Αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος καθώς και άλλα μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

 

Όταν παρίσταται ανάγκη συγκροτούνται έκτακτες επιτροπές για εξέταση ειδικών θεμάτων ή ομάδες εργασίας για την εκτέλεση συγκεκριμένου κάθε φορά επιστημονικού έργου, στις οποίες, εκτός από τα παραπάνω μέλη, μπορεί να συμμετέχουν και μη μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Το έργο των έκτακτων επιτροπών ή ομάδων εργασίας κατευθύνεται από τις συγγενέστερες ως προς το αντικείμενό τους μόνιμες επιτροπές ή Επιστημονικές Επιτροπές Ειδικοτήτων ή απευθείας από τη Διοικούσα Επιτροπή.}

 

40. Της Διεύθυνσης Σχέσεων με Ευρωπαϊκές Κοινότητες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, μπορεί να προΐσταται και μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου, που έχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών επιπέδου τουλάχιστον ΜΑSTER, γνωρίζει άριστα τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, προσηκόντως διαπιστουμένη και έχει δεκαετή τουλάχιστον εμπειρία από υπηρεσία ή προϋπηρεσία σχετική με το αντικείμενο της ανωτέρω Διεύθυνσης.

 

41. Μεταφερθέντες ή μεταταγέντες βάσει των διατάξεων των νομοθετικών διαταγμάτων [Ν] 1174/1972, [Ν] 285/1974 και του βασιλικού διατάγματος [ΒΔ] 347/1972, μόνιμοι υπάλληλοι ασφαλισμένοι επικουρικά σε άλλους, εκτός του οικείου προς την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν ασφαλιστικούς φορείς, μπορούν με αίτησή τους που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού να ζητήσουν την υπαγωγή τους στο Ταμείο Αρωγής της υπηρεσίας που ανήκουν οργανικά. Οι εισφορές που καταβλήθηκαν στους φορείς, που ήταν επικουρικά ασφαλισμένα τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μεταφέρονται άτοκα στο νέο Ταμείο ασφαλίσεως τους και ο χρόνος, που αντιστοιχεί σε αυτές, θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του νέου Ταμείου ασφάλισης τους.

 

42. Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 1895/1990 (ΦΕΚ 116/Α/1990) προστίθεται η φράση:

 

{Ο αριθμός των υπαλλήλων αυτών ορίζεται σε τρεις εφόσον ο Βουλευτής δεν κάνει χρήση της αποφάσεως υπ' αριθμού 4775 της Ολομέλειας της Βουλής (ΦΕΚ 137/Α/1982).}

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.