Νόμος 3232/04 - Άρθρο 22

Άρθρο 22: Ειδικές ρυθμίσεις φορέων επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Κληρικοί που είναι ασφαλισμένοι στο Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος έχουν δικαίωμα κατά το χρόνο άσκησης του λειτουργήματός τους να ζητήσουν εφάπαξ βοήθημα από το εν λόγω Ταμείο για τα έτη ασφάλισής τους, εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους και δεκαπενταετή ασφάλιση στο Ταμείο αυτό.

 

Όσοι από τους ασφαλισμένους κληρικούς κάνουν χρήση του δικαιώματος αυτού δεν δικαιούνται ετέρου εφάπαξ βοηθήματος από το Ταμείο παρά μόνο επιστροφή των εισφορών τους ;άτοκα για τον υπόλοιπο χρόνο άσκησης του λειτουργήματος και μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.

 

2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 997/1979 (ΦΕΚ 287/Α/1979), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

{Το όριο των τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικά σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες εργασίας, προστιθεμένων στις τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) ημέρες εργασίας εκατόν πενήντα (150) ημερών για κάθε ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης από της 1ης Ιανουαρίου του επόμενου έτους από το έτος στο οποίο συμπληρώνονται οι τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) ημέρες εργασίας για κάθε ομάδα ασφαλισμένων.

 

Από την κατά το προηγούμενο εδάφιο προοδευτική αύξηση των ημερών ασφάλισης εξαιρούνται οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι δικαιούνται σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης σε ειδικά όρια ηλικίας με την πραγματοποίηση τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών ασφάλισης, καθώς και οι ασφαλισμένοι οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του νόμου 2874/2000 (ΦΕΚ 286/Α/2000) για τη συμπλήρωση τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών ασφάλισης.}

 

Οι οριζόμενες από την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 997/1979 (ΦΕΚ 287/Α/1979) για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω αναπηρίας τριακόσιες (300) ημέρες ασφάλισης εντός των πέντε (5) ημερολογιακών ετών των αμέσως προηγουμένων του έτους κατά το οποίο ο ασφαλισμένος κατέστη ανάπηρος αυξάνονται σε εξακόσιες (600), προστιθεμένων ανά εκατό (100) κατά μέσο όρο για κάθε ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης από 01-01-2005. Για τη συνταξιοδότηση των μελών οικογένειας θανόντων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων εξακολουθούν να ισχύουν οι τριακόσιες (300) ημέρες ασφάλισης.

 

3. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του νόμου 2434/1996 (ΦΕΚ 188/Α/1996) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{γ. Ποσά τα οποία κατά την προηγούμενη της συγχώνευσης ημέρα είναι μεγαλύτερα του ποσού του κατώτατου ορίου συντάξεων του ΕΤΕΑΜ αυξημένου κατά 50%, συνεχίζουν να καταβάλλονται από το ΕΤΕΑΜ, διατηρούμενης και καταβαλλομένης της επιπλέον διαφοράς αμετάβλητης μη συμψηφιζόμενης με τις αυξήσεις των συντάξεων του ΕΤΕΑΜ, οι οποίες χορηγούνται επί του ποσού του κατώτατου ορίου αυξημένου κατά 50%.}

 

Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και επί ποσών συντάξεων συνταξιούχων ήδη συγχωνευθέντων φορέων ή κλάδων επικουρικής ασφάλισης που ευρίσκονται στη διαδικασία συμψηφισμού τους.

 

4. Μόνιμοι υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που υπηρετούν ή έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδοτήσεως, οι οποίοι κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 7 του νόμου 2335/1995 (ΦΕΚ 185/Α/1995) υπήχθησαν υποχρεωτικά στο καθεστώς του νόμου [Ν] 103/1975 για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος και δεν υπέβαλαν σχετική αίτηση για την αναγνώριση και εξαγορά προϋπηρεσίας τους εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 30 του νόμου [Ν] 2592/1998 (ΦΕΚ 57/Α/1998) ανατρεπτικής προθεσμίας, έχουν τη δυνατότητα υποβολής της αίτησης αυτής εντός ενός (1) έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

 

Όσοι κάνουν χρήση του παραπάνω δικαιώματος και έχουν ήδη αποχωρήσει, η εξαγορά του χρόνου αυτού θα γίνει με τις αποδοχές του χρόνου αποχώρησής τους και το οφειλόμενο ποσό θα συμψηφισθεί με το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούνται.

 

5. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 80 του νόμου 2676/1999 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

 

{Τα ποσά των εφάπαξ βοηθημάτων, που χορήγησε το Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος στους ασφαλισμένους του κατ' εφαρμογή της υπουργικής απόφασης [Α] Φ269/1100/10-07-1991 (ΦΕΚ 580/Β/1991), ορθώς κατεβλήθησαν.}

 

6. Ασφαλισμένες φορέων επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας δύνανται να αναγνωρίσουν στους φορείς αυτούς με αίτησή τους το χρόνο κυοφορίας και λοχείας, για τον οποίο έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές στο φορέα κύριας ασφάλισης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Ο αναγνωριζόμενος χρόνος δεν είναι δυνατόν να υπερβεί τον αντίστοιχο χρόνο του φορέα κύριας ασφάλισης.

 

Η αναγνώριση πραγματοποιείται στο φορέα επικουρικής ασφάλισης, στον οποίο υπαγόταν η ασφαλισμένη πριν από το χρόνο κυοφορίας και λοχείας της και για την εξαγορά του χρόνου καταβάλλεται από την ασφαλισμένη το σύνολο των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου, υπολογιζομένων επί των αποδοχών του χρόνου υποβολής της αίτησης, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να υπολείπονται του εικοσιπενταπλάσιου του ισχύοντος κατά την αίτηση αυτή ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη. Το προκύπτον ποσό εξοφλείται εφάπαξ ή σε μηνιαίες άτοκες δόσεις όσοι οι αναγνωριζόμενοι μήνες.

 

Σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλισμένη υπαγόταν νόμιμα σε περισσοτέρους του ενός φορείς επικουρικής ασφάλισης, ο ανωτέρω χρόνος αναγνωρίζεται σε ένα φορέα, τον οποίο επιλέγει.

 

7. Στο τέλος της παραγράφου 20 του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 3029/2002 (ΦΕΚ 160/Α/2002) προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

{Για τη μετατροπή των Ταμείων, πλην των αναφερόμενων στα ανωτέρω εδάφια προϋποθέσεων, απαιτείται και γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων των ασφαλισμένων τους.

 

Το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των μετατρεπόμενων φορέων ή κλάδων αυτών περιέρχεται στα νέα Ταμεία, τα οποία θεωρούνται καθολικοί διάδοχοι, χωρίς την καταβολή φόρων, τελών ή δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου προσώπου.

 

Τυχόν εκκρεμείς δίκες με διάδικο τους μετατρεπόμενους ασφαλιστικούς φορείς συνεχίζονται στο όνομα των νέων Ταμείων χωρίς διακοπή.

 

Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ή στα κτηματικά βιβλία.

 

Το εφάπαξ βοήθημα των Ταμείων αυτών, καθώς και οι όροι χρηματοδότησης δύνανται να ανακαθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης των νέων Ταμείων και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εγκρίνεται με την ίδια απόφαση. Αναλογιστικές μελέτες εκπονούνται υποχρεωτικά από τα νέα Ταμεία κάθε δύο (2) χρόνια για τη διαπίστωση της οικονομικής τους πορείας και υποβάλλονται για έγκριση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

 

Εφόσον τα μετατρεπόμενα Ταμεία λειτουργήσουν με τη μορφή επαγγελματικών Ταμείων, θα ισχύουν γι' αυτά τα άρθρα 7 και 8 του ίδιου νόμου.}

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 63 του νόμου 3518/2006 (ΦΕΚ 272/Α/2006).

 

8. Τυχόν καταβληθείσες από τον εργοδότη ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2592/1998 (ΦΕΚ 57/Α/1998) δεν αναζητούνται.

 

9. Στην παράγραφο 16 του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 3029/2002 (ΦΕΚ 160/Α/2002) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

{Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά γνώμη των Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΕΑΜ και του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών δύναται να παραμείνει η διεκπεραίωση και εκτέλεση των πάσης φύσεως εργασιών επί θεμάτων παροχών του ΕΤΕΑΜ στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών.}

 

10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να χορηγούνται στους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και από το Λογαριασμό Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 16 του νόμου [Ν] 3205/2003 (ΦΕΚ 297/Α/2003) με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή από 01-07-2003.

 

11. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 19 του άρθρου 13 του νόμου 3050/2002 (ΦΕΚ 214/Α/2002) εφαρμόζονται και για τις μη καταβληθείσες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου εισφορές Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, των οποίων το προσωπικό υπάγεται στην ασφάλιση του ΤΕΑΠΟΚΑ. Προϊσχύουσες ευνοϊκότερες διατάξεις ρύθμισης των οφειλών αυτών εξακολουθούν να εφαρμόζονται.

 

12. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προσδιορίζεται η συνολική οφειλή του ΕΤΕΑΜ προς το ΤΑΠΕΜ, για την επίλυση των οικονομικών διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ των φορέων αυτών μετά τη συγχώνευση του Κλάδου Σύνταξης του τέως ΕΤΕΜ στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών.

 

13. Οφειλές του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Εκπαιδευτικών Ιδιωτικής Γενικής Εκπαίδευσης (ΤΕΑΕΙΓΕ) προς το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων μέχρι 31-12-2000, από συμμετοχή του στη δαπάνη συνταξιοδότησης ασφαλισμένων τους, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 164/1990 (ΦΕΚ 60/Α/1990), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961 (ΦΕΚ 175/Α/1961), όπως αυτές ισχύουν, αποδίδονται στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων προσαυξημένες κατά 50% εντός τριμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

 

14. Ασφαλισμένοι του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Πειραιώς, που έχουν υπαχθεί σε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι 31-12-1992, υπάγονται υποχρεωτικά από 01-01-2004 στην 1η ασφαλιστική κατηγορία, όπως αυτή καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 22 του νόμου [Ν] 2084/1992, για την καταβολή της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του κλάδου πρόνοιας του Ταμείου. Η εισφορά ορίζεται σε ποσοστό 4%.

 

Ο μέχρι την 31-12-2003 χρόνος ασφάλισης, πραγματικός ή από αναγνώριση των παραπάνω ασφαλισμένων του ΤΠΔΠ, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στην 1η ασφαλιστική κατηγορία.

 

Το ποσό της εφάπαξ παροχής λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, που δικαιούνται να λάβουν οι μέτοχοι της παραγράφου αυτής, υπολογίζεται με βάση την 1η ασφαλιστική κατηγορία του έτους της αποχώρησης από το επάγγελμα επί τα έτη ασφάλισης. Το ποσό που προκύπτει προσαυξάνεται κατά 1% για κάθε έτος ασφάλισης μετά τη συμπλήρωση του 25ου και μέχρι το 35ο.

 

Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και σε όσους έχει χορηγηθεί εφάπαξ παροχή από 01-01-1998 και εφεξής.

 

Οι παροχές των προσώπων αυτών επανυπολογίζονται κατά τον ως άνω τρόπο και με βάση την 1η ασφαλιστική κατηγορία του προηγούμενου της υποβληθείσας αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Οι διατάξεις των πέντε πρώτων εδαφίων της παραγράφου αυτής ισχύουν και για τους ασφαλισμένους του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών.

 

15. Ο Κλάδος Πρόνοιας του καταργηθέντος Ταμείου Πρόνοιας Υπαλλήλων Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, που μεταφέρθηκε με την παράγραφο 3 του δέκατου πέμπτου άρθρου του νόμου [Ν] 2688/1999 (ΦΕΚ 40/Α/1999) στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΕΑΠΑΕΛ), διατηρεί την αυτοτέλειά του και μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής πενταετίας.

 

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια και του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται να τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται οι διατάξεις του κανονισμού του κλάδου τούτου.

 

16. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του καταστατικού του Κλάδου Αρωγής του πρώην Ταμείου Πρόνοιας Υπαλλήλων Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς καταργούνται.

 

17. Οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 2747/1999 (ΦΕΚ 266/Α/1999) συνολικές οφειλές της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης στα ασφαλιστικά ταμεία πλην του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης και Τουρισμού, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις κατ' έτος αναλογιστικές μελέτες της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καταβάλλονται σε δεκαπέντε (15) ισόποσες ετήσιες δόσεις με ημερομηνία καταβολής μέχρι την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, της πρώτης εξ αυτών καταβαλλομένης μέχρι την 31-01-2005 και της τελευταίας μέχρι την 31-10-2019.

 

Ειδικά για το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης και Τουρισμού έναντι των παραπάνω οφειλών καταβάλλεται στο Ταμείο από την Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση το ποσό των 7.000.000,00 ευρώ μέχρι την 15-11-2004 και το υπόλοιπο ποσό σε πέντε ετήσιες δόσεις, της πρώτης εξ αυτών καταβαλλομένης μέχρι 31-12-2005. Το ποσό των δόσεων καταβάλλεται κατά 50% από την Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση και κατά το υπόλοιπο 50% από το Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση αποδίδει στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης τα ποσά που κατεβλήθη καν αντί αυτής στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης και Τουρισμού σε πέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2010.

 

Κάθε δόση μετά την καταβολή της πρώτης επιβαρύνεται με σταθερό επιτόκιο 3,5% που ανατοκίζεται ετησίως.

 

Για την εξασφάλιση των απαιτήσεων των ασφαλιστικών ταμείων, η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση εκχωρεί τα έσοδά της από το ανταποδοτικό τέλος που καθορίζεται με βάση το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 1730/1987, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 26 του νόμου 3185/2003 (ΦΕΚ 229/Α/2003) και μέχρι το ύψος της απαίτησης καθενός από τα αρμόδια ασφαλιστικά ταμεία, όταν και εφόσον οποιαδήποτε δόση καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.

 

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζεται το ύψος της συνολικής επιβάρυνσης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης, ο τρόπος απόδοσης των οφειλόμενων ποσών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και το Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης του ανταποδοτικού τέλους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

 

18. Η καθοριζόμενη από τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 997/1979 (ΦΕΚ 287/Α/1979) μηνιαία συνολική εισφορά του ΕΤΕΑΜ προσαυξάνεται για τις παρακάτω κατηγορίες ασφαλισμένων ως εξής:

 

α. Ιπτάμενοι Συνοδοί Φροντιστές ασφαλισμένοι Ολυμπιακής Αεροπορίας και Αεροπλοΐας κατά 4%

β. Λοιπό Ιπτάμενο προσωπικό και Διοικητικό, Τεχνικό και λοιπό προσωπικό εδάφους 1,8%

 

Τα παραπάνω ποσοστά εισφορών επιμερίζονται ισόποσα μεταξύ ασφαλισμένου και εργοδότη.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 18 καταργήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νόμου 4075/2012 (ΦΕΚ 89/Α/2012).

 

19. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 995/1980 (ΦΕΚ 251/Α/1980), όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 323/1996 (ΦΕΚ 220/Α/1996), προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

{Εξαιρούνται επίσης οι συντάξεις των ασφαλισμένων που προέρχονται από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων. Τα πρόσωπα αυτά κατά τη συνταξιοδότησή τους με πλήρη κύρια σύνταξη σε ηλικία μικρότερη του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους δικαιούνται πλήρους σύνταξης από το ΕΤΕΑΜ, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες από τις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 997/1979 πλήρεις χρονικές προϋποθέσεις.}

 

Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑΠΑΕ) από 01-01-2003 κρίνονται από το ΕΤΕΑΜ σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

 

20. Η παράγραφος 9 του άρθρου 14 του νόμου 2556/1997 (ΦΕΚ 270/Α/1997) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{9. Στους παθόντες και συνταξιοδοτούμενους από βίαιο συμβάν βάσει των διατάξεων του νόμου [Ν] 1977/1991 (ΦΕΚ 185/Α/1991) παρέχεται από τους οικείους φορείς πρόνοιας, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διπλάσιο εφάπαξ βοήθημα με τις ίδιες προϋποθέσεις απονομής, που ισχύουν για την απονομή της κύριας σύνταξής τους. Σε περίπτωση που τα εν λόγω πρόσωπα είναι ασφαλισμένα σε δύο ή περισσότερους φορείς πρόνοιας, καταβολή του διπλάσιου εφάπαξ βοηθήματος παρέχεται μόνο από το κλαδικό ταμείο πρόνοιας της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.}

 

Η ως άνω ρύθμιση ισχύει και για τους ήδη συνταξιοδοτηθέντες με το νόμο [Ν] 1977/1991 και για την αυτή αιτία.

 

21. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 1759/1988 (ΦΕΚ 50/Α/1988) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό της ΟLYMPIC CATERING που έχει αποχωρήσει ή αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.