Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2526/2003
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 06-06-2003, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Π. Ν. Φλώρος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Δ. Μαρινάκης, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, K. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 29-10-2001 αίτηση:
της __________, κατοίκου Ερμούπολης Σύρου (__________), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Φυλλώ Τζιλίνη (αριθμός μητρώου 8211), που τη διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με το Θ. Θεοφανόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) __________ και 2) __________, κατοίκων Ερμούπολης Σύρου (__________), οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Βασίλη Μαρή (αριθμός μητρώου 2746), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 178/2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ' αριθμόν 2194/25-09-2001 απόφαση της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και 2) η υπ' αριθμόν 2751/03-10-2001 απόφαση της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Ν. Ρόζος, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα γραμμάτια, σειρά Α', 3030567, 3030568 και 1605997/2001).
2. Επειδή με απόφαση του Προϊσταμένου της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και με άλλη απόφαση της Προϊσταμένης της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων επετράπη, υπό ορισμένους όρους, στους Αντώνιο Βεκρή και Ευαγγελία Σοφικίτου - Βεκρή να ανεγείρουν τριώροφη οικοδομή με υπόγειο σε οικόπεδο ευρισκόμενο επί των οδών Περακάκη, Αγίου Νικολάου και της Πλατείας Αγίου Νικολάου στην Ερμούπολη Σύρου, ακολούθησε δε η σχετική πράξη αναθεωρήσεως της υπέρ αυτών οικοδομικής άδειας. Οι αποφάσεις αυτές καθώς και η πράξη αναθεωρήσεως ακυρώθηκαν με την 84/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ύστερα από αίτηση της και νυν αιτούσης, φερομένης ως κυρίας οικίας που ευρίσκεται έναντι του προαναφερομένου οικοπέδου (Περακάκη 6 και Σπαρτιατών) και έχει χαρακτηρισθεί με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Η ακύρωση έγινε για το λόγο ότι όλες οι πράξεις είχαν εκδοθεί σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δομήσεως του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 47/Δ/1976) ενώ εφαρμοστέοι ήσαν οι προβλεπόμενοι με το από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 345/Δ/1989). Μετά την έκδοση της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως δημοσιεύτηκε ο νόμος 2940/2001 (ΦΕΚ 180/Α/2001), η παράγραφος 12 του άρθρου 5 του οποίου ορίζει τα εξής:
{α) Για τον οικισμό Ερμούπολης Σύρου ισχύουν αναδρομικά από της δημοσιεύσεώς του, οι διατάξεις του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 47/Δ/1976) Περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Ερμούπολης (Σύρου) ως και των υφισταμένων προ του 1923 οικισμού Ανάστασις, Καρναρόλες, Καμίνια, Ταξιάρχαι και Λαζαρέτα. β) Η ως άνω διάταξη ισχύει μέχρι την 31-07-2002.}
Κατ' επίκληση, πλην άλλων, και της προπαρατιθέμενης νέας διατάξεως εκδόθηκαν οι εξής αποφάσεις κατά των οποίων ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως από την αιτούσα και υπέρ των οποίων άσκησαν παρέμβαση οι Αντώνιος Βεκρής και Ευαγγελία Σοφικίτου - Βεκρή: α) η 2194/25-09-2001 απόφαση της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και β) η 2751/03-10-2001 απόφαση της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Με αυτές επετράπη, εκ νέου, υπό τους ίδιους όρους και έθεταν οι ακυρωθείσες αποφάσεις, στους παρεμβαίνοντες η ανέγερση τριωρόφου οικοδομής στο ανωτέρω οικόπεδο. Επί της δίκης που άνοιξε με αίτηση αυτή και στην οποία άσκησαν παρέμβαση οι ανωτέρω __________ και __________, εκδόθηκε η 178/2003 απόφαση του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια αυτού, κατ' άρθρο 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος, το ζήτημα αν οι ανωτέρω διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 5 του νόμου 2940/2001 είναι σύμφωνες προς τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος.
3. Επειδή το άρθρο 24 του Συντάγματος στη μεν παράγραφος 2 ορίζεται ότι:
{Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και του ελέγχου του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης},
στη δε παράγραφος 6 προβλέπει ότι:
{Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος...}
Περαιτέρω, με το άρθρο 50 του κωδικοποιημένου περί αρχαιοτήτων νόμου [Ν] 5351/1932 (από [ΠΔ] 09-08-1932 προεδρικό διάταγμα), (ΦΕΚ 275/Α/1932), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 6/1968 (ΦΕΚ 276/Α/1968)) ορίζεται ότι:
{απαγορεύεται άνευ αδείας του Υπουργείου της Παιδείας (ήδη Πολιτισμού και Επιστημών) 1)...2) η πλησίον αρχαίου επιχείρησις έργου δυναμένου να βλάψει αυτό αμέσως ή εμμέσως...}
ενώ με το άρθρο 5 του νόμου [Ν] 1462/1950 (ΦΕΚ 169/Α/1950) προβλέπεται ότι:
{1. Εις την κατηγορία των καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του 1830 ... δύνανται να υπαχθούν και κτίσματα έχοντα ιστορική σπουδαιότητα, νεώτερα του έτους 1830...
2. Επί των κατά τα ως άνω χαρακτηριζομένων ως ιστορικών οικοδομημάτων... εφαρμόζονται όλες οι περί καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του έτους 1830 διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932...}
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, η διαμόρφωση του οικιστικού περιβάλλοντος, υπαγόμενη στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, πρέπει να ενεργείται με γνώμονα τα καθοριζόμενα σε αυτές κριτήρια. Τα κριτήρια δε αυτά αποβλέπουν, εκτός από την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και τη διασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων, στη διηνεκή προστασία των εντός αυτών ευρισκομένων αρχαίων και νεώτερων μνημείων, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να προκληθεί από την προκρινόμενη πολεοδομική ρύθμιση άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτά και τον περιβάλλοντα χώρο τους. Προς τις συνταγματικές αυτές διατάξεις στοιχούν και οι παρατιθέμενες διατάξεις των νόμων [Ν] 5351/1932 και [Ν] 1469/1950 που προβλέπουν, χάριν της προστασίας αρχαίου ή νεώτερου μνημείου, όπου και αν τούτο βρίσκεται, την έκδοση ειδικής πράξεως πριν την επιχείρηση οποιουδήποτε έργου πλησίον σ' αυτό. Με την ειδική πράξη μπορεί να επιβληθούν εξιδιασμένοι όροι δομήσεως της οικοδομής, οι οποίοι συναρτώνται προς τις γενικώς ισχύουσες εκάστοτε πολεοδομικές ρυθμίσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή προστασία του μνημείου. Συνεπώς αν προβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως η ανωτέρω εδική πράξη, παραδεκτώς προβάλλονται κατ' αυτής λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητείται η ισχύς των πολεοδομικών ρυθμίσεων κατ' επίκληση των οποίων έχει αυτή εκδοθεί. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παναγιωτόπουλου, Φ. Αρναούτογλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλια, Δ. Μπριόλα και Ε. Δανδουλάκη, οι ανωτέρω λόγοι απαραδέκτως προβάλλονται με αφορμή την προσβολή της προαναφερόμενης ειδικής πράξεως, εφ' όσον αυτή εκδίδεται κατ' εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων των νόμων [Ν] 5351/1932 και [Ν] 1469/1950 και όχι της πολεοδομικής νομοθεσίας. Κατ' εφαρμογήν της τελευταίας αυτής εκδίδεται η οικοδομική άδεια, κατά την προσβολή της οποίας και μόνο είναι ακουστοί λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι στην ισχύ και την ερμηνεία των πολεοδομικών διατάξεων.
5. Επειδή, η προστασία των παραδοσιακών οικισμών προβλέφθηκε για πρώτη φορά σε επίπεδο νόμου με τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973 (ΦΕΚ 124/Α/1973)), με το άρθρο 79 του οποίου ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι:
{Δια προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων με πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων κατόπιν αιτιολογημένης εκθέσεως της κατά περίπτωσιν αρμοδίας Υπηρεσίας δύνανται να χαρακτηρίζονται οικισμοί ή τμήματα αυτών ως διατηρητέα λόγω του ιδιαίτερου ιστορικού, λαογραφικού, πολεοδομικού, αισθητικού ή και αρχιτεκτονικού χαρακτήρος αυτών} (παράγραφος 6)
και ότι:
{Δια των αυτών προεδρικών διαταγμάτων δύναται ν' αναστέλλεται, εις οικισμούς ή περιοχές αυτών, πάσα εργασία ανεγέρσεως νέων κτιρίων, κατεδαφίσεως ή επισκευής, προσθήκης, αλλαγής εξωτερικής εμφανίσεως υφισταμένων κτιρίων ως και πάσα εργασία υποδομής του οικισμού προκειμένης της συντάξεως οριστικής πολεοδομικής μελέτης ή και ειδικού κανονισμού δομήσεως} (παράγραφος 7).
Η προστασία των οικισμών αυτών αποτελεί εν συνεχεία αντικείμενο μέριμνας του Συντάγματος, με την παρατιθέμενη στη δεύτερη σκέψη παράγραφος 6 του άρθρου 24 αυτού. Ακολούθως, υπό την ισχύ της συνταγματικής αυτής διατάξεως, με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νόμου 622/1977 (ΦΕΚ 171/Α/1977) αντικαταστάθηκε η ανωτέρω παράγραφος 6 του άρθρου 79 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, ορίζουσα πλέον ότι:
{Δια προεδρικών διαταγμάτων, εκδιδομένων με πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων κατόπιν αιτιολογημένης εκθέσεως της κατά περίπτωσιν αρμοδίας Υπηρεσίας, δύναται προς διατήρηση ιδιαιτέρου ιστορικού, λαογραφικού, πολεοδομικού, αισθητικού ή και αρχιτεκτονικού χαρακτήρος να χαρακτηρίζονται κτίρια ως διατηρητέα ή οικισμοί ή τμήματα αυτών ως παραδοσιακοί και να θεσπίζονται όροι και περιορισμοί δομήσεως διάφοροι των δια του παρόντος νομοθετικού διατάγματος καθοριζομένων τοιούτων...}
Τέλος, ο νόμος 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985) ορίζει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ότι:
{Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της κατά περίπτωση αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου... μπορεί να χαρακτηρίζονται οικισμοί ή τμήματά τους ως παραδοσιακοί, με σκοπό την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους και να θεσπίζονται περιορισμοί δόμησης και χρήσεις κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη...}
στο άρθρο 9 παράγραφος 9 ότι:
{Ειδικές διατάξεις, σχετικά με τον τρόπο δόμησης για την προστασία ... παραδοσιακών οικισμών... κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος}
και στο άρθρο 28 παράγραφος 4 ότι:
{Δεν θίγονται ειδικές διατάξεις για την προστασία... οικισμών ή τμημάτων οικισμών... για τη διατήρηση της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς.}
6. Επειδή με την αρχική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 79 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νόμου 622/1977, η προστασία ενός οικισμού ο οποίος κατά τη κρίση της Διοικήσεως είναι παραδοσιακός συνίστατο στον χαρακτηρισμό του με προεδρικό διάταγμα και τη δυνατότητα επιβολής αναστολής οικοδομικών εργασιών προκειμένου να συνταχθεί οριστική πολεοδομική μελέτη ή και ειδικός κανονισμός δομήσεως, να θεσπισθούν δηλαδή εν συνεχεία με άλλη πράξη διατάξεις εξιδιασμένες εν όψει του προηγηθέντος χαρακτηρισμού του οικισμού. Εν συνεχεία, εν όψει πλέον της συνταγματικής προστασίας των παραδοσιακών οικισμών, που αποσκοπεί στη διατήρηση και την ανάδειξή τους, με τη νέα παράγραφος 6 του άρθρου 79 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 προβλέφθηκε ρητώς ότι και με το ίδιο το προεδρικό διάταγμα χαρακτηρισμού ενός οικισμού ως παραδοσιακού μπορούν να θεσπίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως για την προστασία και ανάδειξή του και ότι, για να επιτευχθεί ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός, οι όροι και περιορισμοί αυτοί μπορεί να είναι διάφοροι εκείνων που ορίζει ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός. Τα αυτά προβλέπονται και από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό 1985, με την εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4, κατά την έννοια της οποίας επιτρέπεται και να τροποποιούνται ή και να αντικαθίστανται τα διατηρούμενα, βάσει άλλων διατάξεών του, σε ισχύ και καθορίζονται όρους και περιορισμούς δομήσεως σε παραδοσιακούς οικισμούς προεδρικά διατάγματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα εκδοθέντα κατ' επίκληση της παραγράφου 6 του άρθρου 79 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973. Εν όψει, όμως, της συνταγματικής προστασίας παραδοσιακών οικισμών οποιαδήποτε μεταβολή των όρων και περιορισμών δομήσεως σε αυτούς, επιβαλλόμενη είτε με προεδρικό διάταγμα είτε με νόμο πρέπει να στηρίζεται σε αξιολόγηση των ειδικότερων χαρακτηρισμών του οικισμού και να αποσκοπεί στην επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από το Σύνταγμα διατήρηση και ανάδειξή του. Επομένως η διάταξη νόμου, με την οποία αντικαθίστανται όροι και περιορισμοί δομήσεως οικισμού που είχαν καθορισθεί εν όψει του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού, με επαναφορά απλώς σε ισχύ του πολεοδομικού καθεστώτος, το οποίο είχε θεσπισθεί πριν το χαρακτηρισμό, χωρίς να αξιολογείται η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του οικισμού, είναι αντίθετη προ το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος, διότι έχει ως συνέπεια την υπαγωγή του σε κανόνες δομήσεως που είχαν επιβληθεί με γενικά πολεοδομικά κριτήρια χωρίς να συναρτώνται με το χαρακτηρισμό του ως παραδοσιακού και, εντεύθεν, με το σκοπό της διατηρήσεως και αναδείξεως του χαρακτήρα του αυτού.
7. Επειδή με το από 19-01-1976 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 47/Δ/1976), που εκδόθηκε κατ' επίκληση των άρθρων 9 και 10 παράγραφος 2 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και, μεταξύ άλλων, του άρθρου 79 παράγραφος 1 έως 5 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, καθορίστηκαν οι όροι και οι περιορισμοί δομήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της Ερμούπολης, η οποία όμως χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά παραδοσιακός οικισμός μεταγενεστέρως, με το άρθρο 1 του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 594/Δ/1978). Με τα άρθρα 2 έως 7 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος θεσπίστηκαν όροι και περιορισμοί δομήσεως και χρήσεις εφαρμοστέοι, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 8 αυτού δι' άπαντας τους οικισμούς τους χαρακτηρισθέντες ως παραδοσιακούς με το άρθρο 1 του παρόντος στους οποίους, όπως έχει ήδη αναφερθεί, περιλαμβάνεται και η Ερμούπολη, ενώ με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 8 ορίστηκε ότι:
{ειδικές διατάξεις χαρακτηρισμού οικισμού ως παραδοσιακού και επιβολής ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως προς προστασία του παραδοσιακού χαρακτήρος αυτού, κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος διατάγματος των ρυθμιζόντων το αυτό θέμα.}
Επακολούθησε το από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 345/Δ/1989), με το άρθρο 1 του οποίου καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων των οικισμών του νομού Κυκλάδων που έχουν χαρακτηρισθεί παραδοσιακοί με το ανωτέρω από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα, περαιτέρω δε, με το άρθρο 2 παράγραφος 1 αυτού, ορίστηκαν τα εξής:
{Μετά τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος δεν ισχύουν για τους οικισμούς τους αναφερομένους στο άρθρο 1 οι διατάξεις : α) ... β)... γ) των άρθρων 2 και επομένων του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος ... εκτός των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 3}
(οι οποίες περιέχουν ρυθμίσεις άσχετες με την κρινόμενη υπόθεση), και στην παράγραφο 2 ότι για τους οικισμούς Μπατσί Άνδρου και χώρας Μυκόνου ισχύουν οι διατάξεις αντιστοίχων ειδικών προεδρικών διαταγμάτων ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.}
8. Επειδή, μετά την έναρξη ισχύος του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος, με το οποίο η Ερμούπολη χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά παραδοσιακός οικισμός και θεσπίστηκαν και ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεώς της, και, πάντως, μετά την έναρξη ισχύος του από 11-05-1989 προεδρικού διατάγματος έπαυσε να ισχύει το από 19-01-1976 προεδρικό διάταγμα και ο οικισμός υπήγετο στους όρους και περιορισμούς δομήσεως που είχαν θεσπισθεί με το ανωτέρω από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα. Ακολούθως, όπως αναφέρεται στην δεύτερη σκέψη, με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 5 του νόμου 2940/2001, κατ' επίκληση των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, ορίσθηκε ότι επαναφέρονται αναδρομικώς σε ισχύ για τον οικισμό της Ερμούπολης Σύρου οι διατάξεις του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρονται στην έκτη σκέψη, η ανωτέρω ρύθμιση του νόμου 2940/2001 είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς την διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, εφ' όσον με αυτήν τίθενται εκποδών όροι και περιορισμοί δομήσεως του οικισμού της Ερμούπολης που είχαν θεσπισθεί εν όψει του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού και επανέρχονται σε ισχύ, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, κανόνες δομήσεως, οι οποίοι είχαν θεσπισθεί πριν από το χαρακτηρισμό του, χωρίς η μεταβολή αυτή να στηρίζεται σε εκτίμηση της φυσιογνωμίας και των ειδικότερων χαρακτηριστικών του οικισμού αφού μελέτη για τον πολεοδομικό σχεδιασμό της Ερμούπολης δεν είχε προηγηθεί αλλά πρόκειται να καταρτισθεί μετά την ψήφιση της διατάξεως, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει τη διάταξη αυτή, με την οποία, άλλως τε, εισάγεται ρύθμιση προσωρινής ισχύος εν όψει του οριστικού καθοριστικού των όρων και περιορισμών δομήσεως του οικισμού, βάσει της αναμενόμενης μελέτης. Για το λόγο επομένως αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με αυτήν αποφάσεις και να απορριφθεί η παρέμβαση.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την 2194/25-09-2001 απόφαση της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και την 2751/03-10-2001 απόφαση της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Απορρίπτει την παρέμβαση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες συμμέτρως την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας η οποία ανέρχεται σε 1.140 €.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13-06-2003 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 19-09-2003.