Νόμος 4605/19 - Άρθρο 72

Άρθρο 72: Υποβολή αίτησης


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 68, μπορεί έως την 31-07-2020 να υποβάλει αίτηση για ρύθμιση των οφειλών των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 68, με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων συγκυρίων επί της κύριας κατοικίας, υποβάλλεται αίτηση από καθέναν εκ των συγκυρίων. Σε περίπτωση που ένας ή περισσότεροι εκ των συγκυριών δεν πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 68 ή δεν υποβάλλουν αίτηση για οποιονδήποτε λόγο, για τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 70.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του νόμου 4638/2019 (ΦΕΚ 181/Α/2019), με το άρθρο 59 του νόμου 4647/2019 (ΦΕΚ 204/Α/2019), με την παράγραφο 1 του άρθρου πρώτου της από 01-05-2020 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ 90/Α/2020).

 

2. Απαγορεύεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, ακόμα κι αν με τη δεύτερη αίτηση ζητείται ρύθμιση διαφορετικών οφειλών σε σχέση με την πρώτη ή αν ο αιτών εξέπεσε της ρύθμισης που προέκυψε από την προηγούμενη αίτηση.

 

3. Αν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα της αίτησης, τα οποία δεν μπορούν να διορθωθούν με εισαγωγή των στοιχείων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, μπορεί η αίτηση να διαγραφεί και ακολούθως να επανυποβληθεί. Η προθεσμία επανυποβολής της αίτησης για τη διόρθωση ελλείψεων ή σφαλμάτων, είναι 15 ημέρες από την ενημέρωση του οφειλέτη από τον πιστωτή, σχετικά με την αναγκαιότητα διαγραφής και επανυποβολής της, η οποία ενημέρωση λαμβάνει χώρα εντός προθεσμίας 15 ημερών από την οριστική υποβολή της αίτησης. Μέχρι την επανυποβολή και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν των τριάντα ημερών από την οριστική υποβολή της αρχικής αίτησης εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 78.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 6 του νόμου 4638/2019 (ΦΕΚ 181/Α/2019).

 

4. Η αίτηση περιέχει:

 

α) Πλήρη στοιχεία του αιτούντος (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση οικίας και εργασίας, Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης, Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας, αν είναι επιτηδευματίας, τηλέφωνο, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

 

β) Στοιχεία του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών του.

 

γ) Εισοδήματα του αιτούντος, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του από οποιαδήποτε πηγή και αιτία.

 

δ) Κατάλογο των πιστωτών, με ληξιπρόθεσμες ή μη απαιτήσεις, για τις οποίες έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία, το οφειλόμενο ποσό ανά πιστωτή, την ημερομηνία, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, και τους συνοφειλέτες που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή.

 

ε) Κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων των περιπτώσεων ε' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 68, στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή.

 

στ) Πλήρη περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων (είδος βάρους ή εξασφάλισης, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο), που είναι εγγεγραμμένα στην κύρια κατοικία του αιτούντος.

 

ζ) Κατάλογο των πιστωτών με οφειλές ανεπίδεκτες ρύθμισης κατά τις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου 68, έκαστος των οποίων έχει απαίτηση ανώτερη των 2.000 €.

 

η) Δήλωση του αιτούντος, ότι:

 

α)α) δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, που απέρριψε αίτησή του κατά το άρθρο 4 του νόμου 3869/2010 (ΦΕΚ 130/Α/2010) λόγω δόλιας περιέλευσής του σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας ή που εξαίρεσε την κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του νόμου 3869/2010,

 

β)β) οι οφειλές, των οποίων ζητεί τη ρύθμιση, δεν έχουν ρυθμιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 99 και επόμενα του νόμου [Ν] 3588/2007 (ΦΕΚ 153/Α/2007), τα άρθρα 61 έως 67 του νόμου 4307/2014 (ΦΕΚ 246/Α/2014) ή το νόμο 4469/2017 (ΦΕΚ 62/Α/2017), ούτε υπάρχει εκκρεμής αίτηση ρύθμισής τους κατά τις διατάξεις αυτές,

 

γ)γ) εφόσον έχει συμπράξει πληρεξούσιος δικηγόρος κατά τη σύνταξη της αίτησης, αναφορά του ονόματος και του μητρώου του πληρεξούσιου δικηγόρου, χωρίς να είναι αναγκαίο αυτός να προσυπογράφει την αίτηση.

 

θ) Εφόσον επιθυμεί να συμβληθεί εγγυητής, πλήρη στοιχεία του προτεινόμενου ως εγγυητή (ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο και αριθμό φορολογικού μητρώου).

 

Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και σε περίπτωση δήλωσης συγκυρίων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου 4638/2019 (ΦΕΚ 181/Α/2019).

 

5. Η αίτηση συνυπογράφεται από τον σύζυγο, τα εξαρτώμενα μέλη του αιτούντος ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους και τον τυχόν προτεινόμενο εγγυητή. Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, δεν απαιτείται η συνυπογραφή της αίτησης από τον σύζυγο, για δε τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 68 παράγραφος 1 λαμβάνεται υπόψη το ατομικό εισόδημα του αιτούντος, προσαυξημένο κατά τα ποσά που προβλέπονται για τα εξαρτώμενα μέλη που έχει στην επιμέλειά του ο αιτών. Η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης θα πρέπει να έχει δηλωθεί στη Φορολογική Διοίκηση πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 5 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 6 του νόμου 4638/2019 (ΦΕΚ 181/Α/2019).

 

6. Ο αιτών συνοδεύει υποχρεωτικά την αίτησή του με τα παρακάτω δικαιολογητικά:

 

α) πιστοποιητικό βαρών της κύριας κατοικίας από το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο ή αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου αυτής,

 

β) αν ο οφειλέτης ή ο σύζυγός του είναι κύριος ή επικαρπωτής γηπέδων εκτός σχεδίου πόλης και οικισμού, για το οποίο δεν προσδιορίζεται αξία ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων, συμπληρωμένο έντυπο υπολογισμού αξίας γηπέδου, υπογεγραμμένο από συμβολαιογράφο.

 

Ο αιτών μπορεί επίσης να συνοδεύει την αίτησή του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, τα οποία θεωρεί σημαντικά για την επιτυχία της διαδικασίας.

 

7. Κατά την υποβολή της αίτησης ανακτώνται αυτόματα από τη βάση δεδομένων της φορολογικής διοίκησης για τον αιτούντα, τη σύζυγο, τα εξαρτώμενα μέλη και τον προτεινόμενο εγγυητή, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα:

 

α) δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων (Ε1),

 

β) κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3) του τελευταίου έτους,

 

γ) δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9),

 

δ) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων του τελευταίου φορολογικού έτους,

 

ε) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος (εκκαθαριστικό) του τελευταίου φορολογικού έτους,

 

στ) κινητά περιουσιακά στοιχεία (αυτοκίνητα, αεροσκάφη, πλοία, σκάφη) του αιτούντος, που αναφέρονται στο έντυπο Ε1 του τελευταίου φορολογικού έτους.

 

Τα έγγραφα της παρούσας παραγράφου αντλούνται αυτόματα εκκινώντας από την τελευταία διαθέσιμη έκδοσή τους, εφόσον δεν έχει παρέλθει η αντίστοιχη προθεσμία υποβολής τους βάσει της κείμενης νομοθεσίας. Μετά την παρέλευση των προβλεπόμενων προθεσμιών η αυτόματη άντληση των εγγράφων, εκκινεί από την τελευταία έκδοση για την οποία υπάρχει υποχρέωση υποβολής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 6 του νόμου 4638/2019 (ΦΕΚ 181/Α/2019).

 

8. Κατά την υποβολή της αίτησης ανακτώνται αυτόματα από τα πιστωτικά ιδρύματα:

 

α) στοιχεία αναφορικά με τις απαιτήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 68, το οφειλόμενο ποσό ανά πιστωτή, την ημερομηνία, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, και τους συνοφειλέτες που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,

 

β) στοιχεία αναφορικά με καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά προϊόντα του τηρούνται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και την εκτιμώμενη αξία τους,

 

γ) τα στοιχεία βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος που βρίσκονται στη διάθεσή τους.

 

9. Αν τα δικαιολογητικά των παραγράφων 7 και 8 δεν ανακτηθούν αυτόματα από τις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων για οποιονδήποτε λόγο, τότε υποβάλλονται από τον αιτούντα.

 

10. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία, ο αιτών παρέχει άδεια στους συμμετέχοντες πιστωτές και στο Δημόσιο για πρόσβαση, επεξεργασία και διασταύρωση των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων του που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της συνολικής διαδικασίας του παρόντος Μέρους. Η άδεια του προηγούμενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1059/1971 (ΦΕΚ 270/Α/1971) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013). Η άρση του τραπεζικού απορρήτου του προηγούμενου εδαφίου αφορά χρονική περίοδο, η οποία εκκινεί 5 έτη πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης και διαρκεί μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ο αιτών με τη συναινετική ή δικαστική ρύθμιση. Η άρση του φορολογικού απορρήτου κατά το δεύτερο εδάφιο αφορά χρονική περίοδο, η οποία εκκινεί 5 έτη πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης και διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συναινετικής ρύθμισης του άρθρου 74 ή την αμετάκλητη περάτωση της δίκης του άρθρου 77. Έναντι του Δημοσίου η άρση του απορρήτου εκτείνεται σε όλη τη χρονική διάρκεια της ρύθμισης.

 

11. Η αίτηση υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του νόμου 1599/1986 (ΦΕΚ 75/Α/1986) του αιτούντα και των συνυπογραφόντων, συζύγου και εξαρτώμενων μελών για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου της αίτησης και των υποβληθέντων εγγράφων. Ο αιτών ενημερώνεται κατά την υποβολή της αίτησης για τις συνέπειες της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, όπως αυτές προβλέπονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 22 του νόμου 1599/1986.

 

12. Αν αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα ότι η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 11 είναι ψευδής, τότε, εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, η δικαστική ή η εξώδικη ρύθμιση θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει όλων των δικαιωμάτων βάσει της ρύθμισης, οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή την οφειλή που προκύπτει από την αρχική σύμβαση μειωμένη κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν και ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επισπεύσει άμεσα αναγκαστική εκτέλεση. Η εν λόγω οφειλή επιβαρύνεται με επιτόκιο 5%. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 80 εφαρμόζεται αναλόγως. Η Διοίκηση υποχρεούται να ανακαλέσει με αναδρομική ενέργεια την απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η συνεισφορά του Δημοσίου κατά το άρθρο 76, αν αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο ότι η απόφαση στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία. Σε αυτήν την περίπτωση το Δημόσιο αναζητά από τον αιτούντα την καταβληθείσα συνεισφορά, η οποία επιβαρύνεται με επιτόκιο 5% από τον χρόνο καταβολής της.

 

13. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του νόμου 4224/2013 (ΦΕΚ 288/Α/2013).

 

Αν για οποιονδήποτε λόγο η διαδικασία του παρόντος Μέρους δεν τελεσφορήσει, δεν απαιτείται συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας.

 

14. Η αίτηση, μετά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας κατά το άρθρο 73, μεταγράφεται με επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον στο βιβλίο μεταγραφών ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο της κύριας κατοικίας του αιτούντος.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.