Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Τα άρθρα 1, 2 και 3 του νόμου 4354/2015 (ΦΕΚ 176/Α/2015) αντικαθίστανται ως εξής:
{Άρθρο 1: Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ)
1. α. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 4261/2014 (ΦΕΚ 107/Α/2014) ανατίθεται αποκλειστικά:
α)α) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και
β)β) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με οποιονδήποτε νομικό τύπο αποδεκτό για ιδρύματα που διέπονται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/2013) και με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της ανωτέρω Οδηγίας, καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004), και της περίπτωσης δ' της παρούσας παραγράφου.
Οι παραπάνω εταιρίες λαμβάνουν ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εταιρίες αυτές καταχωρούνται σε ειδικά Μητρώα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 2190/1920 (ΦΕΚ 37/Α/1920) για τις ανώνυμες εταιρίες.
β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 4261/2014 (ΦΕΚ 107/Α/2014), μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, και αποκλειστικά και μόνο προς:
α)α) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
β)β) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
γ)γ) σε εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι:
γ)γ)α) Η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του νόμου 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α/2013) και
γ)γ)β) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 65 του νόμου 4172/2013.
γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις.
δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (ΦΕΚ 157/Α/2003), [Ν] 1905/1990 (ΦΕΚ 147/Α/1990), [Ν] 1665/1986 (ΦΕΚ 194/Α/1986), [Ν] 3606/2007 (ΦΕΚ 195/Α/2007) και [Ν] 4261/2014 (ΦΕΚ 107/Α/2014).
2. Η αίτηση χορήγησης άδειας για τις εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) το καταστατικό της εταιρίας και όλες τις τροποποιήσεις,
β) την ταυτότητα των φυσικών και νομικών προσώπων που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα, ήτοι ασκώντας έλεγχο, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο (34) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 4261/2014 δια ενδιάμεσων νομικών προσώπων, ποσοστό ή δικαιώματα ψήφου ίσα ή μεγαλύτερα από 10% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας,
γ) την ταυτότητα των νομικών και φυσικών προσώπων που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την προηγούμενη περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της εταιρίας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή δια κοινών πράξεων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 23 του νόμου [Ν] 4261/2014,
δ) την ταυτότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των διοικούντων,
ε) ερωτηματολόγια συμπληρωμένα από τα πρόσωπα των περιπτώσεων β', γ' και δ', για την αξιολόγηση των κριτηρίων ικανότητας και καταλληλότητας, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από την Τράπεζας της Ελλάδος,
στ) την οργανωτική δομή και εσωτερικές καταγεγραμμένες διαδικασίες της εταιρίας,
ζ) το επιχειρηματικό πλάνο της εταιρίας,
η) εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα διασφαλίζουν την επιτυχή αναδιάρθρωση δανείων.
Η έκθεση πρέπει να παρουσιάζει μεθόδους αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας (ΦΕΚ 2289/Β/2014), καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/17 (EEL 60/2014), τα άρθρα 10 και 74 της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/2013), τα άρθρα 10 και 66 του νόμου [Ν] 4261/2014 (ΦΕΚ 107/Α/2014) και την Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30-05-2014 (ΦΕΚ 1582/Β/2014), όπως εκάστοτε ισχύει, ιδίως το Κεφάλαιο III, λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν κατηγοριοποιούν τους δανειολήπτες που είναι φυσικά πρόσωπα σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του Κώδικα Δεοντολογίας (ΦΕΚ 2289/Β/2014) όπως εκάστοτε ισχύει.
θ) οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή στοιχείο που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί σημαντικό για την αξιολόγηση της αίτησης.
3. Οι μετοχές των ανώνυμων εταιριών της περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι ονομαστικές
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια της παραγράφου 1 του παρόντος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 2 μηνών από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης ή σε περίπτωση που η αίτηση είναι ελλιπής, εντός 2 μηνών από την υποβολή των επιπρόσθετων πληροφοριών, στοιχείων ή εγγράφων που απαιτούνται. Προηγείται απλή γνώμη τριμελούς Επιτροπής, της οποίας η σύνθεση, σύσταση και οι λοιπές λεπτομέρειες για τη λειτουργία της, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει άμεσα το φάκελο της αίτησης με συνοπτικό σημείωμα στην Επιτροπή, η οποία διαβιβάζει τη γνώμη της μέσα σε 10 εργάσιμες ημέρες από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης με πλήρη φάκελο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδει την απόφασή της εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και χωρίς τη γνώμη της Επιτροπής. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων της τριμελούς Επιτροπής είναι εμπιστευτικά και οι συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι μυστικές.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια εφόσον, διαπιστώσει ότι:
α. Η εταιρία είναι σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
β. τα πρόσωπα των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 2 του παρόντος έχουν καλή φήμη, επαρκή γνώση, ικανότητες και εμπειρία να ασκούν την αρμοδιότητά τους και να πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητάς τους, όπως αυτά καθορίζονται από τη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ. η εταιρία διαθέτει οργανωτική δομή και εσωτερικές διαδικασίες που της επιτρέπουν να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
δ. το επιχειρηματικό πλάνο λειτουργιών και στόχων της εταιρίας παραθέτει αναλυτικά τις προγραμματισμένες της δράσεις, τη στρατηγική της και τους διαθέσιμους πόρους της.
ε. δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 2 και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή υψηλές διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται αιτιολογημένα τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν διαπιστώσει ότι η εταιρία δεν πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και ενημερώνει προς τούτο την αιτούσα εταιρία.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος.
8. Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο:
α. προτίθεται να αποκτήσει ή να διαθέσει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, ή
β. προτίθεται να αυξήσει ή να μειώσει άμεσα ή έμμεσα την ειδική συμμετοχή του, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο (33) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 4261/2014, σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να φτάσει ή να υπερβεί ή να μειωθεί κάτω από το δέκα (10%), το είκοσι (20%), το τριάντα (30%) ή το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ή ώστε η εταιρία να καταστεί ή να παύσει να είναι θυγατρική του, οφείλει να γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη μεταβολή αυτή.
Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε 2 μήνες από την ημερομηνία της κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποίησης πρόθεσης εξαγοράς ή της αύξησης της ειδικής συμμετοχής, δύναται να μην επιτρέψει την εν λόγω εξαγορά, εάν υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης της ορθής και συνετούς διοίκησης της εταιρίας κρίνει αιτιολογημένα ως ακατάλληλα οποιοδήποτε από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ενώ αν επιτρέψει την εν λόγω αγορά, δύναται να ορίσει προθεσμία ή και όρους για την υλοποίησή της.
9. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η ίδρυση της εταιρίας ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τότε:
α) αρνείται τη χορήγηση της άδειας του παρόντος νόμου ή
β) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής κατά την παράγραφο 8.
10. Αν εταιρία που αδειοδοτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου αποφασίσει να τερματίσει τις δραστηριότητές της, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 2190/1920 (ΦΕΚ 28/Α/1920).
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να αναστείλει τη χορηγηθείσα άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν:
α. σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, αποφασίσει να μην προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας,
β. διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος εκδώσει απόφαση που διατάσσει την αναστολή της άδειας λειτουργίας, προβαίνει ταυτόχρονα σε έγγραφες συστάσεις προς την εταιρία και θέτει εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 3 μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης αναστολής.
Εντός της ως άνω προθεσμίας η Εταιρία Διαχείρισης ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς τις συστάσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Κατά την περίοδο αναστολής λειτουργίας, η Εταιρία Διαχείρισης μπορεί να προβαίνει σε δραστηριότητες που της επιτρέπονται ρητώς από τη σχετική απόφαση αναστολής λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος.
12. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος: α. διαπιστώσει ότι η εταιρία συμμορφώθηκε με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, ανακαλεί την πράξη περί αναστολής της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την εταιρία, β. διαπιστώσει ότι η εταιρία δεν συμμορφώθηκε πλήρως με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 11, είτε παρατείνει την περίοδο αναστολής της άδειας και προβαίνει σε νέες συστάσεις είτε ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησης της άδειας.
13. α. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλέσει τη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, χορηγηθείσα άδεια, εάν η εταιρία:
α)α. εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 έως 3, ή δολίως υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα,
β)β. δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας της,
γ)γ. έχει διαπράξει παραβάσεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδόθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή αυτών που εκδίδονται βάσει του παρόντος νόμου,
δ)δ. χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες,
ε)ε. έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας,
στ)στ. παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον εποπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος,
ζ)ζ. παραβιάζει διατάξεις νόμου ή αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν στην εποπτεία ή τον τρόπο λειτουργίας των Εταιριών Διαχείρισης, εφόσον τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας,
η)η. συστηματικά δεν συμμορφώνεται με την έκθεση της περίπτωσης η' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δε λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την εποπτευόμενη Εταιρία Διαχείρισης,
θ)θ. δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
β. Σε περίπτωση ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, σε Εταιρία που λαμβάνει την άδεια της παραγράφου 20 του παρόντος, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 145 του νόμου [Ν] 4261/2014.
γ. Εταιρία της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρις ότου ολοκληρωθεί η υλοποίηση του σχεδίου δράσης τερματισμού δραστηριοτήτων που έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
δ. Αν εταιρία του παρόντος νόμου παραβιάζει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει την εταιρία σε ακρόαση, να της επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
14. Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις δραστηριότητες των εταιριών που αδειοδοτεί με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της (νόμος [Ν] 3424/1927 (ΦΕΚ 298/Α/1927)).
15. α. Κάθε εταιρία που αδειοδοτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και διαχειρίζεται απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, οφείλει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή ελάχιστο ολοσχερώς καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
β. Το μετοχικό κεφάλαιο της παραπάνω εταιρίας επιτρέπεται να μειωθεί κάτω από το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ελάχιστο όριο, εφόσον υπάρχει εγκεκριμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητας αυτής.
16. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, κρίνει αιτιολογημένα ότι οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού οργάνου της Εταιρίας είναι ακατάλληλο να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 23 του παρόντος άρθρου, δύναται να ζητήσει εγγράφως την αντικατάστασή του.
17. α. Κάθε εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αντίγραφο του ισολογισμού, του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας, εφαρμοζόμενων των Πράξεων Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30-05-2014 (ΦΕΚ 1582/Β/2014) και 47/09-02-2015 (ΦΕΚ 249/Β/2015)
β. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται και εξειδικεύεται ο τρόπος, η συχνότητα, οι ημερομηνίες υποβολής και αναφοράς, καθώς και το είδος της απαιτούμενης πληροφόρησης της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας.
γ. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία των Εταιριών Διαχείρισης που συμβάλλονται με εταιρίες της παραγράφου 1 β, τα οποία θα δημοσιεύονται περιοδικά για σκοπούς διαφάνειας.
18. Κάθε εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οφείλει, ύστερα από κλήση της Τράπεζας της Ελλάδος να επιτρέψει σε εξουσιοδοτημένους προς το σκοπό αυτό υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος να εισέλθουν στα κτίριά της για να διερευνήσουν τις εργασίες και τις δραστηριότητές της και να θέσει στη διάθεσή τους οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή αρχεία, ή/και να διαβιβάσει στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιεσδήποτε πληροφορίες η τελευταία κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και ιδίως έγγραφα και αρχεία αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των διαχειριζόμενων από αυτήν απαιτήσεων.
19. Κάθε εταιρία αποζημιώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα έξοδα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων με την καταβολή σε αυτήν ετήσιου τέλους, του οποίου το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής θα προσδιοριστούν με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
20. Οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δύνανται να λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης. Τα νέα δάνεια και πιστώσεις του προηγούμενου εδαφίου λογίζονται ως τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις, διέπονται από το Ελληνικό Δίκαιο και αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι τα κατά τόπους Ελληνικά Δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και πιστώσεις θα επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 128/1975 (ΦΕΚ 178/Α/1975), για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι εταιρίες διαχείρισης της περίπτωσης α' της παραγράφου 1.
Η άδεια της παραγράφου αυτής θα χορηγείται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. ότι η εταιρία έχει ήδη καταβάλλει σε μετρητά και σε τραπεζικό λογαριασμό ελληνικού πιστωτικού ιδρύματος το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) ευρώ ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο,
β. ότι η εταιρία συμμορφώνεται με τους κανόνες και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 14 του παρόντος.
Οι παραπάνω εταιρίες έχουν υποχρέωση σύνταξης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Κανονισμού 1606/2002 (EEL 243/2002) (ΔΠΧΑ υποχρεωτική εφαρμογή ΔΠΧΑ), για τις ατομικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις και σύμφωνα με το νόμο 4308/2014 (ΦΕΚ 251/Α/2014), όπως εκάστοτε τροποποιείται και ισχύει.
21. Το επαγγελματικό απόρρητο του δικαιούχου των υπό διαχείριση απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών αίρεται στις σχέσεις του με την Εταιρία Διαχείρισης, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της διαχείρισης και εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 20 και 21 του άρθρου 10 του νόμου 3156/2003 (ΦΕΚ 157/Α/2003).
22. Οι εταιρίες του παρόντος νόμου θεωρούνται δανειστές και προμηθεύτριες κατά την έννοια του νόμου [Ν] 2251/1994 (ΦΕΚ 191/Α/1994) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει, με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (ΦΕΚ 2289/Β/2014), με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2014/17, καθώς και με όλες τις σχετικές με χορηγούμενα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
23. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση της άδειας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
24. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Εξαιρούνται οι αποφάσεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 13, οι οποίες υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
25. Οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου 3691/2008 (ΦΕΚ 166/Α/2008) και ως υπόχρεα πρόσωπα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την περίπτωση Α' της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου. Οι πληροφορίες της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του νόμου 3691/2008 πρέπει να είναι διαθέσιμες στον δανειολήπτη.
Άρθρο 2: Συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης
1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 4261/2014.
2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα:
α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης.
β. Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 του Αστικού Κώδικα ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμόν 116/25-08-2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου 4224/2013.
γ. Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.
Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός 10 ημερών από την υπογραφή της.
3. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης της προηγούμενης παραγράφου δύναται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα σχέδια των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς συμμόρφωσης στον παρόντα νόμο.
4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 και επόμενα του νόμου 4307/2014 (ΦΕΚ 246/Α/2014). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης.
5. Οι Εταιρίες Διαχείρισης δύνανται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, να προσλαμβάνουν Εταιρίες Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές, που λειτουργούν σύμφωνα με το νόμο 3758/2009, ή αντίστοιχου σκοπού εταιρίες, που λειτουργούν σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Οι Εταιρίες του παρόντος νόμου κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλουν να ακολουθούν τις ρυθμίσεις του νόμου 3758/2009, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 22 του άρθρου 1 του παρόντος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.
Άρθρο 3: Συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων
1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην περίπτωσης δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα.
Άλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του Αστικού Κώδικα, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 και επόμενα του Αστικού Κώδικα, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 και επόμενα του Αστικού Κώδικα, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε 12 μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (νόμος 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 παράγραφος 1 οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμόν 116/2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου 4224/2013, δια της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.
3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 2844/2000 (ΦΕΚ 220/Α/2000). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρίες Διαχείρισης της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 128/1975 (ΦΕΚ 178/Α/1975), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.
5. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει.
Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.
6. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του από [Ν] 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος.
7. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, ακόμα κι αν τέτοιο δικαίωμα υφίστατο συμβατικά για τον εκχωρητή.
8. Η εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3 του παρόντος νόμου αναστέλλεται ως προς τις δανειακές συμβάσεις και πιστώσεις με υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας σε ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως 140.000 € μέχρι και την 31-12-2017. Πάσης φύσεως δάνεια που εγγυάται ή έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο εξαιρούνται από την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3Α του παρόντος νόμου.}
2. Μετά το άρθρο 3 του νόμου 4354/2015 (ΦΕΚ 176/Α/2015) προστίθεται νέο άρθρο 3Α ως εξής:
{Άρθρο 3Α: Φορολογικές και άλλες ρυθμίσεις
1. Η υπεραξία από τη μεταβίβαση απαιτήσεων σε εταιρία της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με βάση τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (νόμος 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α/2013)). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και στην υπεραξία που αποκτούν οι παραπάνω εταιρίες από τη μεταγενέστερη μεταβίβαση απαιτήσεων που έχουν αποκτήσει κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του νόμου 4172/2013 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τόκους που καταβάλλονται σε εταιρίες της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 από απαιτήσεις που έχουν αποκτήσει κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, καθώς και από δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούν οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
3. Για τις συμβάσεις μεταβίβασης απαιτήσεων του άρθρου 3, για τις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης του άρθρου 2, καθώς και για τη διαχείριση απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (νόμος 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α/2000)).
4. Οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που καταρτίζουν οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 20 του άρθρου 1 απαλλάσσονται από τέλη χαρτοσήμου.
5. Για κάθε καταχώριση ή εγγραφή σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο ή μητρώο που τηρείται σε υποθηκοφυλακείο, ενεχειροφυλάκειο ή κτηματολόγιο, σύμβασης της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, καταβάλλονται μόνο πάγια τέλη 2.500 €, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης αμοιβής ή τέλους. Το ως άνω ποσό αναλύεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση των έμμισθων υποθηκοφυλακείων, αποδίδονται 2.125 € στο Δημόσιο και 375 € στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων.
β) Στην περίπτωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων, αποδίδονται 1.750 € στο Δημόσιο, 375 € στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων και 375 € στο άμισθο υποθηκοφυλακείο.
Τα δικαιώματα που εισπράττονται από τα υποθηκοφυλακεία σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κατά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας τους ως Κτηματολογικών Γραφείων προσαυξάνονται κατά το ποσό των 500 €, το οποίο και αποδίδεται στην Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση. Όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την είσπραξη και απόδοση από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου των ως άνω Δικαιωμάτων στην Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από πρόταση της Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση. Το κόστος εγγραφής που προκύπτει από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να μετακυλιστεί στον οφειλέτη και τον εγγυητή του δανείου.}