Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Το άρθρο 2 και οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 του νόμου 2972/2001 (ΦΕΚ 291/Α/2001) καταργούνται από τη δημοσίευση της τροποποίησης του Κανονισμού Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
2. Στο τέλος του άρθρου 5 του νόμου 2972/2001 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
{4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν μέχρι 31-12-2003.}
3. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του νόμου 2972/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του νόμου 3050/2002 (ΦΕΚ 214/Α/2002), αντικαθίσταται ως εξής:
{α. Να απογράφονται στο Μητρώο εργοδοτών του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών με την έναρξη της απασχόλησης των ατόμων αυτών και να γνωστοποιούν με υπεύθυνη δήλωσή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες τις μεταβολές των στοιχείων τους που έχουν καταχωριστεί σε αυτό.
Υποχρέωση γνωστοποίησης υπάρχει για την αλλαγή της επωνυμίας, της νομικής μορφής, των κατά νόμου υπευθύνων, των στοιχείων τους, του τόπου κατοικίας ή διαμονής τους, καθώς και για λοιπές περιπτώσεις που καθορίζονται με τον Κανονισμό Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης. Με τον ίδιο Κανονισμό ορίζονται ο χρόνος υποβολής, ο τύπος και η διαδικασία τροποποίησης και γνωστοποίησης των μεταβολών, καθώς και ο τύπος, η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου της απογραφής.
Στους εργοδότες που παραβαίνουν την υποχρέωση γνωστοποίησης μεταβολών επιβάλλεται πρόστιμο που ανέρχεται σε ποσό τριακοσίων ευρώ, αν δεν γνωστοποιήσουν εμπρόθεσμα την αλλαγή στην επωνυμία της επιχείρησης και την αλλαγή των κατά νόμο υπευθύνων και σε ποσό εκατόν πενήντα ευρώ, αν δεν γνωστοποιήσουν τις λοιπές μεταβολές που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και όσες καθορίζονται με τον Κανονισμό.
Αν διαπιστωθεί ότι έχουν συντελεστεί περισσότερες της μιας παραβάσεις, για τις οποίες υφίσταται υποχρέωση γνωστοποίησης μέσα στην ίδια προθεσμία, επιβάλλεται ένα πρόστιμο και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο.}
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής αρχίζουν να εφαρμόζονται από την ημερομηνία δημοσίευσης της τροποποίησης του Κανονισμού Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
4. Οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 7 του νόμου 2972/2001 αντικαθίστανται ως εξής:
{1. Στους εργοδότες που:
α. Δεν απογράφονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 ή δεν υποβάλλουν Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση ή στις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν.
β. Υποβάλλουν εκπρόθεσμα την Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, εκτός αν η εκπρόθεσμη υποβολή γίνεται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης, που το ποσοστό της πρόσθετης επιβάρυνσης ανέρχεται σε 10%.
γ. Υποβάλλουν την Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης ασφάλισης, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία.
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών για περισσότερες της μιας παραβάσεις που αφορούν Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις ίδιας χρονικής περιόδου, επιβάλλεται ένα ποσοστό επιβάρυνσης και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο.
2. Εκπρόθεσμη θεωρείται η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας που κατά περίπτωση ορίζεται με τον Κανονισμό Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
3. Ανακριβής θεωρείται η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, στην οποία προκύπτει διαφορά μεταξύ των εισφορών που δηλώνονται από τον εργοδότη και των εισφορών που προκύπτουν κατά τον έλεγχο, από διαφορά ημερών εργασίας, αποδοχών ή κλάδου ασφάλισης και λοιπών στοιχείων που προσδιορίζουν την ορθή υπαγωγή στην ασφάλιση. Ως ανακριβής θεωρείται η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση που δεν περιλαμβάνει εργαζόμενο ή εργαζομένους, καθώς και η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση των εργοδοτών που εκτελούν ιδιωτικά οικοδομικά και τεχνικά έργα, σε βάρος των οποίων καταλογίζονται εισφορές με βάση τους συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 38 του Κανονισμού Ασφάλισης Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εκτός από τις περιπτώσεις που δηλώθηκε εμπρόθεσμα η αποπεράτωση του έργου.
Τα ποσοστά των πρόσθετων επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό επιβάλλονται και για παραβάσεις Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων που καταλογίζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και αφορούν προγενέστερες μισθολογικές περιόδους.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή για κάθε τύπο Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.}
5. Η περίπτωση ζ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 καταργείται.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του νόμου 2972/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
{Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία καταβολής τους.
Ως ασφαλιστικές εισφορές νοούνται και οι εισφορές υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Δώρων Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (ΕΛΔΕΟ), καθώς και οι εισφορές που συνεισπράττονται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών.
Κάθε φορά που εισπράττονται απαιτήσεις από τις παραπάνω αιτίες, συνεισπράττεται υποχρεωτικά και η προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογεί στο καταβαλλόμενο ποσό.
Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για τον πρώτο μήνα καθυστέρησης και 1 % για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 120% συνολικά.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ως μήνας θεωρείται ο ημερολογιακός μήνας.
Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να καθορίζονται τα ποσοστά πρόσθετων τελών, καθώς και το ανώτατο όριο αυτών.}
Στις διατάξεις της παραγράφου αυτής υπάγονται όλες οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις οποίες ανάγονται.