Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και από τις διατάξεις του νόμου 4053/2012 (ΦΕΚ 44/Α/2012), περί λειτουργίας της ταχυδρομικής αγοράς, καθώς και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών, τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
2. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και τρεις Καθηγητές ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος με γνωστικό αντικείμενο τους ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή το δίκαιο, η δε θητεία τους είναι τριετής. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Για τα μέλη του συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές.
3. Το συμβούλιο συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία καθορίζεται και η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του νόμου 4024/2011. Για τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
4. Το συμβούλιο συνεδριάζει κατά τις επόμενες παραγράφους του παρόντος, με την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον μελών, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Αν υπάρχουν περισσότερες από δύο γνώμες, οι ακολουθούντες την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την επιβολή πειθαρχικής ποινής στο μέλος.
5. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:
α) η σοβαρή πλημμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του μέλους,
β) η ανάρμοστη συμπεριφορά σε σχέση με το κύρος και το σκοπό της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ως Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής,
γ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας,
δ) η παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.
Τα παραπάνω παραπτώματα τιμωρούνται πειθαρχικά αν έχουν τελεστεί με δόλο ή αμέλεια, εκτός της περίπτωσης ιδιαίτερα ελαφράς αμέλειας. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι:
α) έγγραφη επίπληξη,
β) πρόστιμο έως τις αποδοχές 12 μηνών και
γ) προσωρινή παύση έως 3 μηνών.
6. Σε περίπτωση εκδόσεως εντός διετίας 2 πειθαρχικών αποφάσεων σε μέλος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης.
7. Η διαπιστωθείσα, δια αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, παράβαση των άρθρων 7, 8 και 9 συνεπάγεται την οριστική παύση και έκπτωση από θέση του μέλους της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
7. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, για τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τα μέλη της ή η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων χωρίς τη συμμετοχή του ελεγχόμενου μέλους. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το ελεγχόμενο μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται σε αυτό με δικαστικό επιμελητή. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να είναι συντομότερη των 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν της κλήσεως. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης και να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.
8. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται κατά την οριζόμενη ημερομηνία ακρόασης, κατά την οποία το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, δίδει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, δέχεται ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διαλεύκανση της υποθέσεως. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται και εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με την οποία είτε: α) κρίνονται ικανοποιητικές και επαρκείς οι εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος, στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά και το κατά την παράγραφο 5 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Στις περιπτώσεις α' και β' η απόφαση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή προς το μέλος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
9. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β' του εδαφίου β' της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιόν του απολογία του διωκόμενου μέλους ή σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλητεύσεως αυτού, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 7. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραληφθεί, εφόσον ο διωκόμενος ήταν παρών κατά την πρώτη συζήτηση και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτό νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως.
10. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 10 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 102 του νόμου 4530/2018 (ΦΕΚ 59/Α/2018).
|
11. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιούνται αμελλητί, με επιμέλεια του Προέδρου αυτού, στον Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας κατά τα άρθρα 41 έως 44 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 11 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 102 του νόμου 4530/2018 (ΦΕΚ 59/Α/2018).
|
12. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 12 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 102 του νόμου 4530/2018 (ΦΕΚ 59/Α/2018).
|
13. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 5 παραγράφονται μετά από πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Κάθε πράξη της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και η κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την παραγραφή. Σε κάθε περίπτωση, ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν δύναται να υπερβεί τα 7 έτη από της τελέσεως της πράξεως, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία διατάχθηκε η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, οπότε και ο χρόνος της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 13 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 102 του νόμου 4530/2018 (ΦΕΚ 59/Α/2018).
|
14. (πρώην 15) Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων είναι ειδικές και κατισχύουν κάθε άλλης, γενικής ή ειδικής, ερμηνεύονται δε στενά υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού του παρόντος και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που κυρίως καλείται να υπηρετήσει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Οι διατάξεις του Μέρους Ε' του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου 3528/2007, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά στο μέτρο που δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος
15. (πρώην 16) Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων που, σε αντίθεση με τον παρόντα νόμο και την κείμενη νομοθεσία, εκ προθέσεως γνωστοποιεί, κατά παράβαση του απορρήτου και της εμπιστευτικότητας πληροφορίες, των οποίων λαμβάνει γνώση ως εκ της θέσεως και της υπηρεσίας του ή αφήνει άλλον να λάβει γνώση αυτών, διαπράττει ειδικό ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Αν όμως τέλεσε την πράξη με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν η πράξη του πρώτου εδαφίου τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο Α του άρθρου 18 του νόμου 4339/2015 (ΦΕΚ 133/Α/2015).
|