Νόμος 3213/03 - Άρθρο 3

Άρθρο 3: Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως:

 

α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' και ι)β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,

 

α)α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ι)α', ι)γ' έως και κ)δ', κ)ζ', λ)δ' έως και λ)ι', μ)α', μ)β', μ)στ', μ)η' και μ)θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, στη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του νόμου 3691/2008 (ΦΕΚ 166/Α/2008), όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του νόμου 3932/2011 (ΦΕΚ 49/Α/2011). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μ)θ', τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν.

 

β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κ)στ', κ)θ', λ' έως και λ)γ', μ', μ)γ' έως και μ)ε' και μ)ζ' στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης,

 

γ) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κ)ε' και κ)η' στον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας Εισαγγελικό Λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο οποίος επικουρείται προς τούτο από την οικεία υπηρεσία, καθώς και την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, για τις δηλώσεις που αφορούν στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής,

 

δ) των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση κ)στ' σε εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, ο οποίος ορίζεται από τον Προϊστάμενο της οικείας Εισαγγελίας, και επικουρείται προς τούτο από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 174 του νόμου 4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α/2016), με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 83 του νόμου 4504/2017 (ΦΕΚ 184/Α/2017), με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του νόμου 4532/2018 (ΦΕΚ 72/Α/2018), με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 

2. Ο έλεγχος διενεργείται εντός 5 ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Σε περίπτωση που προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ή της παραγράφου 2 του άρθρου 6Α, ο έλεγχος μπορεί κατ' εξαίρεση να διενεργηθεί μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής των αδικημάτων. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων για τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Για τα επόμενα έτη, ο έλεγχος της ετήσιας δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων, για τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Ο έλεγχος των ετήσιων δηλώσεων, εκτός από τη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση μη ουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 

3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπορεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή / και ειδικών θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδάφια γ', δ', ε' και στ' εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 

4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός ρητής προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 20 ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα 10 ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχόμενων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 

5. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του νόμου 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τα αρμόδια όργανα ελέγχου της παραγράφου 1, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του νόμου 4281/2014 (ΦΕΚ 160/Α/2014).

 

6. Τα όργανα ελέγχου δεν υπόκεινται, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των περί εχεμύθειας διατάξεων του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα και με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι ελεγκτές έχουν πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 62 του νόμου 4170/2013 (ΦΕΚ 163/Α/2013) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και στα στοιχεία φορολογικών ελέγχων που τηρούνται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος και μπορεί να τους επιβληθούν οι κυρώσεις του πιο πάνω νόμου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6 προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 

7. Αν σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης με ελεγχόμενο από την Επιτροπή του άρθρου 3Α έχει ιδιότητα υπόχρεου ενώπιον διαφορετικού οργάνου ελέγχου, η Επιτροπή του άρθρου 3Α είναι αρμόδια για την υποβολή και τον έλεγχο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και δήλωσης οικονομικών συμφερόντων και των 2 προσώπων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 4 του νόμου 4571/2018 (ΦΕΚ 186/Α/2018).

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.