Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 279/2009
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Β
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-12-2008 με την εξής σύνθεση:Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ν. Σκλίας, Α.-Γ. Βώρος, Σύμβουλοι, Ειρήνη Σταυρουλάκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου, Γραμματέας του Β' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 21-02-2008 αίτηση:
του __________, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτρη Πανταρώτα (Αριθμός Μητρώου 2448), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Α. Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 2077/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρήνη Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 1911655/2008 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου σειράς Α').
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 2077/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 2544/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 8/2001 πράξεως του Προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ΣΤ' Πειραιώς περί προσδιορισμού σε βάρος του αναιρεσείοντος φόρου γονικής παροχής ακινήτων και περιορίσθηκε η προσδιορισθείσα από τη φορολογική αρχή (στο ποσό των 25.550.000 δραχμών) αγοραία αξία των ως άνω ακινήτων στο ποσό των 24.675.000 δραχμών, έναντι του αρχικώς δηλωθέντος από τον αναιρεσείοντα ποσού των 350.000 δραχμών.
3. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 79 παράγραφοι 1 - 3 και 97 παράγραφος 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α/1999) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η νομική πλημμέλεια, η οποία συνεπάγεται την ακύρωση ή την μεταρρύθμιση της πράξεως της φορολογικής αρχής, ελεγχομένη αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει από την ίδια την πράξη ή την έκθεση ελέγχου, στην οποία στηρίζεται η πράξη αυτή. Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως την ως άνω νομική πλημμέλεια, μόνον όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε τον έλεγχο αυτό. Η παράλειψη του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να λάβει υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως την πλημμέλεια αυτή είναι ελεγκτή κατ' αναίρεση, μόνον ύστερα από προβολή σχετικού λόγου. Η πράξη της φορολογικής αρχής και η έκθεση ελέγχου, στην οποία η πράξη αυτή στηρίζεται, δεν είναι διαδικαστικά έγγραφα και δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν και να εκτιμηθούν από τον αναιρετικό δικαστή. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως μπορεί να έχει ως βάση τους εξής ισχυρισμούς: α) είτε ότι από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενο της πράξεως της φορολογικής αρχής ή της εκθέσεως ελέγχου προκύπτει ότι η πράξη αυτή είναι νομικώς πλημμελής, β) είτε ότι, αν και ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, έστω και για πρώτη φορά κατ' έφεση, συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια της πράξεως, η οποία προέκυπτε από το περιεχόμενό της, το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν την πλημμέλεια αυτή, γ) είτε, τέλος, ότι αν και ο αναιρεσείων είχε θέσει απλώς υπ' όψιν του δικαστηρίου της ουσίας, έστω και με υπόμνημα, το περιεχόμενο της πράξεως της φορολογικής αρχής, το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τη νομική πλημμέλεια της πράξεως, η οποία προέκυπτε από το περιεχόμενό της (ΣτΕ 3009/2008, 300/2003 επταμελές - παράβαλε ΣτΕ 4487/2001, 1389/1994 Ολομέλεια).
4. Επειδή, στο άρθρο 1509 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι:
{Η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις...}
Εξάλλου στο άρθρο δεύτερο του νόμου [Ν] 1329/1983 Κύρωση ως Κώδικα του Σχεδίου Νόμου: Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών..., (ΦΕΚ 25/Α/1983), ορίζεται ότι:
{1. Περιουσιακές παροχές γονέων προς τα τέκνα τους, που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1509 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτό θεσπίζεται με τον παραπάνω νόμο, υπόκεινται στο μισό του φόρου δωρεών μέχρι το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζονται και τυχόν προηγούμενες παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο του Αστικού Κώδικα. Για την φορολογία αυτή, κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις περί δωρεών του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 118/1973..., όπως κάθε φορά ισχύουν}
Με τα άρθρα 23 παράγραφος 4 του νόμου 1828/1989 (ΦΕΚ 2/Α/1989) και 13 παράγραφος 2 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990), το τελευταίο από τα οποία άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου 1882/1990 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλέπε άρθρο 52 περίπτωση η' αυτού), το ως άνω ποσό των 5.000.000 δραχμών αυξήθηκε διαδοχικώς σε 8.000.000 και 12.000.000 δραχμές, αντιστοίχως. Περαιτέρω, στο νομοθετικό διάταγμα [Ν] 118/1973 (Περί κώδικα φορολογίας κληρονομιών, δωρεών... (ΦΕΚ 202/Α/1973)) ορίζεται, στο άρθρο 34 ότι:
{Κτήσις περιουσίας αιτία δωρεάς, δια την επιβολή του φόρου, είναι:
α) Η εκ δωρεάς συνιστώμενης κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα...}
στο άρθρο 38 ότι:
{1. Υπόχρεος εις τον φόρον είναι ο δωρεοδόχος...}
στο άρθρο 39 ότι:
{1. Η φορολογική υποχρέωσις γεννάται κατά τον χρόνον της συντάξεως του εγγράφου της δωρεάς}
στο άρθρο 9 ότι:
{1. Ως αξία των αντικειμένων της κτήσεως δια τον υπολογισμό του φόρου, λαμβάνεται η κατά τον χρόνον της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως αγοραία αξία, προσδιοριζομένη κατά τα στα άρθρα 10 έως και 18 ειδικότερα οριζόμενα}
και στο άρθρο 10 ότι:
{1. Επί ακινήτων δια τον προσδιορισμό της αξίας λαμβάνονται υπ' όψιν και συνεκτιμώνται ιδία: Τα στοιχεία εκτιμήσεως των αυτών ή ετέρων πλησιόχωρων ομοειδών ακινήτων, τα προκύπτοντα εκ μεταβιβάσεως με αντάλλαγμα ή κτήσεων αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας ή εξ απαλλοτριώσεων ή δικαστικών διανομών, η καθαρά πρόσοδος αυτών, ως και παν έτερον πρόσφορο στοιχείον, ασκούν ουσιώδη επίδραση επί της διαμορφώσεως της αγοραίας αξίας αυτών. Εν ελλείψει οιουδήποτε εκ των ανωτέρω στοιχείων ή εφ' όσον τα υπάρχοντα κρίνονται απρόσφορα ή ανεπαρκή, ο προσδιορισμός της αξίας αυτών χωρεί δια παντός αποδεικτικού μέσου.}
Από την ανωτέρω διάταξη του νόμου [Ν] 1329/1983 προκύπτει ότι η γονική παροχή αντιμετωπίζεται από φορολογική άποψη ως δωρεά και υπάγεται στον προβλεπόμενο για τις δωρεές φόρο, όπως αυτός επιβάλλεται βάσει του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 118/1973, με μόνη τη διαφορά ότι χορηγείται απαλλαγή από το μισό φόρο, για το μέχρι 12.000.000 δραχμών (σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του νόμου 1882/1990) αντικείμενο της παροχής (ΣτΕ 2374/1990 - παράβαλε ΣτΕ 2937/1999). Περαιτέρω, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 118/1973, η κρίση ότι ορισμένο συγκριτικό στοιχείο είναι ή δεν πρόσφορο, η οποία δεν συνδέεται με συγκεκριμένες κατά νόμο ιδιότητες του οικείου ακινήτου και δεν συναρτάται με την συνδρομή ή μη ορισμένων κατά νόμο χαρακτηριστικών αλλά εκφέρεται ενόψει των πραγματικών συνθηκών που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί κρίση πραγμάτων, η οποία διαφεύγει τον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 2139/2001 - παράβαλε ΣτΕ 4286/1995).
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 90 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 118/1973 ορίζεται ότι:
{Δια την υποβολή των δηλώσεων εν τη φορολογία δωρεών... και την εν γένει διαδικασίαν βεβαιώσεως και καταβολής του φόρου εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα...72...}
και στο άρθρο 72 ορίζεται ότι:
{1. Επιτρέπεται η υπό του φορολογουμένου ανάκλησις εν όλω ή εν μέρει της υποβληθείσης δηλώσεως ένεκεν ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα προσηκόντως αποδεικνυόμενης ...
2. Η ανάκλησις της δηλώσεως δύναται να γίνει... μετά...την επίδοση της πράξεως του οικονομικού εφόρου εις πάσαν στάση της δίκης ενώπιον οιουδήποτε φορολογικού δικαστηρίου.}
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγράφου 1 εδάφιο τελευταίο του μνημονευόμενου στην προηγουμένη σκέψη δευτέρου άρθρου του νόμου [Ν] 1329/1983, συνάγεται ότι, μετά την επίδοση της καταλογιστικής πράξεως, η ανάκληση της δηλώσεως του φόρου γονικής παροχής μπορεί να γίνει το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων του άρθρου 172 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 331/1985 (ΦΕΚ 116/Α/1985) - ήδη άρθρου 96 του προαναφερθέντος και εν προκειμένω εφαρμοστέου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) (ΣτΕ 1647/2002 - παράβαλε ΣτΕ 3118/2000).
6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη, έγιναν δεκτά τα εξής:
{Με το υπ' αριθμόν 3091/06-04-1990 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών __________ η μητέρα του __________ (αναιρεσείοντος) του μεταβίβασε, αιτία γονικής παροχής, μεταξύ άλλων, και τα εξής αγροκτήματα, που βρίσκονται στην περιοχή __________ Κορινθίας:
α) αγρό, εκτάσεως δύο περίπου στρεμμάτων στη θέση Σιούρι ή Κάτω Κοψιά,
β) ...,
γ) αγρό 0,5 στρεμμάτων στη θέση Πικροδάφνη,
δ)...,
ε) πευκοδάσος εκτάσεως πέντε περίπου βεδουρίων στη θέση Πραρίστα - Φουβάγια,
στ)αγρό έξι περίπου στρέμματα στη θέση Κοψιά Θύμιου και
ζ) αγρό εκτάσεως πέντε περίπου στρεμμάτων, στη θέση Λεχείδι - Σταυρόδρομος.
Με την υποβληθείσα...2073Β/05-04-1990 δήλωσή του στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ο __________ (αναιρεσείων), αφού προσδιόρισε την αντιστοιχία των 5 βεδουρίων σε 100.000 m2 και την έκταση του υπό στοιχείο (στ) ακινήτου σε 7,5 στρέμματα (αντί των 6), δήλωσε ως αγοραία αξία όλων των εν λόγω ακινήτων το ποσό των 350.000 δραχμών. Η φορολογική, όμως, αρχή, αφού έλαβε υπ' όψη της τα αναφερόμενα στην (από 1-12-2000 έκθεση ελέγχου και, στην συνέχεια, σε εκτέλεση της 552/2004 προδικαστικής αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε η ως άνω αρχή να προσκομίσει έκθεση επανελέγχου, με την οποία θα προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά των εκτιμώμενων ακινήτων σε σχέση με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν ως συγκριτικά καθώς και οι μεταξύ τους αποστάσεις, την) από 18-10-2004 σχετική έκθεση __________ (του υπαλλήλου της __________ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ΣΤ' Πειραιώς __________) προσδιόρισε την φορολογητέα αξία των ακινήτων τούτων στο συνολικό ποσό των 25.550.000 δραχμών και με βάση αυτή υπολόγισε τον οφειλόμενο κύριο φόρο ... με την ...8/2001 πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας μαζί με ... (πρόσθετο φόρο) 75% λόγω ανακρίβειας της σχετικής δηλώσεως (ήτοι συνολικό οφειλόμενο φόρο 8.822.181 δραχμών).}
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2544/2005 οριστική απόφασή του, κατ' επίκληση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 23 παράγραφος 4 του νόμου 1828/1989, προσδιόρισε την αγοραία αξία των ενδίκων ακινήτων στο συνολικό ποσό των 24.675.000 δραχμών και περιόρισε τον πρόσθετο φόρο σε ποσοστό 60% επί του κυρίου φόρου. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, εφαρμόζοντας ομοίως την ως άνω διάταξη του νόμου 1828/1989, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
7. Επειδή, προβάλλεται ότι η από 18-10-2004 έκθεση επανελέγχου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συντάχθηκε από τη φορολογική αρχή σε εκτέλεση της 552/2004 προδικαστικής αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, συντάχθηκε χωρίς έγγραφη εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κορίνθου, ότι:
{η 2/2000 εντολή ελέγχου που αναφέρεται σ' αυτήν ανατέθηκε το έτος 2000 σε άλλο εφοριακό υπάλληλο της εν λόγω Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, ήτοι στο __________, ο οποίος υπογράφει και την από 01-12-2000 έκθεση ελέγχου}
στην οποία στηρίχθηκε η ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής, και ότι, συνεπώς:
{η προαναφερόμενη έγγραφη εντολή (υπ' αριθμόν 2/2000) δεν ανατέθηκε και στον συνάδελφό του __________, ο οποίος διενήργησε τον επανέλεγχο το 2004 και μάλιστα χωρίς επιτόπιο έλεγχο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως.}
Ο λόγος αυτός, ο οποίος ανάγεται σε νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής, απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον κατ' αναίρεση, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3, δεδομένου ότι αφ' ενός η πραγματική βάση της ως άνω πλημμέλειας δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη, αφ' ετέρου ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται, ούτε προκύπτει, άλλωστε, από τα διαδικαστικά έγγραφα, ότι είχε θέσει υπ' όψιν οιουδήποτε από τα δικαστήρια της ουσίας, έστω και με υπόμνημα, το περιεχόμενο της ένδικης πράξεως της φορολογικής αρχής, από το οποίο προέκυπτε, κατά τον αναιρεσείοντα, η εν λόγω πλημμέλεια, οπότε θα μπορούσε να ελεγχθεί κατ' αναίρεση η παράλειψη του δικάσαντος διοικητικού εφετείου να την εξετάσει, δεν αποτελούν δε διαδικαστικά έγγραφα ευθέως ελεγχόμενα κατ' αναίρεση η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής και η σχετική έκθεση ελέγχου, τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων (παράβαλε ΣτΕ 4487/2001 Ολομέλεια).
8. Επειδή, ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι η έκταση των προαναφερθέντων στην σκέψη 6 υπό στοιχεία (ε) και (στ) ακινήτων ανέρχεται, με το μεν κύριο δικόγραφο της προσφυγής σε 100.000 και 7.500 m2, αντιστοίχως, ήτοι ότι είναι η δηλωθείσα στην σχετική δήλωση φόρου γονικής παροχής, την οποία υπέβαλε ενώπιον της φορολογικής αρχής, το πρώτον δε με το υπόμνημα ότι αυτή ανέρχεται περίπου σε 60.000 και 6.000 m2, αντιστοίχως, ενώ με την έφεση ισχυρίσθηκε ότι το υπό στοιχείο (ε) ακίνητο έχει έκταση ανερχομένη στο μισό των 100 στρεμμάτων, ήτοι σε 50.000 m2, ουδέν, όμως, ανέφερε ως προς την έκταση του υπό στοιχείο (στ) ακινήτου. Αμφότερα τα δικαστήρια της ουσίας απέρριψαν σιωπηρώς τους ανωτέρω ισχυρισμούς, οι οποίοι συνιστούν ανάκληση της προαναφερθείσας δηλώσεως φόρου γονικής παροχής λόγω πλάνης ως προς την έκταση των επίμαχων ακινήτων και δέχθηκε την με αυτήν αρχικώς δηλωθείσα και ληφθείσα υπ' όψιν από τη φορολογική αρχή έκταση. Ο αφορών στο υπό στοιχεία (ε) ακίνητο ισχυρισμός απαραδέκτως προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με το επί της προσφυγής υπόμνημα του αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3, μπορούσε μεν να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης ενώπιον του πρωτοβαθμίου ή και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η εν λόγω δυνατότητα, όμως, αναφέρεται, πάντως, στα σχετικά εισαγωγικά δικόγραφα καθώς και στα κοινοποιούμενα κατά νόμο στους αντιδίκους δικόγραφα προσθέτων λόγων, όχι δε και στα υπομνήματα. Ενόψει, όμως, του ότι ο αναιρεσείων επανέφερε, όπως προαναφέρθηκε, τον ισχυρισμό αυτό με το δικόγραφο της εφέσεως, ανακαλώντας, ως εκ τούτου, εκ νέου παραδεκτώς τη δήλωσή του, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, ως έδει, τον εν λόγω ουσιώδη, ως αμέσως συναρτώμενο προς το ύψος του επιβλητέου φόρου, ισχυρισμό, η αναιρεσιβαλλόμενη παρίσταται κατά τούτο πλημμελώς αιτιολογημένη, όπως βασίμως προβάλλεται, και η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το αντίστοιχο μέρος (ΣτΕ 3118/2000). Καθ' ό μέρος, όμως, αφορά στην έκταση του υπό στοιχείου (στ) ακινήτου, ο αναιρεσείων δεν επανέφερε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τον περί ανακλήσεως της ανωτέρω δηλώσεως ισχυρισμό, ο οποίος, κατά τα προαναφερθέντα, απαραδέκτως είχε προβληθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με το επί της προσφυγής υπόμνημα, και, συνεπώς, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν είχε υποχρέωση ειδικής αντιμετωπίσεως του εν λόγω ζητήματος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
9. Επειδή, εξάλλου, για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας των μνημονευόμενων στην σκέψη 6 υπό στοιχεία (α) και (γ) και κειμένων στη θέση Σιούρι ή Κάτω Κοψιά και Πικροδάφνη, αντιστοίχως, ακινήτων, η φορολογική αρχή, κατόπιν της από 18-10-2004 εκθέσεως επανελέγχου, έλαβε υπ' όψιν, ως συγκριτικό στοιχείο, την εκτίμηση της αξίας μεταβιβασθέντος την 12-10-1990 ομοειδούς αγρού, επιφανείας 1.280 m2 κειμένου στην ίδια θέση με τα κρινόμενα (Κοψιά) και σε μικρή από αυτά απόσταση.... Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε σιωπηρώς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί του ότι με το ίδιο τοπωνύμιο αναφέρονται στην κτηματική περιφέρεια Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας και άλλες τοποθεσίες και ότι, συνεπώς, εφ' όσον στο ίδιο το συμβόλαιο της γονικής παροχής αναφέρεται για κάθε ένα από τα ανωτέρω ακίνητα διαφορετική τοποθεσία προσδιορισμένη επακριβώς, ήταν αόριστη η επίκληση, ως συγκριτικού στοιχείου, ακινήτου κειμένου γενικώς στη θέση Κοψιά, χωρίς προσδιορισμό της αποστάσεώς του από τα κρινόμενα. Η προαναφερθείσα σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεν υποχρεούταν δε το δικάσαν διοικητικό εφετείο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να προσδιορίσει ειδικότερα την μεταξύ τους απόσταση. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι οι λόγοι αναιρέσεως περί συνεκτιμήσεως, ως συγκριτικού στοιχείου, ακινήτου κειμένου σε διαφορετική θέση από τα κρινόμενα, «με σημαντική διαφοροποίηση της αγοραίας αξίας των ακινήτων αυτών», δεδομένου ότι πλήττουν ευθέως την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ως προς το ότι το εν λόγω συγκριτικό ακίνητο κείται στην ίδια θέση με τα κρινόμενα και σε μικρή από αυτά απόσταση.
10. Επειδή, περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με το προμνημονευθέν υπό στοιχείο (ε) ακίνητο (πευκοδάσος) του αναιρεσείοντος, το οποίο κείται στη θέση Πραρίστα - Φουβάγια, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ως πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, πευκοτεμάχιο εκτάσεως 265.000 m2, μεταβιβασθέν την 17-05-1989 και κείμενο στην ίδια θέση, πλησιόχωρο και ομοειδές με το κρινόμενο. Ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον αμφοτέρων των δικαστηρίων της ουσίας ότι η αναφορά στη θέση του ως άνω συγκριτικού στοιχείου, ελλείψει προσδιορισμού της αποστάσεώς του από το κρινόμενο, είναι αόριστη, δεδομένου ότι «η κτηματική περιφέρεια Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας καταλαμβάνει μεγάλη έκταση...από την Κινέττα ... (μέχρι) το Καλαμάκι (Ισθμός Κορίνθου)...και το όρος Γεράνια». Η ως άνω κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, καθ' ερμηνεία της οποίας τόσο το ληφθέν υπ' όψιν ως συγκριτικό όσο και το κρινόμενο ακίνητο βρίσκονται στη θέση Πραρίστα - Φουβάγια, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν απαιτούταν περαιτέρω προσδιορισμός της μεταξύ τους αποστάσεως. Επομένως, οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθ' ό δε μέρος πλήττουν ευθέως την ως άνω αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης, είναι απαράδεκτοι.
11. Επειδή, περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, θεώρησε ως πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας των προαναφερθέντων υπό στοιχεία (στ) και (ζ) ακινήτων, κειμένων στη θέση Κοψιά Θύμιου και Λεχείδι - Σταυρόδρομος, αντιστοίχως, την από 03-07-1990 μεταβίβαση ομοειδούς και πλησιόχωρου αγρού, στην ίδια με τα κρινόμενα θέση. Ενώπιον αμφοτέρων των δικαστηρίων της ουσίας ο αναιρεσείων προσέβαλε ως αόριστη την επίκληση του ως άνω συγκριτικού στοιχείου, υπό την έννοια ότι δεν προσδιορίζεται η θέση του σε σχέση με τα κρινόμενα ακίνητα, τα οποία δεν βρίσκονται αμφότερα στην ίδια θέση, ώστε να δύναται να κριθεί η προσφορότητα του συγκριτικού. Οι ισχυρισμοί αυτοί μη νομίμως απερρίφθησαν σιωπηρώς από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, δεδομένου ότι, ως ουσιώδεις, έχρηζαν ειδικής απαντήσεως. Επομένως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η αναιρεσιβαλλόμενη αιτιολογείται, κατά τούτο, πλημμελώς και είναι, ως εκ τούτου, αναιρετέα.
12. Επειδή, με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του νόμου 1882/1990, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε στην σκέψη 4, άρχισε να ισχύει την 23-03-1990 και, ως εκ τούτου, ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της συντάξεως του από 06-04-1990 περί γονικής παροχής συμβολαίου, το ορισθέν με το δεύτερο άρθρο του νόμου [Ν] 1329/1983 ποσό των 5.000.000 δραχμών, μέχρι το οποίο η γονική παροχή φορολογείται με το μισό του φόρου δωρεάς, αυξήθηκε στο ποσό των 12.000.000 δραχμών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αφ' ενός μνημονεύει και, ως εκ τούτου, εσφαλμένως θεωρεί ως εφαρμοστέα, ως προς το ανωτέρω ποσό, όχι την ανωτέρω διάταξη του νόμου 1882/1990 αλλά εκείνη του άρθρου 23 παράγραφος 4 του νόμου 1828/1989, με την οποία, κατά τα προαναφερθέντα, το εν λόγω ποσό ορίσθηκε σε 8.000.000 δραχμές, αφ' ετέρου δεν προσάπτει νομική πλημμέλεια στην καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής ως προς το ζήτημα της εφαρμοστέας διατάξεως, χωρίς, όμως, να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ποια διάταξη εφήρμοσε σχετικώς η φορολογική αρχή, ζήτημα, από το οποίο εξαρτάται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της ως άνω πράξεως της φορολογικής αρχής. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη στερείται, κατά τούτο, νομίμου βάσεως και είναι, ως εκ τούτου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, αναιρετέα.
13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά τα προαναφερθέντα, καθ' ό μέρος, ειδικότερα, αφορά στον υπολογισμό του ενδίκου φόρου βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 4 του νόμου 1828/1989 (και όχι, ως έδει, βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 1882/1990) καθώς και στην έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με το εμβαδόν του υπό στοιχείου (ε) ακινήτου και την προσφορότητα του αντιστοιχούντος στα υπό στοιχεία (στ) και (ζ) ακίνητα, συγκριτικού ακινήτου, να αναιρεθεί δε κατά το αντίστοιχο μέρος η 2077/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, και η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ως άνω δικαστήριο για νέα, νόμιμη κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 2077/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο αιτιολογικό
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13-01-2009
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28-01-2009.