Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του νόμου 3050/2002 (ΦΕΚ 214/Α/2002) καταργείται και η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
{4. Ασφαλισμένοι του κλάδου κύριας ασφάλισης αγροτών, οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι έξι μήνες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν να ασφαλίζονται στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, εξαιρούμενοι της ασφάλισης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών για την απασχόληση τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των έξι μηνών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.}
2. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του νόμου 3050/2002 (ΦΕΚ 214/Α/2002) όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του νόμου 3144/2003 (ΦΕΚ 111/Α/2003) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
{Από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, όσα έχουν ασφαλισθεί μέχρι 12-09-2002 για την απασχόληση τους αυτή στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και παράλληλα και στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών εξαιρούνται για το εν λόγω χρονικό διάστημα από την ασφάλιση στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών.
Ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδότη με τυχόν πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις που έχουν καταβληθεί υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και αναζητούνται από τους δικαιούχους. Καταλογιστικές δε πράξεις εισφορών για το σκοπό αυτόν θεωρούνται αυτοδικαίως καταργηθείσες.}
Για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, υποβάλλεται σχετική αίτηση εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
3. α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2458/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
{1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που ορίζεται στα άρθρα 6 παράγραφος 1 και 7 του παρόντος νόμου, για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας δικαιούνται σύνταξη:
α) ο επιζών σύζυγος ή η σύζυγος, εφόσον δεν συνταξιοδοτείται από οποιαδήποτε άλλη πηγή, περιλαμβανομένου και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων,
β) τα προστατευόμενα παιδιά, εφόσον είναι νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα και προκειμένου για γυναίκα και τα φυσικά αυτής παιδιά, με την προϋπόθεση ότι:
α)α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή
β)β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, είναι ανίκανα για κάθε εργασία, εφόσον η ανικανότητα τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους ή κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Ειδικά, για παιδιά που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις ή ανικανότητα για κάθε εργασία που οφείλεται στις παθήσεις αυτές, απαιτείται να έχει επέλθει πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας.}
β) Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του νόμου [Ν] 2458/1997, όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του νόμου 3232/2004, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
{1. Η μηνιαία σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας συνίσταται σε ποσοστό 2% επί των, κατά το άρθρο 4 του νόμου αυτού, ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν υπαχθεί για κάθε έτος ασφάλισης, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο έναρξης της συνταξιοδότησης. Για τον υπολογισμό της σύνταξης, χρόνος ασφάλισης μεγαλύτερος των έξι μηνών θεωρείται πλήρες έτος. Το ποσό της σύνταξης προσαυξάνεται με επίδομα για τον σύζυγο ή τη σύζυγο που δεν συνταξιοδοτείται από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένου και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ή τον σύζυγο ή τη σύζυγο που δεν ασκεί άλλη εργασία, πλην της υπαγόμενης στην ασφάλιση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων. Το επίδομα αυτό ισούται με ποσοστό 10% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας και προσαυξάνεται με επίδομα παιδιών, που ισούται με ποσοστό επί του ποσού της 1 ης ασφαλιστικής κατηγορίας, 8% για το πρώτο παιδί, 10% για το δεύτερο παιδί, 12% για το τρίτο και άνω παιδιά, εφόσον είναι άγαμα και ανήλικα και δεν εργάζονται ή είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία και δεν λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένου και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ή του Κλάδου. Ειδικά, για παιδιά που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις ή ανικανότητα για κάθε εργασία που οφείλεται στις παθήσεις αυτές, απαιτείται να έχει επέλθει πριν από τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή εξωτερικού. Εφόσον ο έτερος των γονέων είναι συνταξιούχος του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ή του κλάδου, η προσαύξηση χορηγείται, κατ' επιλογή τους, στον έναν εκ των συζύγων.}
4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του νόμου [Ν] 2458/1997, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του νόμου 3050/2002, προστίθενται εδάφια ως εξής:
{Για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης θανάτου από τον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης απαιτείται ο επιζών σύζυγος ή η σύζυγος να μη συνταξιοδοτείται με ίδιο δικαίωμα από οποιαδήποτε πηγή περιλαμβανομένου και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, τα δε ορφανά παιδιά να πληρούν τις εκάστοτε οριζόμενες σχετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
Για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 2458/1997, όπως κάθε φορά ισχύουν.
Η επικουρική συνταξιοδοτική παροχή του κλάδου πρόσθετης ασφάλισης αγροτών, γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, ακολουθεί, όσον αφορά την αναστολή, διακοπή, συνέχιση ή επαναχορήγησή της, την κύρια σύνταξη.}
5. Οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ασφαλισμένων του κλάδου κύριας ασφάλισης αγροτών, που έχουν εγγραφεί στα μητρώα του κλάδου πρόσθετης ασφάλισης, μπορούν, σε περίπτωση που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές στον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης, να αναγνωρίσουν στον κλάδο κύριας ασφάλισης μέρος ή το σύνολο του οφειλόμενου στον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης χρόνου, ύστερα από αίτηση τους που υποβάλλεται άπαξ πριν από τη συνταξιοδότηση τους.
Οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν, για κάθε μήνα αναγνώρισης, το άθροισμα της ατομικής ασφαλιστικής εισφοράς και της κρατικής εισφοράς που προβλέπονται από τις διατάξεις των εδαφίων με στοιχεία 1)α' και 4)α' του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 2458/1997, όπως ισχύει, υπολογιζόμενων επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για αναγνώριση.
Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται η διαδικασία καταβολής των εισφορών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12 και των εδαφίων α', β' και γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 78/1998 (ΦΕΚ 72/Α/1998).
Σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές εισφορές δεν καταβληθούν εμπρόθεσμα αναζητούνται για μία ακόμη φορά, αφού γίνει ο επανυπολογισμός τους με βάση το νέο ποσό της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας, όπως αυτό έχει αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 2458/1997, όπως ισχύει.
Οι εγγεγραμμένοι μόνο στα μητρώα ασφαλισμένων του κλάδου πρόσθετης ασφάλισης μπορούν επίσης να εξοφλήσουν το σύνολο ή μέρος του χρόνου για τον οποίο οφείλουν εισφορές στον κλάδο αυτόν κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.
6. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του νόμου 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α/2004) προστίθενται εδάφια ως εξής:
{Προκειμένου για τους ασφαλισμένους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης είναι 15 έτη ασφάλισης και η καταβολή εισφορών στον κλάδο κύριας ασφάλισης. Οι αναφερόμενες χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ισχύουν, εφόσον ο θεμελιωτικός χρόνος της εικοσιπενταετίας δεν συμπληρώνεται με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης σε ημεδαπό φορέα ή και με συνυπολογισμό χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χωρών με τις οποίες έχει υπογραφεί και ισχύει διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας. Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται και η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 4169/1961, όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ' της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 2458/1997.}
7. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 1287/1982 προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:
{Τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται από οποιαδήποτε αιτία από ασφαλιστικούς φορείς χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χωρών οι οποίες, χωρίς να είναι μέλη της, εφαρμόζουν τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κοινωνική ασφάλιση, καθώς επίσης και χωρών με τις οποίες η Ελλάδα έχει συνάψει σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος με ή χωρίς συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισης που πραγματοποίησαν στους φορείς των χωρών αυτών, δικαιούνται κατ' εξαίρεση σύνταξη από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [Ν] 4169/1961, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού των συντάξεων που λαμβάνουν από τις χώρες αυτές.}
Η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή και σε περιπτώσεις που έχουν απορριφθεί, οι οποίες και επανεξετάζονται κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης.
8. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 2458/1997 προστίθενται εδάφια, ως εξής:
{Κατ' εξαίρεση δικαιούνται τη βασική σύνταξη γήρατος που προβλέπεται από το νόμο [Ν] 4169/1961, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου, ασφαλισμένοι του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι, κατά την 01-01-1998, που άρχισε να λειτουργεί ο κλάδος κύριας ασφάλισης είχαν συμπληρώσει το λιγότερο είκοσι πέντε (25) χρόνια ασφάλισης στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους. Με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου κρίνονται και εκκρεμείς υποθέσεις. Στους συνταξιοδοτούμενους αυτής, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 2458/1997.}