Νόμος 2218/94 - Άρθρο 11

Άρθρο 11: Εξαγωγή και δημοσίευση αποτελεσμάτων εκλογής - Έλεγχος και εκδίκαση κύρους εκλογών


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η εφορευτική επιτροπή και ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής είναι υποχρεωμένοι, αμέσως μετά τον τερματισμό της διαλογής, να κλείσουν ασφαλώς μέσα σε σάκο το πρωτόκολλο της ψηφοφορίας, το βιβλίο πρακτικών, τους πίνακες διαλογής και όσα άλλα εκλογικά έγγραφα υπάρχουν, καθώς και τα δέματα των ψηφοδελτίων τακτοποιημένα κατά συνδυασμούς με τη σειρά που αριθμήθηκαν και να σφραγίσουν το σάκο. Στο σάκο έχουν το δικαίωμα να βάλουν τη σφραγίδα τους οι υποψήφιοι ή οι αντιπρόσωποί τους. Το σάκο παραλαμβάνει ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής, τον μεταφέρει ο ίδιος και τον παραδίδει στον πρόεδρο του αρμόδιου πρωτοδικείου.

 

Σε περίπτωση που χαθεί ο σάκος, το αρμόδιο πρωτοδικείο, αφού διαπιστώσει την απώλεια, με πρόταση του εισαγγελέα του και με απόφαση του, που εκδίδεται σε δημόσια συνεδρίαση, διατάζει με την ίδια απόφαση να προσκομιστεί το αντίγραφο της πράξης της εφορευτικής επιτροπής, που διαβιβάστηκε στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας ή στο νομάρχη. Με βάση το αντίγραφο αυτό γίνεται η συγκέντρωση και κατάταξη των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις.

 

2. Αρμόδιο πρωτοδικείο για τις ενέργειες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 6 του άρθρου αυτού είναι το πολιτικό πρωτοδικείο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 7. Ο πρόεδρος πρωτοδικών, μόλις συγκεντρωθούν τα αποτελέσματα όλων των εφορευτικών επιτροπών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, καταρτίζει πίνακα των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας και εξάγει το γενικό αποτέλεσμα, το οποίο δημοσιεύει αμέσως με τοιχοκόλληση στο κατάστημα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Ο πίνακας περιέχει: α) τον αριθμό των γραμμένων εκλογέων, β) το συνολικό αριθμό των ψηφισάντων, γ) τον αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων, δ) τον αριθμό των άκυρων ψηφοδελτίων, ε) τον αριθμό των λευκών ψηφοδελτίων, στ) την εκλογική δύναμη κάθε συνδυασμού, δηλαδή το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων τα οποία έλαβε κάθε συνδυασμός. Στον πίνακα προτάσσονται οι συνδυασμοί σύμφωνα με τη σειρά της εκλογικής τους δύναμης. Κάτω από τον πίνακα συντάσσεται πράξη, στην οποία αναγράφονται ολογράφως τα πιο πάνω στοιχεία για κάθε περίπτωση και υπογράφεται από τον πρόεδρο. Κατά την κατάρτιση του πίνακα μπορεί να παρίσταται ένας αντιπρόσωπος από κάθε συνδυασμό.

 

3. Επικυρωμένο αντίγραφο του πιο πάνω πίνακα στέλνεται αμέσως από τον πρόεδρο του αρμόδιου πρωτοδικείου στο Υπουργείο Εσωτερικών, το γενικό γραμματέα της περιφέρειας και το νομάρχη.

 

4. Ο πρόεδρος πρωτοδικών εκθέτει τα πρακτικά της εκλογής και τον πίνακα των αποτελεσμάτων στο κατάστημα του πρωτοδικείου επί πέντε (5) ημέρες και συντάσσει για την έκθεση αυτή πρακτικό, που τοιχοκολλείται επίσης έξω από το δικαστικό κατάστημα. Στο διάστημα αυτό οι εκλογείς μπορούν να λάβουν γνώση του πίνακα και των λοιπών στοιχείων της εκλογής και να ασκήσουν ενστάσεις κατά του κύρους της.

 

5. Αν δεν υποβληθούν ενστάσεις, το πολυμελές πρωτοδικείο επικυρώνει με απόφαση του το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσει τον επιτυχόντα και τους επιλαχόντες συνδυασμούς, το νομάρχη και τους τακτικούς και αναπληρωματικούς νομαρχιακούς συμβούλους κάθε συνδυασμού που εκλέγονται. Οι σύμβουλοι κατατάσσονται με τη σειρά της εκλογής τους, σύμφωνα με τον αριθμό των σταυρών προτιμήσεως που έχουν λάβει, και, αν δεν υπάρχουν σταυροί, με αλφαβητική σειρά.

 

Ο πρόεδρος του πρωτοδικείου αναρτά αντίγραφο της απόφασης στο κατάστημα του δικαστηρίου επί τρεις (3) συνεχείς ημέρες και αποστέλλει αντίγραφό της στο νομάρχη και στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας.

 

6. Η κατάθεση των ενστάσεων κατά του κύρους της εκλογής γίνεται στο γραμματέα του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, ο οποίος δίνει σχετική απόδειξη. Ο γραμματέας, χωρίς αναβολή, διαβιβάζει την ένσταση μαζί με όλα τα σχετικά με την εκλογή έγγραφα και λοιπά στοιχεία και το πρακτικό της παραγράφου 4 στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο.

 

Οι ενστάσεις μπορούν να αναφέρονται είτε σε παραβάσεις των διατάξεων νόμου και γενικά σε πλημμέλειες της εκλογής είτε σε έλλειψη προσόντων ή σε κωλύματα εκλογιμότητας των προσώπων που έχουν εκλεγεί. Στην περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας, οι ενστάσεις μπορούν να αφορούν είτε ολόκληρη την εκλογή είτε την πρώτη ή την επαναληπτική ψηφοφορία.

 

7. Οι ενστάσεις που έχουν υποβληθεί κατά του κύρους των εκλογών εκδικάζονται από το αρμόδιο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Η ημέρα και η ώρα της συζήτησης των ενστάσεων ορίζονται σε έκθεμα, που συντάσσει ο πρόεδρος του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου και τοιχοκολλείται στο ακροατήριο, μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών από τη λήξη του πενθήμερου που προβλέπει η παράγραφος 4. Η συζήτηση πρέπει να γίνει αφού περάσουν τρεις (3) αλλά όχι περισσότερες από πέντε (5) ημέρες από την ημέρα που τοιχοκολλήθηκε το έκθεμα.

 

8. Για την εκδίκαση των ενστάσεων εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διαδικαστικές διατάξεις και οι διατάξεις περί εκδικάσεως των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών του νόμου 345/1976 περί κυρώσεως του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως ισχύει κάθε φορά. Όπου με τις διατάξεις αυτές γίνεται παραπομπή σε διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 1406/1983. Οι προθεσμίες των άρθρων 28 και 30 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 345/1976 είναι τριών (3) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 4.

 

Η οριστική απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται οκτώ (8) ημέρες το αργότερο μετά τη συζήτηση. Αν όμως το δικαστήριο θεωρεί ότι, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς, του, είναι αναγκαία η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ή η εξέταση μαρτύρων, μπορεί με ιδιαίτερη απόφαση να παρατείνει για δέκα (10) ημέρες την προθεσμία της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεώς του.

 

9. Το δικαστήριο αποφασίζει ότι η εκλογή είναι άκυρη, αν διαπιστώσει ότι: α) τα πρόσωπα που έχουν εκλεγεί δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα ή είχαν κάποιο κώλυμα εκλογιμότητας, β) υπάρχει παράβαση νόμου ή πλημμέλεια της εκλογής. Στη δεύτερη περίπτωση το δικαστήριο ακυρώνει την εκλογή, μόνον εφόσον δημιουργούνται αμφιβολίες για το ότι το συνολικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν διαφορετικό, αν δεν συνέβαιναν οι παραβάσεις και οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν. Το δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ακυρώσει ολόκληρη την εκλογή ή μόνον την επαναληπτική είτε για όλα είτε για ορισμένα εκλογικά τμήματα.

 

10. Αν το δικαστήριο κηρύξει άκυρη την εκλογή τακτικών συμβούλων,επειδή δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα ή είχαν κώλυμα εκλογιμότητας, ανακηρύσσει ως εκλεγόμενους τους επόμενους, κατά τη σειρά των ψήφων προτιμήσεως που έχουν λάβει.

 

11. Αν βεβαιωθεί λάθος σχετικό με την αρίθμηση των ψήφων, το δικαστήριο ανακηρύσσει τον επιτυχόντα και τους επιλαχόντες συνδυασμούς, καθώς και τους συμβούλους που εκλέγονται, σύμφωνα με τη σωστή αρίθμηση.

 

12. Αν απορριφθούν οι ενστάσεις, καθώς και στις περιπτώσεις των παραγράφων 10 και 11 αυτού του άρθρου, το δικαστήριο επικυρώνει το αποτέλεσμα της εκλογής και εφαρμόζει την παράγραφο 5.

 

13. Κάθε εκλογέας δημότης δήμου ή κοινότητας της περιφέρειας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεσή κατά της αποφάσεως του πρωτοδικείου ή του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου στο τριμελές διοικητικό εφετείο, μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών που αρχίζει από την παρέλευση του τριημέρου που προβλέπει η παράγραφος 5 ή, σε περίπτωση που κηρυχθεί άκυρη η εκλογή, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η έφεση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή ή παραδίδεται με απόδειξη στον πρόεδρο του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την απόφαση και αυτός τη διαβιβάζει χωρίς αναβολή, μαζί με ολόκληρη τη δικογραφία, στο αρμόδιο δικαστήριο. Για την εκδίκαση της εφέσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 7 έως 12.

 

14. Διόρθωση των αποφάσεων που κρίνουν τις ενστάσεις ή τις εφέσεις επιτρέπεται να γίνει από τα δικαστήρια που τις έχουν εκδώσει, ύστερα από αίτηση ενός εκλογέα ή αυτεπαγγέλτως, μόνο για να συμπληρωθούν

ατέλειες και να ερμηνευθούν ασάφειες ή αοριστίες ή για να διορθωθούν προφανή λάθη, που έγιναν κατά την αρίθμηση των ψήφων ή κατά τον καθορισμό της σειράς των προσώπων που έχουν εκλεγεί. Το δικαστήριο στέλνει αντίγραφο των αποφάσεων που αφορούν ενστάσεις ή εφέσεις χωρίς καθυστέρηση στο νομάρχη.

 

15. Το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο αποφασίζει και μετά την επικύρωση της εκλογής, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε εκλογέα, αν υπήρχε πριν από την εκλογή ανικανότητα ή κώλυμα εκλογιμότητας προσώπου που έχει εκλεγεί νομάρχης ή σύμβουλος, εφόσον αυτό δεν κρίθηκε κατά την εκδίκαση του κύρους της εκλογής. Αν διαπιστωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου ότι υπήρχε κώλυμα εκλογιμότητας, το πρόσωπο που έχει εκλεγεί εκπίπτει αυτοδικαίως και εκδίδεται σχετική πράξη του γενικού γραμματέα της περιφέρειας. Η έκθεση της απόφασης του δικαστηρίου και η έφεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 τελευταίο εδάφιο και της παραγράφου 13.

 

16. Κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις παραγράφους 13 και 14 χωρεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την παρέλευση του τριημέρου που ορίζεται στην παράγραφο 13. Για την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 7, 8 εκτός από το εδάφιο τρίτο και 9 έως 14.

 

17. Αν ακυρωθεί εκλογή, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία ανάμεσα στους ίδιους υποψήφιους που είχαν ανακηρυχθεί νόμιμα.

 

18. Μετά την τελεσίδικη επικύρωση της εκλογής και την ανακήρυξη του επιτυχόντος και των επιλαχόντων συνδυασμών και πριν από την ημέρα της εγκατάστασης και ανάληψης των καθηκόντων τους, ο νομάρχης και οι νομαρχιακοί σύμβουλοι δίνουν στο κατάστημα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο:

 

{Ορκίζομαι να είμαι πιστός στην πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου.}

 

Για την ορκωμοσία συντάσσεται πρακτικό, που υπογράφεται από το νομάρχη και όλους τους παρευρισκόμενους συμβούλους.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 18 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 13 του νόμου 2307/1995 (ΦΕΚ 113/Α/1995).

 

19. Αποποίηση της εκλογής νομάρχη ή νομαρχιακού συμβούλου γίνεται με έγγραφη δήλωση, που επιδίδεται στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας έως την παραμονή της εγκατάστασης των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.

 

Όποιος δεν αποποιηθεί την εκλογή και δεν δώσει τον όρκο που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του.

 

20. Παραίτηση νομάρχη και νομαρχιακών συμβούλων υποβάλλεται στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας και γίνεται οριστική από την αποδοχή της. Αν ο γενικός γραμματέας δεν την αποδεχθεί μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υποβολή της, η παραίτηση γίνεται οριστική από την εκ νέου επίδοση της με δικαστικό επιμελητή.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.