Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 331/1994 (31-05-1994)
Αριθμός ερωτήματος: 30847/22-05-1993 Διεύθυνση Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών έγγραφο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.
Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται: Αν τα ακραία οικόπεδα που έχουν πρόσωπο στις οριακές γραμμές εγκεκριμένου σχεδίου εφόσον δεν έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο είναι δυνατόν να οικοδομηθούν και αν το θεωρητικό πλάτος των 10 m της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 λαμβάνεται μόνο για τον έλεγχο του ιδεατού στερεού.
Στο παραπάνω ερώτημα το Γ' τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:
Ι. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1985), ορίζεται ότι:
{2. Οικόπεδο που βρίσκεται μέσα στο ρυμοτομικό σχέδιο κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου θεωρείται άρτιο και οικοδομήσιμο:
α) όταν πρόκειται για οικόπεδο που έχει δημιουργηθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αν έχει τα ελάχιστα όρια εμβαδού και προσώπου κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση που ισχύουν στην περιοχή}
κατά δε τη διάταξη του άρθρου 29 παράγραφος 1 του ίδιου νόμου, έχουσα τίτλο ειδικές περιπτώσεις ορίζεται ότι:
{οικόπεδα που βρίσκονται στα ακραία σημεία των ήδη εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και έχουν πρόσωπο στις οριακές πλευρές του σχεδίου, θεωρείται ότι βλέπουν σε δρόμο πλάτους 10 m.}
Από την πρώτη των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για να είναι άρτιο και οικοδομήσιμο ένα οικόπεδο που βρίσκεται σε εγκεκριμένο σχέδιο κατά τη δημοσίευση του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1955, θα πρέπει πλην των άλλων να έχει και τα ελάχιστα όρια προσώπου κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση και εν πάση περιπτώσει να έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο. Είναι δε πρόσωπο οικοπέδου κατά άρθρο 2 παράγραφος 15 του ιδίου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού το όριό τους προς κοινόχρηστο χώρο.
Από τη διατύπωση της δευτέρας των διατάξεων και την νομοτεχνική διάρθρωση του άρθρου 29 προκύπτει ότι με το καθιερούμενο πλάσμα του νόμου ο νομοθέτης θέλησε να εξομοιώσει από απόψεως δομικής αξιοποιήσεως τα στερούμενα σε κοινόχρηστο χώρο, προσώπου οικόπεδα, αλλά έχοντα πρόσωπο στις οριακές πλευρές του εγκεκριμένου σχεδίου, με εκείνα που έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση του νόμου στην οποία για το εν λόγω άρθρο σημειώνονται τα εξής:
{Άρθρο 29: Ειδικές περιπτώσεις: το άρθρο αυτό αναφέρεται σε ειδικές περιπτώσεις οικοπέδων, τα οποία λόγω της θέσης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ή και εκτός ρυμοτομικού σχεδίου (ακραία όρια κ.λ.π.) ή της προέλευσής τους (παραχωρηθέντα) δημιουργούσαν προβλήματα κατά τη δόμησή τους γιατί η ισχύουσα νομοθεσία στο σημείο αυτό ήταν ελλιπής.}
Έτσι ο νομοθέτης έχοντας την προαναφερθείσα πρόθεση, κατέστησε κατά πλάσμα του νόμου, οικοδομήσιμα και αυτά τα οικόπεδα θεωρώντας ότι έχουν πρόσωπο σε δρόμο πλάτους 10 m.
Σύμφωνα με το ιστορικό του ερωτήματος, το Πολεοδομικό Γραφείο Αργυρούπολης, εξέδωσε την 1551/1993 οικοδομική άδεια στο όνομα Κωνσταντίνου Ιωαννίδη για οικόπεδο που βρίσκεται στη Βάρη Αττικής εντός εγκεκριμένου σχεδίου και με πρόσωπο στις οριακές πλευρές του σχεδίου και ότι στη συνέχεια ανακάλεσε αυτήν, επειδή διαπίστωσε ότι το εν λόγω οικόπεδο δεν είχε πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο.
Η άποψη επί της οποίας στηρίχθηκε η ανάκληση της προαναφερθείσης οικοδομικής άδειας, ότι το προαναφερθέν θεωρητικό πλάτος των 10 m λαμβάνεται υπόψη μόνο για τον υπολογισμό του ιδεατού στερεού και δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθούν τα εν λόγω οικόπεδα είναι κατά τη γνώμη μας εσφαλμένη, διότι όπως προαναφέρθηκε, νομοτεχνικά η εν λόγω παράγραφος εντάσσεται στο άρθρο που φέρει τον τίτλο ειδικές περιπτώσεις και το οποίο αποσκοπεί να καταστήσει οικοδομήσιμα όσα οικόπεδα δεν έχουν μεν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο έχουν όμως την τύχη να βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και να έχουν πρόσωπο στις οριακές του γραμμές πάντως εν ουδεμία (η εν λόγω διάταξη) σκοπό έχει να προσδιορίσει το ιδεατό στερεό αυτών των οικοπέδων κατά τρόπον διάφορον του προσδιοριζόμενου από τη διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 6 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 η οποία ορίζει ότι
{6. Το κτίριο που μπορεί να ανεγερθεί στο οικόπεδο περιορίζεται μέσα σε ιδεατό στερεό που καθορίζεται:
α) από την κατακόρυφη επιφάνεια που περνά από την οικοδομική γραμμή και της οποίας τα ανώτατα σημεία βρίσκονται σε ύψος 1.5 Π που μπορεί να μην είναι μικρότερο των 7.5 m από τα αντίστοιχα σημεία του κρασπέδου του πεζοδρομίου (όπου Π το πλάτος του δρόμου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 10...).
Διότι, μια τέτοια διάφορη ρύθμιση αν επιθυμούσε ο νομοθέτης θα την περιελάμβανε στη διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 6 πράγμα όμως που δεν έκανε πέραν του ότι με βάση την άποψη αυτή θα καταλήγαμε στο παράδοξο τα οικόπεδα αυτά να έχουν δύο ιδεατά, στερεά ένα βάσει του προαναφερθέντος θεωρητικού πλάτους των 10 μέτρων και ένα βάσει του πλάτους του δρόμου που θα διανοιχτεί στο όριο του ρυμοτομικού σχεδίου.
Συνεπώς κατά τη γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τα εν λόγω οικόπεδα είναι οικοδομήσιμα και το πλάτος των 10 m που ορίζει η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 λαμβάνεται για τον υπολογισμό του ιδεατού αυτού στερεού.
Θεωρήθηκε
Αθήνα 01-07-1994
Ο Αντιπρόεδρος
Ο Πάρεδρος