Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 121/1977 (18-01-1977)
Αριθμός ερωτήματος: Το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου Ε37415/4140/1976 του Υπουργείου Δημοσίων Έργων / Υπηρεσία Οικισμού - Διεύθυνση Ε2/β.
Περίληψη Ερωτήματος: Κατόπιν της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, δι' ης ακυρώθηκε η άρνησις της Διοικήσεως όπως άρει και τυπικώς την αυτοδικαίως αρθείσα ήδη αναγκαστική, λόγω ρυμοτομίας, απαλλοτρίωση οικοπέδου των αιτούντων ερωτάται εάν, η Διοίκησις προτιθέμενη να υποβάλει εκ νέου, δια Διατάγματος, την αυτήν απαλλοτρίωση επί του ιδίου οικοπέδου, υποχρεούται να προβεί προηγουμένως εις την, δια Διατάγματος τυπική άρση της προγενεστέρας, ή δύναται να επιβάλει την νέα απαλλοτρίωση άνευ τυπικής άρσεως της ως άνω παλαιάς.
Επί του πρόσθεν ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:
1. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δια της, στο ερώτημα, απόφασής του (985/1976), έκρινε (συμφώνως προς την παγία νομολογία του), ότι, επειδή η δικαστική απόφασις, δι ης καθορίσθηκε η αποζημίωσις δια το απαλλοτριωθέν, λόγω ρυμοτομίας, οικόπεδον, δημοσιεύθηκε την 21-06-1971, ήτοι, μεταγενεστέρως της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος του 1968 (15-11-1968) η διάταξις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 21 αυτού καταλαμβάνει και τις προ αυτού κηρυχθείσες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, ότι, επομένως, μη καταβληθείσης της ως άνω καθορισθείσης αποζημιώσεως εντός ενός και ημίσεος έτους από της 22-06-1971, καθ' ην δημοσιεύθηκε η, δι' ης καθορίσθηκε αυτή, δικαστική απόφασις, ήρθη αυτοδικαίως, από της παρόδου του χρόνου τούτου, κατ' εφαρμογήν της διαληφθείσης συνταγματικής διατάξεως, η δια των από [ΒΔ] 03-07-1936 και από [ΒΔ] 30-01-1939 βασιλικών διαταγμάτων (δι' ων ενεκρίθη το ρυμοτομικό σχέδιον) κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωσις και ότι η Διοίκησις, κατόπιν της υπό των ενδιαφερομένων υποβολής εις αυτήν σχετικού αιτήματος, υποχρεούτο όπως άρει και τυπικώς ταύτη, μη ούσης νομίμου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αρνητικής διοικητικής πράξεως: διότι δύνασθε να λάβετε άδεια οικοδομής επί του ρυμοτομούμενου οικοπέδου σας. Κατ' ακολουθίαν τούτων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την δια της υπ' αριθμόν Ε18649/1973 πράξεως της Διοικήσεως εκδηλωθείσα άρνηση αυτής να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση και ανέπεμψε την υπόθεση εις την Διοίκησιν δια τα περαιτέρω νόμιμα.
2. Το πρόσθεν ερώτημα, καθ' α σε αυτό εκτίθεται, διατυπώνεται κατόπιν της προδιαληφθείσας αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και λαμβανομένης υπ' όψιν της υπ' αριθμόν 144/1976 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (τμήμα Α) καθ' ην η κατά την διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 απαιτουμένη από της οπωσδήποτε επελθούσης ανακλήσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, διετία, προ της παρόδου της οποίας, ως ορίζεται εν τη διατάξει ταύτη, δεν χωρεί, άκοντος του ιδιοκτήτου, νέα τοιαύτη απαλλοτρίωσις του απαλλοτριωθέντος δια τον αυτόν σκοπόν, υπολογίζεται από της χρονολογίας της επελθούσης ανακλήσεως (βλέπε και άρθρο 3 νομοθετικού διατάγματος [Ν] 280/1974) και ουχί από της μεταγενέστερης, δια πράξεως της Διοικήσεως ή δικαστικής αποφάσεως, βεβαιώσεως του γεγονότος τούτου, εξ ου δηλονότι, έπεται, ότι, εις την προκειμένη περίπτωσιν, η εν λόγω διετία, αρξάμενη την 23-12-1972, ήτοι την επόμενη της ημέρας, καθ' ην παρήλθε εν και ήμισυ έτος από του καθορισμού της αποζημιώσεως (22-06-1971) και ήρθη αυτοδικαίως η απαλλοτρίωσις ως δέχεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας δια της ανωτέρω αποφάσεώς του, συμπληρώθηκε ήδη την 23-12-1974 και ότι πλέον δεν κωλύεται η Διοίκησις ν' απαλλοτριώσει εκ νέου προς τον αυτόν σκοπόν το ίδιον ακίνητο άκοντος του ιδιοκτήτου αυτού.
3. Κατά την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 95 του εν ισχύι Συντάγματος, ταυτόσημο προς την τοιαύτη της παραγράφου 4 του άρθρου 107, του, δια της από 01-08-1974 Συντακτικής πράξεως (ΦΕΚ 213/Α/1974), καταργηθέντος Συντάγματος του έτους 1968, η Διοίκησις έχει υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τις διατάξεις δε των παραγράφων 4 εδάφιο α' και 5 του άρθρου 50 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 περί του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διοικητικές αρχές δέον εις εκτέλεσιν της εκ της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής απορρεούσης υποχρεώσεώς των, να συμμορφώνονται κατά τις εκάστοτε περιπτώσεις, δια θετικής ενεργείας προς το περιεχόμενον της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας ή απέχουν από πάσης ενεργείας αντιτιθέμενης προς τα υπ' αυτού κριθέντα.
4. Εκ του παρατιθέμενου ανωτέρω (παράγραφος 1) περιεχομένου της ακυρωτικής υπ' αριθμόν 985/1976 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας σαφώς προκύπτει ότι, δι' αυτής, το μεν εκρίθη ότι ήρθη αυτοδικαίως η απαλλοτρίωσις και ότι η Διοίκησις υποχρεούτο όπως άρει και τυπικώς ταύτη, το δε αναπέμφηκε η υπόθεσις εις την Διοίκησιν δια τα περαιτέρω νόμιμα, τουτέστιν ίνα αυτή, συμφώνως προς τις εν τη ηγουμένη παραγράφω διατάξεις, προέλθει δια θετικής ενεργείας εις την τυπική άρση της απαλλοτριώσεως, δοθέντος ότι δια της αποφάσεως ταύτης δεν ακυρώθηκαν τα δι' ων επεβλήθη η απαλλοτρίωσις, ρυμοτομικά διατάγματα αλλά μόνον η αρνητική, περί άρσεως της απαλλοτριώσεως, πράξις της Διοικήσεως. Επομένως δια της διαληφθείσης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας η Διοίκησις υποχρεώθηκε όπως, δια θετικής ενεργείας της, εις ην όφειλε και παρέλειπε να χωρίσει, άρει και τυπικώς την εν λόγω απαλλοτρίωση.
5. Ετέρωθεν, η έκδοσις πράξεως, ταυτοσήμου κατά περιεχόμενον προς προηγουμένη, ερμηνεύεται, εκτιμώμενη των κατ' ιδίαν περιστατικών εκάστης περιπτώσεως, άλλοτε μεν ως περιέχουσα έμμεση ανάκληση της πρώτης πράξεως, άλλοτε δε ως μη επαγόμενη τοιούτον αποτέλεσμα αλλά, είτε ως σκοπούσα να καλύψει τυχόν ακυρότητα της αρχικής, είτε ως περιττή, εν πάση όμως περιπτώσει η έκδοσις νεωτέρας πράξεως που ρυθμίζει το αυτό αντικείμενον, τότε μόνον δύναται να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα έμμεση ανάκληση της πρώτης, όταν ο νόμος δεν απαιτεί έκδοση τυπικής πράξεως ανακλήσεως (Πορίσματα Νομολογία Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, Κεφάλαιο Δ' παράγραφος 8, ΙΙ. Διοικητική Πράξις και αυτόθι παραπέμπει σε απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας ιδία δε εις την 127/1945).
Δια τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις όμως, υφίσταται εν παράγραφο 4 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 ρητή διάταξις απαγγέλλουσα ότι, ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα ταύτη αρχή υποχρεούται όπως εντός διμήνου εκδώσει πράξη βεβαιούσαν την επελθούσα ανάκληση και δημοσιευόμενη δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αλλά και υπό το, προϊσχύσαν του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, από [ΒΔ] 29-04-1953 βασιλικό διάταγμα περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, έχει κριθή ότι, κατά τα άρθρα 2 παράγραφος 3 και 7 παράγραφος 1 του Διατάγματος τούτου, η Διοίκησις υποχρεούται όπως, εν περιπτώσει μη συντελέσεως της κηρυχθείσης απαλλοτριώσεως εντός της νομίμου προθεσμίας, προβεί και εις την τυπική άρση αυτής (ΣτΕ 720/1974). Προς τούτοις δε ειρήσθω ότι και εις τις περιπτώσεις έτι εκείνες, καθ' ας, υπό το καθεστώς του ως άνω βασιλικού διατάγματος, οι κατ' εφαρμογήν σχεδίων πόλεων κηρυσσόμενες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, ναι μεν εξαιρούντο της αυτοδίκαιας ανακλήσεως (άρθρο 43 παράγραφος 4 του ανωτέρω βασιλικού διατάγματος, άρθρο 17 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2003/1939), πλην όμως, κατά την από μακρού παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που διατυπώνονται πέραν του εύλογου χρόνου αποτελούν βάρος της ιδιοκτησίας αντιτιθέμενο εις το Σύνταγμα και ως εκ τούτου επαγόμενο την υποχρέωσιν της Διοικήσεως όπως άρει αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως αποφαίνεται (ΣτΕ 311/1971, 791/1971, 1096/1971, 1236/1971, 1465/1971, 1546/1971, 2372/1971, 64/1971, 872/1974, 2224/1974, 2227/1974, 2229/1974, 3609/1874 κ.α. πολλές), ότι η Διοίκησις, διατηρεί μεν την ευχέρεια όπως, μετ' εκτίμησιν των συνθηκών, ρυθμίσει εκ νέου το θέμα από της απόψεως του εφαρμοστέου σχεδίου πόλεως κατά την ουσιαστική κρίσιν της δεόντως αιτιολογημένη (άγουν όπως επιβάλει εκ νέου την αυτήν απαλλοτρίωση, υποχρεούται, όμως, όπως προβεί εις την άρση των απαλλοτριώσεων τούτων δια σχετικής τροποποιήσεως του σχεδίου της πόλεως, δι' ην τροποποίηση, ούσα υποχρεωτική, δεν απαιτείται, ούτε η συνδρομή λόγου τινός εκ των δυναμένων να δικαιολογήσουν κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων, κωμών κ.λ.π., την τροποποίηση του σχεδίου τούτου, ούτε η τήρησις της υπ' αυτού προβλεπομένης διαδικασίας (γνωμοδότηση δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου κ.λ.π.). Εν τέλει, εις την προκειμένη περίπτωσιν, η υποχρέωσις αυτή της Διοικήσεως, προς τοις ανωτέρω, πηγάζει και εκ των αναφερθεισών (ανωτέρω παράγραφος 3) διατάξεων, αφού ως προεκτέθηκε (ανωτέρω παράγραφος 4), δια της ακυρωτικής υπ' αριθμόν 985/1976 απόφασής του, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέπεμψε την υπόθεση εις την Διοίκησιν ίνα αυτή, δια θετικής ενεργείας της, άρει και τυπικώς την εν λόγω απαλλοτρίωση.
6. Άλλως, δε ειρήσθω ότι, εις τις λόγω ρυμοτομίας, απαλλοτριώσεις ως η περί ης πρόκειται η εκ νέου επιβολή της αυτής απαλλοτριώσεως επί του ιδίου οικοπέδου, άνευ προηγουμένης άρσεως της παλαιάς δι' αναλόγου τροποποιήσεως του υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ήθελε να είναι τυπικώς, ανακόλουθος, λόγω του ότι η εις το διάγραμμα, το οποίον θα συνδημοσιευτεί μετά του νέου διατάγματος αποτύπωσις της πραγματικής καταστάσεως θα είναι ακριβής επανάληψις της ήδη υφισταμένης τοιαύτης και ουχί τροποποίησις ταύτης, αφού εν τω μεταξύ δεν θα έχει παρεμβληθεί μεταβολή αυτής.
7. Κατόπιν των ανωτέρω, το Τμήμα τούτο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έχει την γνώμη, ότι εις το πρόσθεν ερώτημα προσήκει η απάντησις, ότι η Διοίκησις, προτιθέμενη να επιβάλει εκ νέου την αυτήν, λόγω ρυμοτομίας αναγκαστική απαλλοτρίωση επί του ιδίου οικοπέδου, υποχρεούται να προβεί προηγουμένως εις την, δια διατάγματος, τυπική άρση της, ήδη αυτοδικαίως αρθείσας, παλαιάς.
Ο Εισηγητής Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Θεωρήθηκε τη 22-02-1977