Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
(άρθρο 45 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα πληρούν ανά πάσα στιγμή την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η ελάχιστη απαίτηση υπολογίζεται ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων εκφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιέχονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα εκκαθαριστικού συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης εξαιρεί τα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένες ομολογίες και τα οποία δεν επιτρέπεται να αποδέχονται καταθέσεις, από την υποχρέωση της τήρησης, ανά πάσα στιγμή, της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, δεδομένου ότι:
α) τα ιδρύματα αυτά εκκαθαρίζονται μέσω των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας ή εξυγιαίνονται μέσω των διαδικασιών των άρθρων 38, 40 ή 42, και
β) οι ανωτέρω συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή άλλες διαδικασίες, εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένες ομολογίες, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.
3. Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις περιέχονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το μέσο έχει εκδοθεί και καταβληθεί πλήρως,
β) η υποχρέωση δεν οφείλεται στο ίδιο το ίδρυμα, δεν εξασφαλίζεται ούτε αποτελεί αντικείμενο εγγύησης από το ίδιο το ίδρυμα,
γ) η αγορά του μέσου δεν χρηματοδοτήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,
δ) η υποχρέωση έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους,
ε) η υποχρέωση δεν προέρχεται από παράγωγο μέσο,
στ) η υποχρέωση δεν προκύπτει από κατάθεση η οποία τυγχάνει προνομιακής κατάταξης σύμφωνα με το άρθρο 103.
Για τους σκοπούς της περίπτωσης δ' όταν μια υποχρέωση παρέχει στον κάτοχο της το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης ως λήξη της εν λόγω υποχρέωσης θεωρείται η ημέρα κατά την οποία ασκείται το δικαίωμα αυτό.
4. Όταν μια υποχρέωση διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να τεκμηριώσει ότι οποιαδήποτε απόφαση αρχής εξυγίανσης σχετικά με την απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης θα εκτελεστεί σύμφωνα με το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της σύμβασης που διέπει την υποχρέωση, τις διεθνείς συμφωνίες περί αναγνώρισης των διαδικασιών εξυγίανσης και άλλα συναφή θέματα. Αν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι η απόφαση δεν θα παρήγαγε αποτέλεσμα υπό το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, η υποχρέωση δεν συνυπολογίζεται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
5. Η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων κάθε ιδρύματος, δυνάμει της παραγράφου 1, καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:
α) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, όπου ενδείκνυται, της αναδιάρθρωσης παθητικού, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης,
β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στο αναγκαίο επίπεδο προκειμένου το ίδρυμα να συνεχίζει να πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας, να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει του νόμου [Ν] 4261/2014 ή του νόμου [Ν] 3606/2007 και να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο ίδρυμα ή την οντότητα,
γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, αν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 44 ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς λοιπές επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στο αναγκαίο επίπεδο προκειμένου το ίδρυμα να συνεχίζει να πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει του νόμου [Ν] 4261/2014 ή του νόμου [Ν] 3606/2007,
δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος,
ε) το βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 104,
στ) το βαθμό στον οποίο η αφερεγγυότητα του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της μετάδοσης κινδύνων σε άλλα ιδρύματα, λόγω της διασύνδεσής του με αυτά ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
6. Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο σε ατομική βάση. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β, Υ' ή δ'.
7. Επιπροσθέτως προς την παράγραφο 6, οι μητρικές επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληρούν σε ενοποιημένη βάση τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
Η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε ενοποιημένο επίπεδο μιας μητρικής επιχείρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με την παράγραφο 8, τουλάχιστον επί τη βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται στην παράγραφο 5 και λαμβανομένου υπόψη κατά πόσον οι θυγατρικές του ομίλου σε τρίτες χώρες πρόκειται να εξυγιανθούν χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.
8. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο.
Η κοινή απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Ελλείψει κοινής απόφασης εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει απόφαση για την ελάχιστη απαίτηση που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο, αφού συνεκτιμήσει δεόντως την αξιολόγηση των θυγατρικών που πραγματοποιείται από τις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ' αριθμόν 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών βάση της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία θα λάβει και την τελική της απόφαση. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού. Το ζήτημα δεν μπορεί να παραπεμφθεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Η κοινή απόφαση και, ελλείψει κοινής απόφασης, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι δεσμευτική για τις αρχές εξυγίανσης των εμπλεκόμενων κρατών - μελών.
Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
9. Η αρχή εξυγίανσης ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν για τις θυγατρικές του ομίλου σε ατομική βάση. Οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις ορίζονται σε επίπεδο κατάλληλο για κάθε θυγατρική, λαμβάνοντας υπόψη:
α) τα κριτήρια της παραγράφου 5, ιδίως δε το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο και το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής, περιλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων της και
β) την απαίτηση σε ενοποιημένο επίπεδο που έχει οριστεί για τον όμιλο σύμφωνα με την παράγραφο 8.
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης που ισχύει για κάθε αντίστοιχη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.
Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στις θυγατρικές και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αντιστοίχως.
Ελλείψει κοινής απόφασης από τις αρχές εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών εφαρμόζονται αναλόγως το τέταρτο, πέμπτο και έκτο εδάφιο της παραγράφου 8.
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης δεν απέχει κατά μία εκατοστιαία μονάδα από το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που ορίζεται σε ενοποιημένο επίπεδο δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 9 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 του νόμου [Ν] 4370/2016 (ΦΕΚ 37/Α/2016).
|
10. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί να απαλλάξει εξ ολοκλήρου από την εφαρμογή της μεμονωμένης ελάχιστης απαίτησης ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν:
α) αυτό συμμορφώνεται σε ενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 7, και
β) η αρμόδια αρχή του το έχει απαλλάξει πλήρως από την τήρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ' αριθμόν 575/2013.
11. Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να απαλλάξει πλήρως από την εφαρμογή της παραγράφου 6 μια θυγατρική όταν:
α) τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και την εποπτεία του ίδιου κράτους - μέλους,
β) η θυγατρική περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ιδρύματος που είναι η μητρική επιχείρηση,
γ) το ανώτατο ίδρυμα ομίλου στο κράτος - μέλος της θυγατρικής, όταν είναι διαφορετικό από το εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρικό ίδρυμα, συμμορφώνεται σε υποενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 6,
δ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση προς όφελος της θυγατρικής,
ε) είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,
στ) οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική,
ζ) η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου της θυγατρικής, και
η) η αρμόδια αρχή της θυγατρικής έχει απαλλάξει πλήρως τη θυγατρική από την τήρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ' αριθμόν 575/2013.
12. Στις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπεται η μερική ικανοποίηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ατομική βάση, με τη χρήση συμβατικών μέσων αναδιάρθρωσης παθητικού που περιέχουν όρους ως εξής:
α) ότι, όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει την αναδιάρθρωση παθητικού για ένα ίδρυμα, το μέσο αυτό απομειώνεται ή μετατρέπεται στον απαιτούμενο βαθμό πριν από την απομείωση ή τη μετατροπή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων, και
β) ότι υπόκειται σε δεσμευτική συμφωνία μειωμένης εξασφάλισης, δυνάμει της οποίας, στην περίπτωση της συνήθους διαδικασίας αφερεγγυότητας, έπεται σε προτεραιότητα των άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων, και δεν μπορεί να αποπληρωθεί προτού διευθετηθούν οι άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που εκκρεμούν εκείνη τη στιγμή.
13. Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με την αρμόδια αρχή, επιβάλλει και επιβεβαιώνει την τήρηση από τα ιδρύματα της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και, όπου απαιτείται, της απαίτησης της παραγράφου 12, λαμβάνει δε κάθε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παράλληλα με την κατάρτιση και αναπροσαρμογή των σχεδίων εξυγίανσης.
14. Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με την αρμόδια αρχή, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, και, όπου απαιτείται, σχετικά με την απαίτηση της παραγράφου 12, οι οποίες έχουν οριστεί για κάθε ίδρυμα που τελεί υπό τη δικαιοδοσία της.