Νόμος 2065/92 - Άρθρο 64

Άρθρο 64: Καθιέρωση ειδικών υποχρεώσεων δικηγόρων και γιατρών


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Για κάθε νομική υπηρεσία, που προβλέπεται από την κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού και που παρέχει ο δικηγόρος στον εντολέα του, ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή διοικητικής ή άλλης αρχής ή συμβολαιογράφων ή νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμών, ιδρυμάτων, επιτροπών ή για την κατάρτιση οποιασδήποτε σύμβασης ή καταστατικών εταιριών, οι εντολές είναι υποχρεωμένοι να προκαταβάλλουν στον οικείο δικηγορικό σύλλογο ποσό ελάχιστης αμοιβής που προβλέπει εκάστοτε η απόφαση της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.

 

2. Για την κατάρτιση οποιασδήποτε συμβολαιογραφικής πράξης ενώπιον συμβολαιογράφου στην οποία παρίσταται δικηγόρος, είτε υποχρεωτικά εκ του νόμου, είτε από τη βούληση του ενός ή όλων των συμβαλλομένων μερών, πρέπει να γίνει ειδική μνεία στο συμβόλαιο των στοιχείων των παρισταμένων δικηγόρων και του αριθμού του φορολογικού τους μητρώου, καθώς και των γραμματίων προείσπραξης της αμοιβής εκάστου από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.

 

3. Εφεξής η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου, για τις παραστάσεις των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και για τις νομικές υπηρεσίες στις οποίες προεισπράττεται δικηγορική αμοιβή, καθορίζεται για κάθε κατηγορία παρεχομένης νομικής υπηρεσίας με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, κατόπιν γνώμης της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το κατώτερο όριο αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων.

 

Η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, εάν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο μηνών από τότε που θα ζητηθεί με έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στις αποφάσεις αυτές μπορεί μαζί με το ελάχιστο όριο αμοιβής, να καθορίζεται και το υποχρεωτικό της παράστασης δικηγόρων σε υποθέσεις ιδιαίτερου οικονομικού ενδιαφέροντος. Οι παραπάνω αποφάσεις δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι ελάχιστες αμοιβές που καθορίζονται με αυτές είναι ενιαίες και ισχύουν για ολόκληρη τη χώρα.

 

4. Εάν οι παριστάμενοι δικηγόροι, στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου τούτου, συνδέονται δια συμβάσεων εμμίσθου εντολής με πάγια αμοιβή, με την επιχείρηση ή το πρόσωπο που εκπροσωπούν, τότε στο δικόγραφο ή στο συμβόλαιο μνημονεύεται η σύμβαση της πάγιας αμοιβής.

 

5. Η ελάχιστη αμοιβή, που προβλέπεται από τις προηγούμενες παραγράφους, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτιο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 8 του νόμου 1882/1990.

 

6. Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών που αναγράφονται στην τετραπλότυπη απόδειξη, εκτός των πράξεων που γίνονται για λογαριασμό των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και του συνδίκου.

 

Οι παρακρατούμενοι φόροι αποδίδονται στο Δημόσιο, εντός του πρώτου δεκαπενθήμερου των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου εκάστου έτους, με προσωρινή δήλωση, στην οποία αναγράφονται οι ακαθάριστες αμοιβές που υπόκεινται στην παρακράτηση 15%, που προεισπράχθηκαν κατά το προηγούμενο τρίμηνο και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε. Την ευθύνη για την απόδοση του φόρου φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.

 

7. Οι ελάχιστες αμοιβές που καθορίζονται με τις κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσαυξάνονται κατά σαράντα τοις εκατό (40%), οριστικοποιείται το φορολογητέο εισόδημα της πηγής αυτής και το βιβλία τεκμαίρονται ειλικρινή ως προς τις αμοιβές αυτές. Το παραπάνω ποσοστό προσαύξησης μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, όταν αναπροσαρμόζονται οι ελάχιστες αμοιβές κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Η προσαύξηση αυτή δεν έχει εφαρμογή στις εξής περιπτώσεις:

 

α) Για άσκηση δικηγορίας μέχρι πέντε (5) ετών από τη λήψη της άδειας του δικηγόρου, η οποία συμπληρώνεται στο τέλος Δεκεμβρίου εκάστου έτους πενταετίας, εκτός εάν πρόκειται δια δικηγόρο που έχει επαναδιοριστεί.

β) Για αμοιβές που προέρχονται από παραστάσεις δικηγόρων ενώπιον συμβολαιογράφων.

γ) Για τις περιπτώσεις του άρθρου 48 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 4 του νόμου 1882/1990.

δ) Για τους έμμισθους δικηγόρους σε περίπτωση παραστάσεώς τους για τους εντολείς τους.

ε) Για τις περιπτώσεις, στις οποίες η αμοιβή που αναφέρεται στην απόδειξη παροχής υπηρεσιών καλύπτει το ποσοστό της προσαύξησης.

 

Μετά την παρακράτηση του φόρου εισοδήματος και των λοιπών κρατήσεων, που προβλέπει ο Δικηγορικός Κώδικας, το υπόλοιπο της αμοιβής αποδίδεται στο δικαιούχο δικηγόρο, ο οποίος υποχρεούται να καταχωρήσει ως έσοδο στο βιβλίο εσόδων - εξόδων το ακαθάριστο ποσό, που αναγράφεται στο γραμμάτιο του δικηγορικού συλλόγου. Για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των δικηγόρων από πράξεις ή υπηρεσίες για τις οποίες δεν προβλέπεται ελάχιστη αμοιβή εφαρμόζονται οι εκάστοτε κείμενες διατάξεις.

 

8. Δεν επιτρέπεται η έκδοση δελτίου ταυτότητας δικηγόρου από τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας χωρίς να αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός του φορολογικού μητρώου, ο οποίος προκύπτει από τη δήλωση ενάρξεως άσκησης δραστηριότητας, που θα υποβάλει ο δικηγόρος με αίτησή του στην αρμόδια φορολογική αρχή, πριν από την έκδοση του δελτίου ταυτότητας.

 

9. Κάθε παράλειψη συμβολαιογράφων ή άλλων υπόχρεων, που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αποτελείται πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

10. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία απόδοσης του φόρου που παρακρατήθηκε, η έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό για κάθε δικηγόρο, κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.

 

11. Ο γιατρός υποχρεούται στο ιατρείο του να τηρεί βιβλίο επίσκεψης ασθενών θεωρημένο από την αρμόδια φορολογική αρχή, στο οποίο καταχωρείται χωριστά για κάθε ασθενή το ονοματεπώνυμο αυτού, η χρονολογία επίσκεψης και η διεύθυνση του. Το βιβλίο αυτό ενημερώνεται με την είσοδο του ασθενούς στον εξεταστικό χώρο. Για την τήρηση του βιβλίου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του [Π] Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Αντί του βιβλίου επίσκεψης ασθενών τα ως άνω στοιχεία δύνανται να περιλαμβάνονται στο τηρούμενο βιβλίο εσόδων - εξόδων. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης θα καθοριστούν με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 11 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 43 του νόμου 2214/1994 (ΦΕΚ 75/Α/1994).

 

12. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει δύο μήνες μετά από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.