Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3345/77

ΣτΕ 3345/1977


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3345/1977

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συγκείμενο εκ των μελών αυτού Αντωνίου Ταβουλάρη, Αντιπροέδρου, κωλυόμενων του τε Προέδρου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων, Α. Σταυροπούλου, Ν. Παναγιωτάτου, Η. Τσικλητήρα, Π. Μακροπούλου, Β. Λεονταρίτη, Τ. Δημητρακάκη, Μ. Μουζουράκη, Δ. Παΐζη, Συμβούλων της Επικρατείας, Κ.Μ. Χαλαζωνίτη και Φ. Κατζούρου, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Συνεδρίασε δημοσία στο ακροατήριο του τη 08-02-1977, παρούσης και της Γραμματέως Π. Β., ίνα δικάσει την κατωτέρω εκτιθέμενη υπόθεση επί τη από 12-11-1975, αιτήσει:

 

της εν Αθήναις (Β. αριθμός 18) εδρευούσης Ανωνύμου Εταιρείας Γενικού Τουρισμού και Ξενοδοχειακών Εκμεταλλεύσεων παραστάσης δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου Ολυμπίας Σταματιάδου - Στεργίου, δυνάμει πληρεξουσίου,

 

κατά του Υπουργού Δημοσίων Έργων, παραστάντος δια του Σ. Σαμαράκη, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου,

 

και του παρεμβαίνοντος Δήμου Αθηναίων, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Μενεΐδη, δυνάμει πληρεξουσίου

 

περί ακυρώσεως του από 12-09-1975 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 215/Δ/1975).-

 

Άκουσαν του Εισηγητού, Συμβούλου της Επικρατείας, Α. Σταυροπούλου, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεση αυτού, καθ' ην το ιστορικόν της προκειμένης υποθέσεως έχει ως έπεται:

 

Δια της υπό κρίσιν αιτήσεως διώκεται η ακύρωσις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του από 12-09-1975 προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού της χρήσεως των οικοδομών επί των Λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου, της οδού Ηρώδου του Αττικού και της μεταξύ αυτών περικλειόμενης περιοχής της πόλεως των Αθηνών (ΦΕΚ 215/Δ/1975). Εις την δίκην παρεμβαίνει ο Δήμος Αθηναίων.

 

Τα προκύπτοντα ζητήματα είναι αντίστοιχα προς του προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως.

 

Εφ' ων ο εισηγητής ανέπτυξε την γνώμη αυτού.

 

Άκουσε της πληρεξουσίου της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας, που ανέπτυξε και προφορικώς τους λόγους της υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησάμενης την παραδοχή αυτής, του πληρεξουσίου του παρεμβαίνοντος Δήμου και του αντιπροσώπου του Υπουργού, αιτησαμένων την απόρριψη ταύτης.

 

Είδε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά Νόμον

 

Επειδή, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δι' ην κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολον, εκδοθέντων των υπ' αριθμών 200162, 200163 και 200164 του έτους 1975 τριπλοτύπων του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, διώκεται η ακύρωσις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του από 12-09-1975 προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού της χρήσεως των οικοδομών επί των Λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου, της οδού Ηρώδου του Αττικού και της μεταξύ αυτών περικλειόμενης περιοχής της πόλεως των Αθηνών (ΦΕΚ 215/Δ/1975).

 

Επειδή, παραδεκτώς και μετ' εννόμου συμφέροντος παρεμβαίνει εις την προκειμένη δίκην ο Δήμος Αθηναίων, αιτούμενος την απόρριψη της υπό κρίσιν αιτήσεως. Επειδή, η αιτούσα εταιρεία, φερομένη, κατά τα στοιχεία του φακέλλου, ως ιδιοκτήτρια ακινήτου, προοριζομένου, κατά τους ισχυρισμούς της, δι' ανέγερση ξενοδοχείου κειμένου εις την υπό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος προβλεπόμενη περιοχήν της πόλεως Αθηνών, εις ην δια των ανωτέρω προσβαλλόμενων διατάξεων τίθενται περιορισμοί εις την χρήσιν των οικοδομών, και απαγορεύεται η χρήσις αυτών ως ξενοδοχείων, νομιμοποιείται εις άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως, ήτις ούτω, εμπροθέσμως και νομοτύπως και κατά τα λοιπά ασκηθείσα, είναι τύποις δεκτή.

 

Επειδή, υπό των άρθρων 1 - 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίου πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών ρυθμίζονται κατά βάσιν τα του περιεχομένου και της διαδικασίας καταρτίσεως και εγκρίσεως των σχεδίων των πόλεων κ.λ.π., οριζομένου ειδικότερα εις μεν το άρθρο 1 ότι πάσα πόλις και κώμη δέον να διαρρυθμίζεται και να αναπτύσσεται βάσει ορισμένου εγκεκριμένου κατά τις διατάξεις του αυτού νομοθετικού διατάγματος, στο άρθρο 2 ότι τα σχέδια καθορίζουν αναλόγως των προβλεπομένων αναγκών, μεταξύ άλλων, τις οδούς, πλατείας, κοινοχρήστους χώρους κ.λ.π., τα προς ανέγερση δημοσίων, δημοτικών κ.λ.π. κτιρίων αναγκαιούντα οικόπεδα, τους οικοδομήσιμους χώρους και εν γένει την χρησιμοποίηση εκάστης θέσεως προς ορισμένον κοινωνικό σκοπόν και στο άρθρο 3 ότι παν σχέδιον πόλεως εγκρίνεται δια διατάγματος εκδιδομένου τη με πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων κατόπιν προηγουμένης γνωμοδοτήσεως του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων. Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του αυτού νομοθετικού διατάγματος, ορίζεται ότι επιτρέπεται δια λόγους υγιεινής, ασφαλείας, γενικής της πόλεως οικονομίας και αισθητικής η επιβολή οιωνδήποτε όρων δομήσεως και περιορισμών επί των οικοπέδων και των επ' αυτών ανεγειρομένων και επισκευαζόμενων οικοδομών και ότι οι όροι και περιορισμοί αυτοί, απαριθμούμενοι ενδεικτικώς στο ρηθέν άρθρο, επιβάλλονται δια διαταγμάτων εκδιδομένων μετά γνώμη του Συμβουλίου των δημοσίων έργων. Περαιτέρω, το άρθρο 11 του αυτού νομοθετικού διατάγματος, ορίζει ότι δια διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά γνώμη του Συμβουλίου των δημοσίων έργων, δύναται:

 

α) Να κανονίζεται το είδος της χρήσεως των οικοδομών αναλόγως της θέσεως, των διαστάσεων και της εν γένει διατάξεως των κτιρίων και να απαγορεύεται η χρησιμοποίησις επικινδύνων και ανθυγιεινών οικοδομών δι' ορισμένους σκοπούς.

 

β) Να απαγορεύεται δια λόγους γενικότερων κοινωνικών αναγκών η χρησιμοποίησις των κτιρίων των περιλαμβανομένων εις ορισμένα τμήματα των πόλεων, κωμών κ.λ.π. και της περιοχής των ή και τους ολόκληρους συνοικισμούς προς ορισμένους σκοπούς (π.χ. νοσοκομεία και κλινικές εντός κέντρων αναψυχής κ.λ.π.) καίτοι ουδένα εκ της τοιαύτης χρησιμοποιήσεως δύναται να διατρέξει κίνδυνο η δημοσία υγεία και ασφάλεια.

 

γ) Να επιβάλλεται εις τους ιδιοκτήτες οικοδομών υποχρέωσις καλής συντηρήσεως τούτων μετά των συναφών εγκαταστάσεων πάσης φύσεως και των περί αυτές ιδιωτικών πρασιών, αυλών κήπων και των περιστοιχίσεως αυτών, από απόψεως υγιεινής, ασφαλείας, εκπροσώπου παραστάσεως και δυνατού χρησιμοποιήσεως δι' ους διατίθενται αυτοί σκοπούς.

 

Τέλος, κατά το άρθρο 85Α του ρηθέντος νομοθετικού διατάγματος, {εξαιρέσει των περιπτώσεων του άρθρου 3, όπου κατά τις κείμενες διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος προβλέπεται η έκδοσις Διαταγμάτων μετά γνωμοδότηση του συμβουλίου δημοσίων έργων, ο όρος ούτος έχει μόνον δυνητική ισχύ, δυναμένης και να παραλείπεται της γνωμοδοτήσεως ταύτης.}

 

Επειδή, εκ των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι προκειμένης μεν εγκρίσεως ή τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων, δέον να ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων 2 και 3 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος (γνωμοδότησις δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου - γνωμοδότησις συμβουλίου δημοσίων έργων - διάταγμα), προκειμένης όμως της επιβολής όρων και περιορισμών δομήσεως ή του καθορισμού του είδους της χρήσεως κτιρίων, περιλαμβανομένων εις ορισμένα τμήματα της πόλεως και της απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως των κτιρίων τούτων δι' ορισμένους σκοπούς, δέον να ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων 9 και 11 του αυτού νομοθετικού διατάγματος (γνωμοδότησις συμβουλίου δημοσίων έργων - διάταγμα), επιτρεπομένου, συμφώνως τω άρθρο 85Α του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, όπως εις τις δύο τελευταίας περιπτώσεις των άρθρων 9 και 11 το διάταγμα εκδίδεται και άνευ γνωμοδοτήσεως του συμβουλίου δημοσίων έργων.

 

Εν προκειμένω, δια των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, προβλέπεται το είδος της χρήσεως των εις την εν αυτές αναφερόμενη περιοχήν της πόλεως Αθηνών κειμένων οικοδομών, οριζομένου ειδικότερα ότι αυτές δύνανται, κατ' αρχήν, να χρησιμοποιούνται μόνον ως κατοικίες, πρεσβείες και προξενεία και, κατ' εξαίρεση, δι' ορισμένες περιοριστικώς εις τις διατάξεις αυτές αναφερόμενες ετέρας χρήσεις, εις ας δεν περιλαμβάνεται και η χρήσις αυτών ως ξενοδοχείων. Υπό τα δεδομένα συνεπώς ταύτα και συμφώνως προς τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομίμως το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα εξεδόθη κατά την υπό του ανωτέρω άρθρου 11 προβλεπόμενη διαδικασίαν και χωρίς να προηγηθεί γνωμοδότησις του συμβουλίου δημοσίων έργων, εφ' όσον οι προσβαλλόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 αυτού ανάγονται εις θέσπιση περιορισμών εις την χρήσιν των οικοδομών και ουχί εις τροποποίηση του σχεδίου της πόλεως (παράβαλε ΣτΕ 2040/1977). Και ναι μεν, δια της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, ορίζεται ότι οι δι' αυτού θεσπιζόμενοι περιορισμοί καταλαμβάνουν και τις τυχόν υπό ανέγερση οικοδομές κατά το μη περατωθέν τμήμα αυτών, αναθεωρούμενης της σχετικής οικοδομικής αδείας, πλην δια της τελευταίας διατάξεως, αποβλέπουσας εις την παρακώλυση της ανεγέρσεως οικοδομών, προοριζομένων δια χρήσεις απαγορευμένες δια του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, δεν μεταβάλλεται ο ανωτέρω χαρακτήρ αυτού. Επομένως, πάντες οι λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως, δι' ων προβάλλεται ότι, δια την έκδοση του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, έδει να τηρηθεί η διαδικασία της τροποποιήσεως του σχεδίου της πόλεως και ότι πάντως έδει να προηγηθεί γνωμοδότησις του συμβουλίου δημοσίων έργων, ελέγχονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.

 

Επειδή, το άρθρο 17 του ισχύοντος Συντάγματος (1975) απαγορεύει μεν την στέρηση της ιδιοκτησίας άνευ των εν αυτή προϋποθέσεων, πλην όμως εκ τούτου δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία ή, κατ' εξουσιοδότηση νόμου, η εκτελεστική εξουσία όπως, επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και προς εξυπηρέτησιν του γενικού συμφέροντος, θεσπίζουν περιορισμούς ως προς την έκταση και το περιεχόμενον του δικαιώματος της κυριότητος, υπό την προϋπόθεση ότι δι' αυτών δεν εξαφανίζεται ή δεν καθίσταται αδρανής η ιδιοκτησία εν σχέσει προς τον προορισμό της. Τοιούτον δε θεμιτόν, κατ' αρχήν, περιορισμό της ιδιοκτησίας συνιστά και ο επί τη βάσει του άρθρου 11 του ρηθέντος από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος καθορισμός δια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 της χρήσεως των οικοδομών των κειμένων εις την εν αυτές αναφερόμενη περιοχήν της πόλεως Αθηνών κατ' αρχήν ως κατοικιών, πρεσβειών και προξενείων και κατ' εξαίρεση δι' ετέρας, περιοριστικώς απαριθμούμενες, χρήσεις, εν αις δεν περιλαμβάνεται και η χρήσις αυτών ως ξενοδοχείων, καθόσον ούτω δεν εξαφανίζεται η ιδιοκτησία ούτε καθίσταται αυτή αδρανής εν σχέσει προς τον προορισμό της, δοθέντος ότι το από της απόψεως ταύτης θεμιτόν του περιορισμού της ιδιοκτησίας κρίνεται αντικειμενικώς και ουχί εν όψει της προθέσεως εκάστου ιδιοκτήτου όπως χρησιμοποιήσει το ακίνητο αυτού δι' ορισμένον σκοπόν, ως εν προκειμένω η αιτούσα προς ανέγερση ξενοδοχείου. Συνεπώς, ο περί παραβάσεως της διατάξεως ταύτης του Συντάγματος σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

 

Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, ότι αντίκεινται εις τις περί ισότητας διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, διότι δι' αυτών απαγορεύεται η χρησιμοποίησις ως ξενοδοχείων των εις την περιοχήν ταύτη, υφισταμένων οικοδομών, καίτοι δια του άρθρου 3 του αυτού προεδρικού διατάγματος επιτρέπεται η εξακολούθησις της λειτουργίας των εις την αυτήν περιοχήν κειμένων και κατά την δημοσίευση του ρηθέντος προεδρικού διατάγματος λειτουργούντων ξενοδοχείων. Ο λόγος όμως ούτος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα κατά την δημοσίευση του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος λειτουργούντα ξενοδοχεία, αποτελούντα συγκροτημένες επιχειρήσεις δια την λειτουργία των οποίων έχουν δαπανηθεί σημαντικά κατά κανόνα ποσά, τελούν υπό ειδικές όλως συνθήκες και συνεπώς η επιβολή του περιορισμού μόνον δια το μέλλον και ουχί και δια τα εν λειτουργία ευρισκόμενα ξενοδοχεία δεν αντίκεινται εις τις περί ισότητας διατάξεις του Συντάγματος.

 

Επειδή, οι επί τη βάσει ειδικής εξουσιοδοτήσεως εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις της Διοικήσεως δεν χρήζουν ως εκ της φύσεως αυτών, αιτιολογίας, αλλά είναι ελεγκτές μόνον από της απόψεως της τηρήσεως των δια την έκδοση αυτών τασσομένων υπό της εξουσιοδοτικής διατάξεως προϋποθέσεων και της υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Συνεπώς, εφ' όσον υπό των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 11 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, εφ' ων ερείδεται το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, επιτρέπεται ο κανονισμός του είδους της χρήσεως των οικοδομών ή η απαγόρευσις της χρήσεως αυτών δι' ορισμένους σκοπούς, επί τη βάσει των εν εδάφιο α' αναφερομένων κριτηρίων ή δια λόγους γενικότερων κοινωνικών αναγκών (εδάφιο β'), δέον εκ του φακέλλου να προκύπτουν τα πραγματικά δεδομένα, εν όψει των οποίων εκρίθη υπό της Διοικήσεως σκόπιμος, η επιβολή όρων και περιορισμών εις την χρήσιν οικοδομών, των κειμένων εις ορισμένη περιοχήν της πόλεως, καθ' όσον ούτω μόνον δύναται να ελεγχθεί υπό του επί ακυρώσει δικάζοντος δικαστηρίου εάν τηρήθηκαν οι υπό της εξουσιοδοτικής διατάξεως τασσόμενες ως άνω προϋποθέσεις και εάν η γενομένη ρύθμισις κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως ταύτης. Εν προκειμένω, το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, εξεδόθη χωρίς να προηγηθεί γνωμοδότησις του Συμβουλίου των Δημοσίων Έργων και εις τον φάκελλο δεν υφίστανται στοιχεία, εξ ων να προκύπτουν τα πραγματικά δεδομένα και οι λόγοι, εν όψει των οποίων εκρίθη σκόπιμος η δια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 αυτού επιβολή των εν αυτές αναφερομένων περιορισμών της χρήσεως των οικοδομών και της απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως αυτών ως ξενοδοχείων, και δη δι' ορισμένον τμήμα της όλης δια του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος προβλεπομένης περιοχής, η έλλειψις δε αυτή δεν αναπληρώνεται δια της επί του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος από 28-08-1975 εισηγητικής εκθέσεως του Υπουργού των Δημοσίων Έργων, εις ην, όλως γενικώς και αορίστως, αναφέρεται ότι δια του εν λόγω προεδρικού διατάγματος επιχειρείται ο καθορισμός της χρήσεως των οικοδομών δια την καλύτερη ρύθμιση του προορισμού της χρήσεως των οικοδομών ουχί μόνον των νέων αλλά και των ήδη υφισταμένων υπό ανέγερση εις τις ως άνω οδούς. Επομένως, μη προκυπτόντων εκ του φακέλλου των ανωτέρω στοιχείων και καθισταμένου ούτω ανέφικτου του ελέγχου εάν το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα εξεδόθη εντός των ορίων της εφ' ης τούτο ερείδεται εξουσιοδοτικής διατάξεως, είναι ακυρωτέες, κατά τα βασίμως δια της υπό κρίσιν αιτήσεως προβαλλόμενα, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 αυτού, καθ όσον αφορούν εις την υπό της παραγράφου 2 σε συνδυασμό προς την παράγραφο 4 του αυτού άρθρου προβλεπόμενη περιοχήν. Αν και, κατά την γνώμη τεσσάρων μελών του δικαστηρίου, οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως έδει να απορριφθούν, διότι η επιβολή των ως άνω περιορισμών που υπαγορεύτηκε προδήλως εκ της θέσεως των περί ων πρόκειται οικοδομών κειμένων εις κεντρικό τμήμα της πόλεως Αθηνών, ευρίσκει έρεισμα εις την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 11 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, μη απαιτουμένης αιτιολογίας τινός εν όψει του κανονιστικού χαρακτήρος του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος.

 

Επειδή, κατά ταύτα, δέον να γίνει δεκτή η υπό κρίσιν αίτησις και να απορριφθεί η παρέμβασις.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την υπό κρίσιν αίτηση ακυρώσεως.

 

Ακυρώνει τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του από 12-09-1975 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 215/Δ/1975), καθ' όσον αυτές αφορούν εις την υπό της παραγράφου 2 σε συνδυασμό προς την παράγραφο 4 του αυτού άρθρου προβλεπόμενη περιοχήν.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει δια την δικαστική δαπάνη της αιτούσης εταιρείας 1.500 δραχμές εις βάρος του Δημοσίου και ετέρας 1.500 δραχμές εις βάρος του παρεμβαίνοντος Δήμου Αθηναίων.

 

Εκρίθη και αποφασίσθηκε εν Αθήναις τη 18-06-1977.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Η Γραμματεύς

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.