Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 530/2003
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20-09-2002, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Α. Τσαμπάση, Σ. Χαραλαμπίδης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 09-06-1999 αίτηση:
του Γ. Θ. Π., κατοίκου Σπάρτης (Ό. - Α. ...), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Αριθμού Μητρώου 12 Δικηγορικού Συλλόγου Σπάρτης) και ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο και τη δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (Αριθμός Μητρώου 8698), μετά της οποίας συμπαρίσταται, κατά του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Θεοφανόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμό 1822/2001 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ο. τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμό Υ5/16051/808/31-03-1999 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος, Ν. Ρόζος, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο και την πληρεξουσία του, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα εισπράξεως 1949003 και 1949004/1999 Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικό έντυπο γραμμάτιο 1550094/1999).
2. Επειδή ο αιτών υπέβαλε το έτος 1992 αίτηση για να χορηγηθεί άδεια ανέγερσης νέας πτέρυγας σε εκπαιδευτήριο που φέρεται ότι ανήκει σε αυτόν και το οποίο ευρίσκεται στη Σπάρτη. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ5/6495/314/08-02-1955 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατά της οποίας ο ανωτέρω άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε η αίτηση ακυρώσεως εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/Α1/Φ5/37652/1 27-08-1996 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ 754/Β/1996), η οποία καθόρισε για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως Σπάρτης ζώνη προστασίας Α', όπου απαγορεύεται η δόμηση και οποιαδήποτε κατασκευή. Επακολούθησε η δημοσίευση της 1432/1998 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία η προσβληθείσα κατά τα ανωτέρω υπουργική απόφαση ακυρώθηκε για το λόγο ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν είχε συνέλθει με νόμιμη σύνθεση στη συνεδρίασή του κατά την οποία διατύπωσε τη γνωμοδότηση που προηγήθηκε της υπουργικής αποφάσεως. Μετά την έκδοση της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση 68 της 08-12-1998 γνωμοδότησε εκ νέου επί της εκκρεμούς αιτήσεως του αιτούντος. Τελικά εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ5/16051/808/31-03-1999 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι το εκπαιδευτήριο του αιτούντος ευρίσκεται ήδη εντός της ζώνης Α' όπου, κατά τα ανωτέρω, απαγορεύεται η δόμηση. Κατά της αποφάσεως αυτής ο Γ. Π. άσκησε αίτηση ακυρώσεως προβάλλοντας και λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της προαναφερόμενης αποφάσεως καθορισμού ζώνης προστασίας Α', καθώς και της γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Με την 1822/2001 απόφασή του, το Ε' Τμήμα παρέπεμψε στην Ολομέλεια προς επίλυση λόγω σπουδαιότητας τα εξής δύο ζητήματα: α) Η νομική φύση ως κανονιστικής ή ατομικής της υπουργικής αποφάσεως με την οποία καθορίστηκε ζώνη προστασίας Α' και β) το λυσιτελές προβολής λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της συνθέσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου καθώς και της δικαιοδοσίας που ακολουθήθηκε προκειμένου αυτό να διατυπώσει τη γνώμη του, εν όψει της δέσμιας αρμοδιότητας της Διοικήσεως να απορρίψει την αίτηση του αιτούντος για την επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων του εκπαιδευτηρίου του.
3. Επειδή το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης, όριζε τα εξής:
{1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα... 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών}.
Εξ άλλου στο μεν άρθρο 91 του νόμου 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α/1990) ορίζεται ότι:
{Ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών ζώνες, στις οποίες, κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α) ή θα επιτρέπεται (ζώνη Β') υπό όρους και περιορισμούς που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης, κατά τ' ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρμόδια Αρχαιολογική Εφορεία.}
Στο δε άρθρο 50 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932 (ΦΕΚ 275/Α/1932) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Παιδείας, και ήδη του Υπουργού Πολιτισμού, η επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίων, που μπορεί να τα βλάψει αμέσως ή εμμέσως. Με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος καθιερώνεται η αυξημένη προστασία, μεταξύ άλλων, των αρχαίων μνημείων και του αναγκαίου περιβάλλοντος χώρου που επιτρέπει την ανάδειξη των μνημείων σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. Ο νομοθέτης είχε ήδη προβλέψει, με το άρθρο 50 του κανονιστικού νόμου για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου, την αρμοδιότητα του Υπουργού Πολιτισμού να απαγορεύει, ύστερα από την υποβολή σχετικής αιτήσεως, του ενδιαφερομένου να οικοδομήσει, τη δόμηση σε ορισμένο ακίνητο ευρισκόμενο εντός αυτού ή να την επιτρέπει με όρους και περιορισμούς που τίθενται κατά περίπτωση. Εξειδίκευσε δε εν συνεχεία με το άρθρο 91 του νόμου 1892/1990 την προαναφερόμενη συνταγματική επιταγή και προέβλεψε ότι είναι και εκ των προτέρων δυνατός ο καθορισμός της προστασίας ενός αρχαιολογικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή, η μεν ένταση της προστασίας του διαβαθμίζεται από τη δυνατότητα της δομήσεως εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς έως την πλήρη απαγόρευσή της, η δε έκταση επί της οποίας ισχύει η διαβαθμισμένη προστασία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ζώνη Β' και ζώνη Α' αντιστοίχως) αναλόγως της ιδιομορφίας κάθε αρχαιολογικού χώρου. Η απόφαση καθορισμού ζώνης Α' εντός αρχαιολογικού χώρου, όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση, έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας της εκτάσεως αυτής και συνεπάγεται έτσι τον προσδιορισμό, για πρώτη επίσης φορά, της κατηγορίας των προσώπων που βαρύνονται με την απόλυτη αυτή απαγόρευση, δηλαδή εκείνων που είναι η θα καταστούν κύριοι ακινήτων εντός της ανωτέρω εκτάσεως. Συνεπώς η απόφαση αυτή έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Αν. Γκότση, Δημητρίου Μπριόλα, Ε. Σαρπ, Νικ. Μαρκουλάκη, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ιωάννη Μαντζουράνη, Αικατερίνη Χριστοφορίδου και Δημητρίου Αλεξανδρή, στην οποία προσχώρησαν και οι Πάρεδροι, η κατ' εφαρμογήν του άρθρου 91 του νόμου 1892/1990 εκδιδομένη απόφαση, καθ' ό μέρος καθορίζει απλώς τα όρια της ζώνης προστασίας εντός της οποίας απαγορεύεται η δόμηση, δεν θεσπίζει η ίδια απαγορευτικό κανόνα δικαίου αλλά έχει απλώς ως συνέπεια να υπαχθούν τα εντός της ζώνης αυτής ακίνητα στο ειδικό καθεστώς που ορίζει ο νόμος. Εν όψει τούτου, η απόφαση δεν έχει, κατά το μέρος αυτό, κανονιστικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί γενική ατομική πράξη. Κανονιστικό δε χαρακτήρα η ανωτέρω απόφαση έχει μόνο καθ' ο μέρος δι' αυτής εξειδικεύεται η επιταγή του νόμου για απαγόρευση δομήσεως, ήτοι όσον αφορά στο καθεστώς το οποίο επιβάλλει.
4. Επειδή, όταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως υποστατή διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δέσμια αρμοδιότητα και έχει απορρίψει αίτημα διοικουμένου, είναι αλυσιτελής η έρευνα λόγων ακυρώσεως αναγομένων στη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του οργάνου που την εξέδωσε ή γνωμοδότησε για την έκδοσή της, εφόσον ο αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά και το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση της πράξεως με το αξιούμενο από τον αιτούντα περιεχόμενο. Και τούτο διότι η ακύρωση της πράξεως για τον ως άνω τυπικό λόγο, δεν καταλείπει στη Διοίκηση, που οφείλει να κρίνει εκ νέου το εκκρεμές αίτημα υπό το ισχύον κατά τον χρόνο της ακυρωθείσης πράξεως νομικό και πραγματικό καθεστώς, καμιά νομική ευχέρεια να εκδώσει νέα πράξη που θα ικανοποιεί το αίτημα του διοικουμένου. Η τυχόν αναδρομική μεταβολή του νομικού καθεστώτος, κατ' εφαρμογήν του οποίου είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη, αποτελεί νόμιμο έρεισμα για την υποβολή νέας αιτήσεως. Η λύση αυτή δεν προσκρούει ούτε στα άρθρα 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος ούτε στο [Π] άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τα οποία κατοχυρώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία σε συγκεκριμένη διαφορά και όχι την επίλυση με γνωμοδοτικό χαρακτήρα νομικών ζητημάτων. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παναγιωτόπουλου, Νικ. Σακελλαρίου, Ε. Δανδουλάκη, Στ. Χαραλάμπους, Γεωργίου Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Δ. Αλεξανδρή, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδίδεται κατά δέσμια εξουσία και δεν καταλείπεται στάδιο αμφιβολίας ή αξιολογήσεως ως προς το πραγματικό δεν μπορεί να συνεπάγεται την απόρριψη, ως αλυσιτελών, των προσβαλλόμενων ως άνω τυπικών λόγων. Και τούτο διότι η συνταγματικώς κατοχυρωμένη, ως έκφανση του Κράτους Δικαίου, αρχή της νομιμότητος πλήττεται, εξ ίσου, τόσο στην περίπτωση που η διοικητική πράξη φέρει πλημμέλειες αναγόμενες στο όργανο που την εξέδωσε ή στους τύπους εκδόσεώς της, όσο και στην περίπτωση πλημμελειών αναγομένων στο ουσιαστικό περιεχόμενό της σύμφωνα δε με πάγια, από συστάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, νομολογία, η βασιμότητα τυπικού λόγου ακυρώσεως (αυτεπαγγέλτως, μάλιστα εξεταζομένου, προκειμένου περί αναρμοδιότητας ή κακής συγκροτήσεως συλλογικού οργάνου) καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών προσβαλλόμενων λόγων, και δη αδιαστίκτως ως προς το αν η πράξη εκδόθηκε κατά δέσμια εξουσία ή αν αμφισβητείται το πραγματικό. Εξ άλλου, εν όψει του ότι, επί ακυρωτικών (διοικητικών) διαφορών, η έννομη δικαστική προστασία, που αποτελεί αντικείμενο του κατά τα άρθρα 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 6 παράγραφος 1 της [Π] Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ατομικού δικαιώματος, έγκειται στην ακύρωση της για οποιονδήποτε λόγο παράνομης προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, η παράλειψη του ακυρωτικού δικαστή να εξετάσει την βασιμότητα προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως και, κρίνοντάς τον βάσιμο, να ακυρώσει την πράξη, αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις λειτουργούσα δε προς όφελος της διαδίκου Διοικήσεως, η εν λόγω παράλειψη στοιχειοθετεί και παράβαση της, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 και 20 παράγραφος 1) και το ως άνω άρθρο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποχρεώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Δικαστηρίου, να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ των διαδίκων. Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, εφ' όσον σκοπός της διοικητικής δίκης είναι η παροχή δικαστικής προστασίας στον διοικούμενο έναντι της παρανομούσης Διοικήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθούν αλυσιτελείς (ανώφελοι), υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρει η πλειοψηφήσασα γνώμη, οι προβαλλόμενοι τυπικοί λόγοι, αφού, μετά την ακύρωση, για τυπικό λόγο, πράξεως εκδοθείσης κατά δέσμια εξουσία υπό πραγματικά περιστατικά που δεν αμφισβητήθηκαν, αφ' ενός μεν, δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι νομικώς εφικτή, κατά την έννοια των άρθρων 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και 50 του προεδρικού διατάγματος 18/1989), η έκδοση νέας πράξεως ταυτοσήμου περιεχομένου, καθώς είναι ενδεχόμενο να έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί αναδρομικώς το νομικό καθεστώς που την διέπει (βλέπε Ολομέλεια ΣτΕ 107/1991, 2827/1980 κ.α.), αφ' ετέρου δε, είναι δυνατόν, ως εκ της εξαφανίσεως της τυπικώς παρανόμου πράξεως να δημιουργηθούν, για περιορισμένο έστω χρονικό διάστημα (μέχρι της εκδόσεως, οποτεδήποτε, νέας ταυτοσήμου πράξεως), ευνοϊκές υπέρ του αιτούντος, ή και υπέρ τρίτων, πραγματικές και νομικές καταστάσεις.
5. Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων που παραπέμφθηκαν με την 1822/2001 απόφαση του Ε' Τμήματος, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τμήμα αυτό.
Δια ταύτα
Επιλύει τα παραπεμφθέντα ζητήματα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Και Αναπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ε' Τμήμα. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18-09-2002
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28-02-2003.