Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αντικαθίσταται το άρθρο 24 του προεδρικού διατάγματος 32/2010 ως ακολούθως:
{Άρθρο 24: Παραρτήματα
Τα Παραρτήματα I - VIII προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος.
Παράρτημα I: Μέθοδος καθορισμού των γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού
Οι γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων προϊόντων, με γνώμονα τις σημαντικές περιβαλλοντικές του πτυχές και χωρίς καθορισμό οριακών τιμών. Η μέθοδος σύμφωνα με το παρόν Παράρτημα εφαρμόζεται όταν δεν ενδείκνυται να οριστούν οριακές τιμές για την υπό εξέταση ομάδα προϊόντων. Κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίου μέτρου εφαρμογής το οποίο θα υποβληθεί στην επιτροπή του άρθρου 19 της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ, η Επιτροπή προσδιορίζει σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες διευκρινίζονται στο μέτρο εφαρμογής.
Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που θεσπίζουν γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το προϊόν που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 1, τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 2 και τις απαιτήσεις για τον κατασκευαστή εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 3.
Μέρος 1. Παράμετροι οικολογικού σχεδιασμού για τα προϊόντα
1.1. Οι σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές προσδιορίζονται με συνεκτίμηση των ακόλουθων φάσεων του κύκλου ζωής του προϊόντος και στο βαθμό που αυτές συνδέονται με τον σχεδιασμό του προϊόντος:
α) επιλογή και χρησιμοποίηση πρώτων υλών·
β) κατασκευή·
γ) συσκευασία, μεταφορά και διανομή·
δ) εγκατάσταση και συντήρηση·
ε) χρήση και
στ) τέλος ζωής, ήτοι κατάσταση ενός προϊόντος που έχει φθάσει στο τέλος της πρώτης του χρήσης έως την τελική διάθεσή του.
1.2. Για κάθε φάση, πρέπει να εκτιμώνται οι ακόλουθες περιβαλλοντικές πτυχές, ανάλογα με την περίπτωση:
α) προβλεπόμενη κατανάλωση υλικών, ενέργειας και άλλων πόρων, όπως γλυκού νερού·
β) προβλεπόμενες εκπομπές στον αέρα, το νερό ή το έδαφος·
γ) προβλεπόμενη ρύπανση μέσω φυσικών φαινομένων, όπως ο θόρυβος, οι δονήσεις, οι ακτινοβολίες, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία·
δ) προβλεπόμενη παραγωγή αποβλήτων·
ε) δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησης υλικών ή / και ενέργειας, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2002/96/ΕΚ.
1.3. Ιδιαίτερα, πρέπει να χρησιμοποιούνται και να συμπληρώνονται από άλλες, οσάκις απαιτείται, οι ακόλουθες παράμετροι για την αξιολόγηση των δυνατοτήτων βελτίωσης των περιβαλλοντικών πτυχών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο:
α) βάρος και όγκος του προϊόντος·
β) χρήση υλικών που προέρχονται από δραστηριότητες ανακύκλωσης·
γ) κατανάλωση ενέργειας, νερού και άλλων πόρων καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής·
δ) χρήση ουσιών που ταξινομούνται ως επικίνδυνες για την υγεία ή / και το περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 1967/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών και λαμβανομένης υπόψη της νομοθεσίας σχετικά με την εμπορία και τη χρήση συγκεκριμένων ουσιών, όπως οι οδηγίες 1976/769/ΕΟΚ ή 2002/95/ΕΚ,
ε) ποσότητα και φύση των αναλωσίμων που χρειάζονται για τη σωστή χρήση και συντήρηση·
στ) ευχέρεια επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, όπως εκφράζεται μέσω των εξής στοιχείων: αριθμός χρησιμοποιουμένων υλικών και εξαρτημάτων, χρήση τυποποιημένων εξαρτημάτων, χρόνος που απαιτείται για την αποσυναρμολόγηση, πολυπλοκότητα των εργαλείων που απαιτούνται για την αποσυναρμολόγηση, χρήση προτύπων κωδικοποίησης για τον προσδιορισμό των εξαρτημάτων και των υλικών που είναι κατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση (συμπεριλαμβανομένης της σήμανσης των πλαστικών εξαρτημάτων σύμφωνα με τα πρότυπα ISO), χρήση εύκολα ανακυκλώσιμων υλικών, ευχερής πρόσβαση σε πολύτιμα και άλλα ανακυκλώσιμα εξαρτήματα και υλικά, ευχερής πρόσβαση σε εξαρτήματα και υλικά που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες·
ζ) ενσωμάτωση μεταχειρισμένων εξαρτημάτων·
η) αποφυγή τεχνικών λύσεων που βλάπτουν την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση εξαρτημάτων και ολόκληρων συσκευών·
θ) παράταση του χρόνου ζωής, όπως εκφράζεται μέσω των εξής στοιχείων: ελάχιστη εγγυημένη διάρκεια ζωής, ελάχιστο διάστημα διαθεσιμότητας ανταλλακτικών, δομοστοιχειωτός σχεδιασμός, δυνατότητα αναβάθμισης, δυνατότητα επιδιόρθωσης·
ι) ποσότητες παραγομένων αποβλήτων και ποσότητες παραγομένων επικίνδυνων αποβλήτων·
ι)α) εκπομπές στον αέρα (αέρια θερμοκηπίου, παράγοντες οξίνισης, πτητικές οργανικές ενώσεις, ουσίες που εξασθενούν τη στιβάδα του όζοντος, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι, βαρέα μέταλλα, λεπτά σωματίδια και αιωρούμενα σωματίδια), με την επιφύλαξη της οδηγίας 1997/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16-12-1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα·
ι)β) εκπομπές στο νερό (βαρέα μέταλλα, ουσίες που έχουν αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο οξυγόνου, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι) και
ι)γ) εκπομπές στο έδαφος (ιδίως διαρροή και διάχυση επικίνδυνων ουσιών κατά τη φάση της χρήσης των προϊόντων, και κίνδυνος απόπλυσης κατά τη διάθεση των προϊόντων ως αποβλήτων).
Μέρος 2. Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών
Τα μέτρα εφαρμογής μπορεί να απαιτούν από τον κατασκευαστή την παροχή πληροφοριών, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζουν τον τρόπο χειρισμού, χρήσης ή ανακύκλωσης του προϊόντος από μέρη άλλα πλην του κατασκευαστή. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση:
α) πληροφορίες από τον σχεδιαστή σχετικά με τη διαδικασία κατασκευής,
β) πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τα σημαντικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις του προϊόντος· οι πληροφορίες αυτές πρέπει να συνοδεύουν το προϊόν, όταν αυτό διατίθεται στην αγορά, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να συγκρίνει αυτές τις πτυχές των προϊόντων,
γ) πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τον τρόπο εγκατάστασης, χρήσης και συντήρησης του προϊόντος, προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο αντίκτυπός του στο περιβάλλον και να διασφαλίζεται η βέλτιστη προσδοκώμενη διάρκεια ζωής του, καθώς και σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του, και, ανάλογα με την περίπτωση, παροχή πληροφοριών για την περίοδο διαθεσιμότητας ανταλλακτικών και για τις δυνατότητες για βελτίωση του προϊόντος,
δ) παροχή πληροφοριών για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας σχετικά με την αποσυναρμολόγηση, την ανακύκλωση ή τη διάθεση του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του.
Οι πληροφορίες πρέπει να βρίσκονται επάνω στο ίδιο το προϊόν, όταν αυτό είναι δυνατόν.
Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από άλλη κοινοτική νομοθεσία, όπως η οδηγία 2002/96/ΕΚ.
Μέρος 3. Απαιτήσεις για τον κατασκευαστή
1. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής, είναι δυνατόν να επηρεάζονται ουσιαστικά από τον σχεδιασμό του προϊόντος, οι κατασκευαστές προϊόντων υποχρεούνται να διενεργούν αξιολόγηση του μοντέλου προϊόντος καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, με βάση ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με τις κανονικές συνθήκες και για τους σκοπούς της χρησιμοποίησής του. Άλλες περιβαλλοντικές πτυχές μπορεί να εξετάζονται σε εθελοντική βάση.
Με βάση αυτή την αξιολόγηση, οι κατασκευαστές καταρτίζουν το οικολογικό προφίλ του προϊόντος. Το οικολογικό προφίλ βασίζεται σε χαρακτηριστικά του προϊόντος που έχουν σχέση με το περιβάλλον και σε εισροές / εκροές που προκύπτουν καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του προϊόντος και εκφράζονται σε φυσικά μεγέθη τα οποία είναι δυνατόν να μετρηθούν.
2. Οι κατασκευαστές πρέπει να χρησιμοποιούν την αξιολόγηση αυτή για να αξιολογούν τις εναλλακτικές σχεδιαστικές λύσεις και την επιτευχθείσα περιβαλλοντική επίδοση του προϊόντος βάσει κριτηρίων αξιολόγησης.
Τα κριτήρια αξιολόγησης προσδιορίζονται από την Επιτροπή στο μέτρο εφαρμογής βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται κατά την κατάρτιση του μέτρου.
Η επιλογή συγκεκριμένης σχεδιαστικής λύσης εξασφαλίζει εύλογη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων περιβαλλοντικών πτυχών και μεταξύ, αφενός, των περιβαλλοντικών πτυχών και άλλων σχετικών θεμάτων, όπως η ασφάλεια και η υγεία, οι τεχνικές απαιτήσεις λειτουργικότητας, ποιότητας και επιδόσεων, και, αφετέρου, των οικονομικών πτυχών, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κατασκευής και της δυνατότητας εμπορίας, τηρουμένου, συγχρόνως, του συνόλου της σχετικής νομοθεσίας.
Παράρτημα II: Μέθοδος καθορισμού των ειδικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού
Οι ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση μιας επιλεγμένης περιβαλλοντικής πτυχής του προϊόντος. Μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή απαιτήσεων για μειωμένη κατανάλωση ενός συγκεκριμένου πόρου, όπως όρια για τη χρήση αυτού του πόρου κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος, όπως ενδείκνυται (π.χ. όρια για την κατανάλωση νερού στη φάση της χρήσης ή για τις ποσότητες ενός συγκεκριμένου υλικού που ενσωματώνεται στο προϊόν ή απαίτηση για τις ελάχιστες ποσότητες ανακυκλωμένου υλικού).
Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που καθορίζουν ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού δυνάμει του άρθρου 15, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το προϊόν που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμούμενων στο Παράρτημα Ι, μέρος 1 και ορίζει το επίπεδο των απαιτήσεων αυτών σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ, ως ακολούθως:
1. Στην τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση επιλέγεται ένας αριθμός αντιπροσωπευτικών μοντέλων του εν λόγω προϊόντος στην αγορά και προσδιορίζονται οι τεχνικές εναλλακτικές δυνατότητες βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής βιωσιμότητας των εν λόγω εναλλακτικών επιλογών και αποφεύγοντας κάθε σημαντική απώλεια επιδόσεων ή χρησιμότητας του προϊόντος για τους καταναλωτές.
Η τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση προσδιορίζει επίσης, για τις συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πτυχές, τα προϊόντα και την τεχνολογία με τις καλύτερες επιδόσεις που είναι διαθέσιμα στην αγορά. Οι επιδόσεις προϊόντων που διατίθενται στις διεθνείς αγορές και τα σημεία αναφοράς που ορίζονται στη νομοθεσία άλλων χωρών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση καθώς και κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων.
Με βάση την ανάλυση αυτή και λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και τεχνικής εφικτότητας, καθώς και των δυνατοτήτων βελτίωσης, λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του προϊόντος στο ελάχιστο.
Όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση, το επίπεδο της ενεργειακής απόδοσης ή κατανάλωσης πρέπει να καθορίζεται με στόχο το ελάχιστο κόστος κύκλου ζωής για τους τελικούς χρήστες για αντιπροσωπευτικά μοντέλα προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών σε άλλες περιβαλλοντικές πτυχές. Η μέθοδος διενέργειας της ανάλυσης κόστους κύκλου ζωής χρησιμοποιεί πραγματικό προεξοφλητικό επιτόκιο βάσει των δεδομένων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μια ρεαλιστική διάρκεια ζωής για το προϊόν· βασίζεται στο άθροισμα των διακυμάνσεων της τιμής αγοράς (που προκύπτει από τις διακυμάνσεις του βιομηχανικού κόστους) και των λειτουργικών δαπανών που προκύπτουν από τα διάφορα επίπεδα εναλλακτικών επιλογών για πραγματοποίηση τεχνικών βελτιώσεων υπολογιζόμενων με αφαίρεση για όλη τη διάρκεια ζωής των εξεταζομένων αντιπροσωπευτικών μοντέλων προϊόντων. Οι λειτουργικές δαπάνες καλύπτουν πρωτίστως την κατανάλωση ενέργειας και τις πρόσθετες δαπάνες για άλλους πόρους (όπως νερό ή απορρυπαντικά).
Πρέπει να διεξάγεται ανάλυση ευαισθησίας που να καλύπτει τους σχετικούς συντελεστές (όπως τιμή της ενέργειας ή άλλων πόρων, κόστος των πρώτων υλών ή κόστος παραγωγής, προεξοφλητικά επιτόκια) και, κατά περίπτωση, το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος, συμπεριλαμβανομένων των αποτρεπόμενων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, προκειμένου να ελέγχεται αν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές και αν τα γενικά συμπεράσματα είναι αξιόπιστα. Η απαίτηση αναπροσαρμόζεται ανάλογα.
Παρόμοια μεθοδολογία μπορεί να εφαρμόζεται και για άλλους πόρους, όπως για το νερό.
2. Για τη σύνταξη των τεχνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών αναλύσεων, μπορούν να χρησιμοποιούνται πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο πλαίσιο άλλων κοινοτικών δραστηριοτήτων.
Το ίδιο ισχύει και για πληροφορίες που προέρχονται από υφιστάμενα προγράμματα που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του κόσμου, για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών με τους οικονομικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η απαίτηση λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο ανασχεδιασμού του προϊόντος.
Παράρτημα III: Σήμανση CE
Η σήμανση CE πρέπει να έχει ύψος τουλάχιστον 5 mm. Αν η σήμανση CE σμικρυνθεί ή μεγεθυνθεί, πρέπει να τηρούνται οι αναλογίες που δίνονται στο παραπάνω σχήμα.
Η σήμανση CE πρέπει να τίθεται πάνω στο προϊόν.
Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πρέπει να τίθεται πάνω στη συσκευασία και στα συνοδευτικά έγγραφα.
Παράρτημα IV: Εσωτερικός έλεγχος σχεδιασμού
1. Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζονται στο τμήμα 2 του παρόντος παραρτήματος διασφαλίζει και δηλώνει ότι το προϊόν πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.
2. Ο κατασκευαστής καταρτίζει φάκελο τεχνικής τεκμηρίωσης που καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του προϊόντος με τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής.
Η εν λόγω τεκμηρίωση περιλαμβάνει ιδίως:
α) γενική περιγραφή του προϊόντος και της χρήσης για την οποία προορίζεται·
β) τα αποτελέσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης που εκπόνησε ο κατασκευαστής ή / και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες, που χρησιμοποιούνται από τον κατασκευαστή για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά το σχεδιασμό του προϊόντος·
γ) το οικολογικό προφίλ, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·
δ) στοιχεία των προδιαγραφών σχεδιασμού του προϊόντος σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του·
ε) κατάλογο των αναφερόμενων στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ κατάλληλων προτύπων, που εφαρμόσθηκαν εν όλω ή εν μέρει, και περιγραφή των λύσεων που υιοθετήθηκαν για να καλυφθούν οι απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής·
στ) αντίγραφο των πληροφοριών που αφορούν τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I, μέρος 2 και
ζ) τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο σχετικό μέτρο εφαρμογής.
3. Ο κατασκευαστής πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι το προϊόν κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού που αναφέρονται στο τμήμα 2 και με τις απαιτήσεις του μέτρου που εφαρμόζεται σ' αυτό.
Παράρτημα V: Σύστημα διαχείρισης για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης
1. Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ο οποίος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του τμήματος 2 του παρόντος παραρτήματος, διασφαλίζει και δηλώνει ότι το προϊόν πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης CE μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.
2. Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του προϊόντος είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σύστημα διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατασκευαστής εφαρμόζει τα περιβαλλοντικά στοιχεία που καθορίζονται στο τμήμα 3 του παρόντος παραρτήματος.
3. Περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης
Το παρόν σημείο προσδιορίζει τα στοιχεία ενός συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες βάσει των οποίων ο κατασκευαστής μπορεί να αποδεικνύει ότι το προϊόν πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής.
3.1. Πολιτική στον τομέα των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος
Ο κατασκευαστής πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής. Ο κατασκευαστής πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρέχει ένα πλαίσιο για τον καθορισμό και την επανεξέταση των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος.
Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται από τον κατασκευαστή για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων και τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του προϊόντος, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής, μέσω του σχεδιασμού και της κατασκευής του, πρέπει να τεκμηριώνονται με συστηματικό και τακτικό τρόπο υπό μορφή γραπτών διαδικασιών και οδηγιών.
Οι εν λόγω διαδικασίες και οδηγίες πρέπει, ιδίως, να περιλαμβάνουν κατάλληλη περιγραφή:
α) του καταλόγου των εγγράφων που πρέπει να συντάσσονται - και ανάλογα με την περίπτωση - να προσκομίζονται για να αποδεικνύεται η συμμόρφωση του προϊόντος,
β) των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος και της οργανωτικής δομής, των ευθυνών, των εξουσιών της διοίκησης και του τρόπου κατανομής των πόρων όσον αφορά την εφαρμογή και τη διατήρησή τους,
γ) των ελέγχων και των δοκιμών που πρέπει να διενεργούνται μετά την κατασκευή του προϊόντος για να ελέγχονται οι επιδόσεις του σε σχέση με τους δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων,
δ) των διαδικασιών για τον έλεγχο της αναγκαίας τεκμηρίωσης και για τη διασφάλιση της συνεχούς ενημέρωσής της,
ε) της μεθόδου για τον έλεγχο της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των περιβαλλοντικών στοιχείων του συστήματος διαχείρισης.
3.2. Προγραμματισμός
Ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί:
α) διαδικασίες για τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του προϊόντος·
β) στόχους και δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, οι οποίοι συνεκτιμούν τις τεχνολογικές εναλλακτικές επιλογές οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις και
γ) πρόγραμμα για την επίτευξη αυτών των στόχων.
3.3. Εφαρμογή και τεκμηρίωση
3.3.1. Η τεκμηρίωση του συστήματος διαχείρισης καλύπτει, ιδίως, τα εξής:
α) καθορίζονται και τεκμηριώνονται ευθύνες και αρμόδιες αρχές, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη ουσιαστικών περιβαλλοντικών επιδόσεων από το προϊόν και η υποβολή εκθέσεων για τη λειτουργία του, με στόχο την επανεξέταση και τη βελτίωσή του·
β) συντάσσονται έγγραφα που περιγράφουν τις τεχνικές ελέγχου και εξακρίβωσης του σχεδιασμού και τις διαδικασίες και τα συστηματικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον σχεδιασμό του προϊόντος·
γ) ο κατασκευαστής συντάσσει και διατηρεί πληροφορίες που περιγράφουν τα βασικά περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες ελέγχου όλων των απαιτούμενων εγγράφων.
3.3.2. Η τεκμηρίωση του προϊόντος διευκρινίζει, ιδίως, τα ακόλουθα:
α) τη γενική περιγραφή του προϊόντος και την προβλεπόμενη χρήση του·
β) τα αποτελέσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης εκ μέρους του κατασκευαστή, ή / και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες που χρησιμοποίησε ο κατασκευαστής για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά τον σχεδιασμό του προϊόντος·
γ) το οικολογικό προφίλ εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·
δ) τα έγγραφα που περιγράφουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο σχετικό μέτρο εφαρμογής·
ε) ο κατασκευαστής καθορίζει προδιαγραφές που αναφέρουν, ιδίως, τα πρότυπα που εφαρμόσθηκαν· σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του σχετικού μέτρου εφαρμογής, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης·
στ) αντίγραφο των πληροφοριών σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι, μέρος 2.
3.4. Έλεγχος και διορθωτικά μέτρα
α) ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζει ότι το προϊόν κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού του και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του μέτρου εφαρμογής που εφαρμόζεται σε αυτό·
β) ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί διαδικασίες για τη διερεύνηση και την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης, και επιφέρει στις τεκμηριωμένες διαδικασίες τις τροποποιήσεις που προκύπτουν από τα διορθωτικά μέτρα·
γ) ο κατασκευαστής διενεργεί τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια, πλήρη εσωτερικό έλεγχο του συστήματος διαχείρισης, αναφορικά προς τα περιβαλλοντικά του στοιχεία.
Παράρτημα VI: Δήλωση συμμόρφωσης
Η δήλωση συμμόρφωσης CE πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.
2. Περιγραφή του μοντέλου, επαρκή για τη σαφή αναγνώρισή του.
3. Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία των εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων.
4. Ανάλογα με την περίπτωση, τα άλλα τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές που χρησιμοποιήθηκαν.
5. Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία άλλης κοινοτικής νομοθεσίας που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης CE.
6. Στοιχεία ταυτότητας και υπογραφή του προσώπου που έχει το δικαίωμα να δεσμεύει τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
Παράρτημα VII: Περιεχόμενο των μέτρων εφαρμογής
Τα μέτρα εφαρμογής πρέπει να διευκρινίζουν, ιδίως:
1. Τον ακριβή ορισμό του ή των τύπων των καλυπτομένων προϊόντων.
2. Τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για το καλυπτόμενο προϊόν, τις ημερομηνίες εφαρμογής και τα σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή περιόδους,
α) σε περίπτωση γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, τις σχετικές φάσεις και πτυχές εκ των αναφερομένων στο Παράρτημα Ι, τμήμα 1.1. και 1.2, μαζί με παραδείγματα παραμέτρων επιλεγομένων ΕΚ των αναφερομένων στο Παράρτημα I, τμήμα 1.3, ως οδηγίες για την αξιολόγηση βελτιώσεων συγκεκριμένων περιβαλλοντικών πτυχών,
β) σε περίπτωση ειδικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, το επίπεδό τους ή τα επίπεδά τους.
3. Τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες αναφέρονται στο Παράρτημα I, μέρος 1, και για τις οποίες δεν χρειάζεται απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού.
4. Τις απαιτήσεις σχετικά με την εγκατάσταση του προϊόντος, όταν το στοιχείο αυτό έχει άμεση σχέση με τις εξεταζόμενες περιβαλλοντικές επιδόσεις.
5. Τα πρότυπα ή / και τις μεθόδους μέτρησης που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν· όταν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται εναρμονισμένα πρότυπα, των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Λεπτομερή στοιχεία για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης δυνάμει της απόφασης 1993/465/ΕΟΚ:
α) όταν οι ενότητες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν είναι διαφορετικές από την ενότητα A, τους παράγοντες που οδηγούν στην επιλογή αυτής της συγκεκριμένης διαδικασίας,
β) ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια για την έγκριση ή / και την πιστοποίηση των τρίτων μερών.
Όταν για το ίδιο προϊόν ορίζονται διαφορετικές ενότητες σε άλλες απαιτήσεις ΕΚ, η ενότητα που ορίζεται στο μέτρο εφαρμογής υπερισχύει όσον αφορά τη σχετική απαίτηση.
7. Τις απαιτήσεις για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι κατασκευαστές, ιδίως για τα στοιχεία τεχνικής τεκμηρίωσης που απαιτούνται για να διευκολυνθεί ο έλεγχος της συμμόρφωσης των προϊόντων με τα μέτρα εφαρμογής.
8. Τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά ή / και τη θέση σε λειτουργία προϊόντα, τα οποία έχουν συμμορφωθεί με τους κανονισμούς που ίσχυαν στο έδαφός τους κατά την ημερομηνία έκδοσης του μέτρου εφαρμογής.
9. Την ημερομηνία αξιολόγησης και ενδεχόμενης αναθεώρησης του μέτρου εφαρμογής, λαμβανομένης υπόψη της ταχύτητας της τεχνολογικής προόδου.
Παράρτημα VIΙI: Αυτορρύθμιση
Πέραν της βασικής νομικής απαιτήσεως κατά την οποία οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης συμμορφώνονται προς όλες τις διατάξεις της συνθήκης (ιδίως προς τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού), καθώς και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων πολυμερών εμπορικών κανόνων, ο εξής μη εξαντλητικός κατάλογος ενδεικτικών κριτηρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση του παραδεκτού των πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης ως εναλλακτικής λύσης αντί μέτρου εφαρμογής στο πλαίσιο του παρόντος:
1. Ανοικτός χαρακτήρας της συμμετοχής
Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης είναι ανοικτές στη συμμετοχή φορέων τρίτων χωρών, στις φάσεις τόσο της προετοιμασίας όσο και της εφαρμογής.
2. Προστιθέμενη αξία
Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δημιουργούν προστιθέμενη αξία (μεγαλύτερη από ό, τι οι συνήθεις υποθέσεις) όσον αφορά τη βελτίωση της γενικής περιβαλλοντικής απόδοσης του καλυπτόμενου προϊόντος.
3. Αντιπροσωπευτικότητα
Ο βιομηχανικός κλάδος και οι φορείς του που συμμετέχουν σε δράσεις αυτορρύθμισης αντιπροσωπεύουν μεγάλη πλειοψηφία του σχετικού οικονομικού τομέα, με όσο το δυνατόν λιγότερες εξαιρέσεις. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα για τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού.
4. Στόχοι ποσοτικά εκπεφρασμένοι και σταδιακώς εφαρμοζόμενοι
Οι στόχοι που καθορίζουν οι συμμετέχοντες εκφράζονται με σαφήνεια και ακρίβεια, σε επακριβώς καθορισμένη βάση. Αν η πρωτοβουλία αυτορρύθμισης καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει να περιλαμβάνονται ενδιάμεσοι στόχοι. Εξασφαλίζεται η δυνατότητα παρακολούθησης της συμμόρφωσης προς τους σκοπούς και τους ενδιαμέσους στόχους κατά τρόπο οικονομικώς προσιτό και αξιόπιστο, με σαφείς και αξιόπιστους δείκτες. Η ανάπτυξη των δεικτών αυτών διευκολύνεται με στοιχεία που προέρχονται από την έρευνα και τις επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις.
5. Συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών
Για τη διασφάλιση της διαφάνειας, οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δημοσιοποιούνται, μεταξύ άλλων με τη χρήση του Διαδικτύου και άλλων ηλεκτρονικών μέσων διάδοσης των πληροφοριών.
Τούτο ισχύει επίσης για τις ενδιάμεσες και τις τελικές εκθέσεις παρακολούθησης. Οι συμμετέχοντες δηλαδή κράτη μέλη, η βιομηχανία οι περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και οι ενώσεις καταναλωτών έχουν τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων σχετικά με τις πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης.
6. Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων
Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης πρέπει να περιλαμβάνουν ένα καλοσχεδιασμένο σύστημα παρακολούθησης, με σαφώς προσδιορισμένες ευθύνες για τη βιομηχανία και τους ανεξάρτητους φορείς ελέγχου. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, σε συνεργασία με τους συμμετέχοντες στην πρωτοβουλία αυτορρύθμισης, καλούνται να εποπτεύουν την επίτευξη των στόχων.
Το σχέδιο εποπτείας και υποβολής εκθέσεων πρέπει να είναι λεπτομερές, διαφανές και αντικειμενικό. Απόκειται στις υπηρεσίες της Επιτροπής να εξετάζουν, επικουρούμενες από την επιτροπή του άρθρου 19, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ, εάν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της εθελοντικής συμφωνίας ή άλλων αυτορρυθμιστικών μέτρων.
7. Οικονομική αποδοτικότητα της διαχείρισης πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης
Το κόστος διαχείρισης των πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση, δεν πρέπει να οδηγεί σε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση σε σχέση με τους στόχους τους και τα άλλα διαθέσιμα μέσα πολιτικής.
8. Αειφορία
Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης ανταποκρίνονται στους στόχους πολιτικής της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της ολοκληρωμένης προσέγγισης, καθώς και στην οικονομική και την κοινωνική διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ενσωματώνεται η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, ή υγεία ή ποιότητα ζωής ή και τα οικονομικά συμφέροντα.
9. Συμβατότητα κινήτρων
Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δεν αναμένεται να φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν άλλοι παράγοντες και κίνητρα - πίεση στην αγορά, φορολογία, και νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο - στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στους συμμετέχοντες στη πρωτοβουλία αυτορρύθμισης. Η συνέπεια της πολιτικής αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο από την άποψη αυτή και λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της πρωτοβουλίας.}