Οδηγία Μελετών Οδικών Έργων (ΟΜΟΕ) 8 - Άρθρο p1

Παράρτημα Α: Ορολογία που χρησιμοποιείται στις σήραγγες


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αισθητική εμφάνιση (aesthetic appearance): Η εξασφάλισή της απαιτεί την αποφυγή εμφανών ρηγματώσεων, διατήρηση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών, του χρώματος, κ.λ.π.

 

Ανάστροφο (τόξο πυθμένα) (Invert): Η περιοχή εκσκαφής του πυθμένα κάτω από την βαθμίδα (εφόσον υπάρχει τέτοια), αλλά και ο φορέας στήριξης του γεωυλικού στην περιοχή αυτή.

 

Ανθεκτικότητα (durability): Ονομάζουμε την ικανότητα της κατασκευής να ανθίσταται στις περιβαλλοντικές (φυσικές και χημικές) επιδράσεις χωρίς να χάνει τις ιδιότητες αντοχής και λειτουργίας κάτω ενός ανεκτού ορίου.

 

Αντιπροσωπευτική τιμή: Περιλαμβάνει τη χαρακτηριστική και την ονομαστική τιμή.

 

Ανύψωση (heave): Κατακόρυφη προς τα πάνω μετακίνηση του εδάφους στην περιοχή του ανάστροφου.

 

Αποφλοίωση (spalling): Θραύση του ψαθυρού υλικού σε επιφάνειες παράλληλες προς την ελεύθερη επιφάνεια με εν συνεχεία αποχωρισμό των θραυσμάτων.

 

Αρχική ή άμεση υποστήριξη (primary support): Η υποστήριξη της διατομής της σήραγγας που τοποθετείται για να εξασφαλίσει τη διατήρηση του ανοίγματος και να παρέχει ασφάλεια στη διάνοιξη μέχρι να τοποθετηθεί η τελική επένδυση. Αποτελείται συνήθως από εκτοξευμένο σκυρόδεμα, ηλώσεις και χαλύβδινα πλαίσια.

 

Άσκαφτος πυρήνας (dumpling): Γεωυλικό του μετώπου που παραμένει για να προσφέρει προσωρινή αντιστήριξη σε αυτό.

 

Βαθμίδα (bench):Η ενδιάμεση διατομή / διατομές μεταξύ της άνω ημιδιατομής και του ανάστροφου κατά την εκσκαφή μιας σήραγγας σε οριζόντια κλιμακωτά στάδια.

 

Βελτίωση γεωυλικού (ground improvement): Διαδικασία που αποβλέπει στη βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων του γεωυλικού. Παραδείγματα αποτελούν η ταπείνωση του υδροφόρου ορίζοντα ή η ψύξη του εδάφους.

 

Βήμα (προχώρησης) (step, round): Το μήκος προχώρησης της διάνοιξης, είτε για κάθε τμηματικό μέτωπο είτε για ολόκληρη τη διατομή.

 

Βραχόμαζα (rock mass): Φυσικό υλικό μέσα στο οποίο εκσκάπτεται η σήραγγα, το οποίο συνίσταται από πετρώματα τα οποία δύνανται να είναι συμπαγή, κερματισμένα ή και αποσαθρωμένα.

 

Βράχος (rock): Φυσικό υλικό μέσα στο οποίο εκσκάπτεται η σήραγγα, το οποίο σε αντίθεση με το έδαφος έχει μεγάλη συνεκτικότητα και σκληρότητα, και γι' αυτό δεν εκσκάπτεται με συνήθη μηχανικά μέσα.

 

Γεωυλικό ή γεώμαζα (ground): Κάθε φυσικό υλικό μέσα στο οποίο εκσκάπτεται η σήραγγα. Σαν όρος περιέχει το έδαφος και το βράχο.

 

Διαστασιολόγηση υποστήριξης (design of support): Αναφέρεται στα μέτρα άμεσης υποστήριξης και τελικής επένδυσης.

 

Διευρυμένο πέλμα (elephant's foot): Διευρυμένη επιφάνεια έδρασης της βάσης συνήθως της άνω ημιδιατομής.

 

Δικτυωτό πλαίσιο (Lattice girder): Πλαίσιο κατασκευασμένο από συγκολλημένες ράβδους χάλυβα. Συνήθως έρχεται στο εργοτάξιο σε τμήματα τα οποία συναρμολογούνται επιτόπου. Τα τμήματα έχουν στα άκρα τους πλάκες, και συνδέονται μεταξύ τους με κοχλίες και περικόχλια.

 

Έδαφος (soil): Φυσικό υλικό μέσα στο οποίο εκσκάπτεται η σήραγγα, το οποίο σε αντίθεση με το βράχο έχει μικρή συνεκτικότητα και γι' αυτό εκσκάπτεται εύκολα με συνήθη μηχανικά μέσα.

 

Εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (shotcrete): Σκυρόδεμα που περιέχει πρόσμικτα και εκτοξεύεται με πίεση από ακροφύσιο σε επιφάνεια.

 

Ενέσεις αντιστάθμισης (compensation grouting): Σύστημα με το οποίο ένεμα εισπιέζεται στο γεωυλικό πάνω από τη σήραγγα και κάτω από επιφανειακές κατασκευές. Σκοπός του είναι να μειώσει τα αποτελέσματα των επιφανειακών καθιζήσεων που προκλήθηκαν από απώλεια γεωυλικού λόγω της διάνοιξης της σήραγγας.

 

Εξωράχειο (extrados): Το εξωτερικό περίγραμμα της επένδυσης (αρχικής ή τελικής) της σήραγγας.

 

Επιτελεστικότητα (performance): Είναι η ταυτόχρονη εκπλήρωση των απαιτήσεων ασφάλειας, λειτουργικότητας, και αισθητικής εμφάνισης μιας κατασκευής.

 

Ύβωμα (dumpling): Κεντρικός πυρήνας από άσκαφτη βραχόμαζα που προσφέρει προσωρινή υποστήριξη στο μέτωπο.

 

Ήλοι (ή αγκύρια) (bolts): Μεταλλικές (συνήθως) ράβδοι που τοποθετούνται στο πέτρωμα.

 

Καθίζηση (settlement): Η βύθιση της επιφάνειας του εδάφους πάνω από τη σήραγγα, που οφείλεται στην υπόγεια εκσκαφή. Ενίοτε χρησιμοποιείται και για τη βύθιση της θεμελίωσης του κελύφους της άμεσης υποστήριξης.

 

Κατάρρευση ως την επιφάνεια (daylight collapse): Κατάρρευση που εκτείνεται μέχρι την επιφάνεια. Ονομάζεται στην πράξη και καμινάδα (chimney).

 

Κινηματική αστοχία (kinematic failure): Αστοχία του μετώπου, της οροφής ή των παρειών, χαρακτηριζόμενη από την αποσύνδεση τεμαχίου βράχου πάνω σε ασυνέχειες, και πτώση ή ολίσθησή του λόγω βαρύτητας.

 

Κλείσιμο δακτυλίου (Ring closure): Η πραγματοποίηση του κλεισίματος της επένδυσης της σήραγγας, ώστε αυτή να πάρει σχήμα δακτυλίου.

 

Κοπή και επίχωση (cut and cover): Σύστημα κατασκευής σήραγγας με ανοικτή εκσκαφή σε αντίθεση αυτού της εκσκαφής με διάτρηση.

 

Κύκλος (round): Η πλήρης σειρά εργασιών διάνοιξης, είτε για κάθε τμηματικό μέτωπο είτε για ολόκληρη τη διατομή.

 

Λειτουργική διάρκεια ζωής (Functional service life): Είναι ο χρόνος μετά από τον οποίο η κατασκευή γίνεται λειτουργικά άχρηστη επειδή άλλαξαν οι απαιτήσεις μας. Η λειτουργική διάρκεια ζωής καθορίζεται από πολιτικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες και όχι από οικονομικούς ή επιστημονικούς.

Λειτουργικότητα (serviceability): Είναι η ικανοποίηση των σκοπών λειτουργίας της κατασκευής, π.χ. περιορισμός των παραμορφώσεων, στεγανότητα, περιορισμός κραδασμών, κ.λ.π.

 

Μελετητικό σχήμα (design scheme): Σύμπραξη ή κοινοπραξία γραφείων μελετών διαφόρων κατηγοριών μελέτης που συνεργάζονται για την εκπόνηση σύνθετης μελέτης.

 

Οικονομική διάρκεια ζωής (Economical service life): Είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η κατασκευή μας εξυπηρετεί μέχρι να εκτιμηθεί ότι η αντικατάστασή της είναι οικονομικά περισσότερο συμφέρουσα από ότι η διατήρηση σε λειτουργία με συνεχείς συντηρήσεις, επισκευές ή αλλαγή χρήσης.

 

Παρακολούθηση (monitoring): Πρόκειται για μέθοδο που περιέχει ενόργανες μετρήσεις και απευθείας οπτικές παρατηρήσεις με σκοπό τον έλεγχο της συμπεριφοράς της υποστήριξης και του περιβάλλοντος γεωυλικού.

 

Παραμόρφωση ((deformation): Είναι η μεταβολή του σχήματος μιας κατασκευής ή του εδάφους.

 

Πέτρωμα (rock): Στα τεχνικά έργα ο όρος ταυτίζεται με το βράχο.

 

Σήραγγα οδηγός (pilot tunnel): Σήραγγα μικρότερης διαμέτρου, που συχνά είναι ερευνητικού χαρακτήρα, που διανοίγεται μπροστά από το κύριο μέτωπο της σήραγγας.

 

Στέψη ή κλείδα (crown): Το ανώτατο τμήμα του περιγράμματος μιας σήραγγας.

 

Στοά (drift, gallery): Σήραγγα μικρής διαμέτρου που δύναται να αποτελεί μέρος μεγαλύτερης σήραγγας.

 

Στόμιο (Portal): Μία είσοδος ή έξοδος της σήραγγας.

 

Σύγκλιση (convergence): Μεταβολή της απόστασης μεταξύ σημείων της διατομής μιας σήραγγας.

 

Τελική επένδυση (final lining): Το δομικό σύστημα που έχει σκοπό τη διασφάλιση της επιτελεστικότητας της σήραγγας για την τεχνική διάρκεια ζωής της.

 

Τεχνική διάρκεια ζωής (Design life): Είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η κατασκευή εκπληρώνει όλες τις απαιτήσεις επιτελεστικότητας.

 

Τεχνικογεωλογική ενότητα: Ομάδα ή ενότητα γεωυλικών με παρόμοια τεχνικά χαρακτηριστικά.

 

Φθορά (damage): Είναι κάθε απώλεια επιτελεστικότητας μέσα στον χρόνο.

 

Χαρακτηριστική τιμή (ιδιότητας υλικού): Η τιμή μιας ιδιότητας υλικού που έχει μια προδιαγεγραμμένη πιθανότητα μη επίτευξής της κατά την υποθετική εκτέλεση απεριορίστων σειρών δοκιμών. Αυτή η τιμή γενικώς αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο ποσοστιμόριο της στατιστικής κατανομής της συγκεκριμένης ιδιότητας του υλικού που έχει υποτεθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται μία ονομαστική τιμή.

 

Χαρακτηριστική τιμή μιας δράσης: Η κύρια αντιπροσωπευτική τιμή μιας δράσης. Στο μέτρο που αυτή η χαρακτηριστική τιμή μπορεί να καθοριστεί πάνω σε στατιστικές βάσεις, επιλέγεται έτσι ώστε να αντιστοιχεί σε μία προδιαγεγραμμένη πιθανότητα μη υπέρβασής της προς τη δυσμενή πλευρά κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια ζωής σχεδιασμού του δομήματος.

 

Χρόνος αυτοϋποστήριξης (stand up time): Ο χρόνος κατά τον οποίο ένα ανυποστήρικτο εκσκαμμένο μέτωπο παραμένει ευσταθές.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.