Νόμος 4152/13 - Άρθρο z

Παράγραφος Ζ: Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2011/7 της 16-02-2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Υποπαράγραφος Ζ.1: Σκοπός

 

(Άρθρο 1 παράγραφος 1 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Σκοπός των διατάξεων της παρούσας παραγράφου είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-02-2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων.

 

Υποπαράγραφος Ζ.2: Πεδίο εφαρμογής

 

(Άρθρο 1 παράγραφοι 2 και 3 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών. Εξαιρούνται οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιάρθρωσης χρέους (άρθρο 99 και επόμενα του Πτωχευτικού Κώδικα).

 

Υποπαράγραφος Ζ.3: Ορισμοί

 

(Άρθρο 2 Οδηγίας 2011/7)

 

Κατά την έννοια του νόμου αυτού:

 

1) Εμπορική συναλλαγή: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής.

 

2) Δημόσια αρχή: κάθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α' του προεδρικού διατάγματος 59/2007 ((ΦΕΚ 63/Α/2007) άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α' της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και του άρθρου 2 παράγραφος 9 του προεδρικού διατάγματος 60/2007 ((ΦΕΚ 64/Α/2007) άρθρο 1 παράγραφος 9 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ), ανεξαρτήτως του αντικειμένου ή της αξίας της σύμβασης.

 

3) Επιχείρηση: κάθε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο.

 

4) Καθυστέρηση πληρωμής: η μη πραγματοποίηση πληρωμής εντός της συμβατικής ή της νόμιμης προθεσμίας, εφόσον πληρούνται οι όροι της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.4. ή της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.5..

 

5) Τόκος υπερημερίας: ο νόμιμος τόκος υπερημερίας ή ο τόκος με επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ επιχειρήσεων, υπό τους όρους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο Ζ.8..

 

6) Νόμιμος τόκος υπερημερίας: ο απλός τόκος για την καθυστερημένη πληρωμή σε επιτόκιο το οποίο είναι ίσο προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.

 

7) Επιτόκιο αναφοράς: το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξεις αναχρηματοδότησης.

 

8) Οφειλόμενο ποσό: το κυρίως ποσό που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί μέσα στη συμβατική ή τη νόμιμη προθεσμία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των επιβαλλόμενων φόρων, δασμών, τελών ή επιβαρύνσεων που καθορίζονται στο τιμολόγιο ή σε άλλο ισοδύναμο για την πληρωμή έγγραφο.

 

9) Παρακράτηση της κυριότητας: κάθε συμβατική συμφωνία, με βάση την οποία ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα των πωλουμένων αγαθών μέχρις ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημα.

 

10) Εκτελεστός τίτλος: κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι προσωρινά εκτελεστές, είτε προς άμεση καταβολή είτε κατά δόσεις, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον δανειστή να απαιτήσει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστική εκτέλεση έναντι του οφειλέτη.

 

Υποπαράγραφος Ζ.4: Εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων

 

(Άρθρο 3 Οδηγίας 2011/7)

 

1. Στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός και εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

 

2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.

 

3. Στην περίπτωση συνδρομής των όρων της περίπτωσης 1, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της προθεσμίας πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. Εάν η ημερομηνία ή η προθεσμία πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας κατά την εκπνοή οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά όρια:

 

α) 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για την πληρωμή εγγράφου,

 

β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών,

 

γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών,

 

δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή το ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή.

 

4. Όταν προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, η μέγιστη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.

 

5. Η προθεσμία πληρωμής που καθορίζεται στη σύμβαση δεν υπερβαίνει τις 60 ημερολογιακές ημέρες, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.

 

6. Στην περίπτωση που στη σύμβαση δεν ορίστηκε επιτόκιο υπερημερίας ή αυτό που συμφωνήθηκε είναι καταχρηστικό για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8., ισχύει το νόμιμο.

 

Υποπαράγραφος Ζ.5: Συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών

 

(Άρθρο 4 Οδηγίας 2011/7)

 

1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

 

2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.

 

3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια:

 

α) 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου,

 

β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών,

 

γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών,

 

δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή.

 

4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α' της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για:

 

α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης, με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16-11-2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών - μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων.

 

β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 3871/2010 (ΦΕΚ 141/Α/2010), όπως ισχύει, που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν, καθώς και ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υγείας (άρθρο 18 του νόμου 3918/2011).

 

5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α' σημείο δ' δεν υπερβαίνει τις 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.

 

6. Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις 60 ημερολογιακές ημέρες.

 

7. Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή.

 

Υποπαράγραφος Ζ.6: Χρονοδιαγράμματα πληρωμής

 

(Άρθρο 5 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνούν, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, χρονοδιάγραμμα πληρωμής με το οποίο θα προβλέπεται η καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε δόσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, εάν οποιαδήποτε από τις δόσεις δεν καταβληθεί έως τη συμφωνημένη ημερομηνία, ο τόκος και η αποζημίωση που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο Ζ' υπολογίζονται με αποκλειστική βάση τα ληξιπρόθεσμα ποσά.

 

Υποπαράγραφος Ζ.7: Αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης

 

(Άρθρο 6 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

1. Ο δανειστής δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση από τον οφειλέτη το κατ' αποκοπή ποσό των 40 € εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. ή την υποπαράγραφο Ζ.5..

 

2. Το κατά την περίπτωση 1 κατ' αποκοπή ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και καταβάλλεται ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του δανειστή.

 

3. Ο δανειστής δικαιούται, επιπλέον του κατά την περίπτωση 1 κατ' αποκοπή ποσού, να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Ως έξοδα είσπραξης λογίζονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη για την αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.

 

Υποπαράγραφος Ζ.8: Καταχρηστικοί όροι συμβάσεων και πρακτικές

 

(Άρθρο 7 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

1. Συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα στην περίπτωση που έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή.

 

Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον δανειστή, υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων:

 

α) τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία,

 

β) της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας και

 

γ) του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την προθεσμία πληρωμής κατά την περίπτωση 5 της υποπαραγράφου Ζ.4., την υποπερίπτωση α' της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Ζ.5., την περίπτωση 4 της υποπαραγράφου Ζ.5. και την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου Ζ.5. ή από το κατ' αποκοπή ποσό κατά την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Ζ.7..

 

2. Για τους σκοπούς της περίπτωσης 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

 

3. Για τους σκοπούς της περίπτωσης 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.8. θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

 

4. Κατά την έννοια της περίπτωσης 1, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προς όφελος των δανειστών και των ανταγωνιστών ώστε να αποτρέπεται η συνέχιση της χρησιμοποίησης συμβατικών όρων και πρακτικών κατάφωρα καταχρηστικών κατά την έννοια της περίπτωσης 1.

 

Υποπαράγραφος Ζ.9.: Συλλογική αγωγή

 

(Παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 7 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Οργανώσεις παραγωγών, εμπόρων και επιχειρήσεων μπορούν, για το συμφέρον των δανειστών του νόμου αυτού και την προστασία του ανταγωνισμού, να ζητήσουν από το δικαστήριο την παράλειψη της διατύπωσης και της χρήσης στις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, γενικών όρων προφανώς καταχρηστικών κατά την έννοια της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.8., οι οποίοι αφορούν το χρόνο πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστέρησης της πληρωμής της αμοιβής.

 

Στη συλλογική αγωγή του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 17 έως 19 του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 2251/1994 (ΦΕΚ 191/Α/1994).

 

Υποπαράγραφος Ζ.10: Διαδικασίες είσπραξης για μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις

 

(Άρθρο 10 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

1. Οι αγωγές ή αιτήσεις ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής που αφορούν μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, δικάζονται κατ' εξαίρεση, ανεξαρτήτως του ύψους της οφειλής, στη συντομότερη, κατά το δυνατόν, δικάσιμο. Ο εκτελεστός τίτλος επί των αγωγών ή αιτήσεων αυτών εκδίδεται μέσα σε 90 ημερολογιακές ημέρες από την κατάθεσή τους.

 

Στο ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν περιλαμβάνονται οι προθεσμίες κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων και οι καθυστερήσεις για τις οποίες ευθύνεται ο πιστωτής.

 

2. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1896/2006.

 

3. Η παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται με τους ίδιους όρους σε όλους του πιστωτές που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Ζ.10 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο ΣΤ21 του άρθρου πρώτου του νόμου 4254/2014 (ΦΕΚ 85/Α/2014).

 

Υποπαράγραφος Ζ.11: Παρακράτηση της κυριότητας

 

(Άρθρο 9 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

1. Ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα των αγαθών έως ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημα, εφόσον έχει συμφωνηθεί ρητώς μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, πριν από την παράδοση των αγαθών, ρήτρα παρακράτησης της κυριότητας.

 

2. Διατάξεις που αφορούν προκαταβολές πληρωμών, οι οποίες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από τον οφειλέτη, παραμένουν σε ισχύ.

 

Υποπαράγραφος Ζ.12: Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις

 

(Άρθρο 12 παράγραφος 3 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Σε περιπτώσεις που οι κείμενες διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ευνοϊκότερες για τον δανειστή, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.

 

Υποπαράγραφος Ζ.13: Διαφάνεια και γνωστοποίηση

 

(Άρθρο 8 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων διασφαλίζει πλήρη διαφάνεια όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα παράγραφο, μεταξύ άλλων με τη δημοσίευση του ισχύοντος νόμιμου επιτοκίου υπερημερίας.

 

Το Υπουργείο μπορεί για το σκοπό αυτόν να:

 

(α) χρησιμοποιεί, εφόσον απαιτείται, τον ειδικευμένο τύπο, εκστρατείες πληροφόρησης ή κάθε άλλο αποτελεσματικό μέσο για να αποκτήσουν οι επιχειρήσεις αυξημένη επίγνωση των τρόπων επανόρθωσης για τις καθυστερήσεις πληρωμής μεταξύ των επιχειρήσεων,

 

(β) ενθαρρύνει την κατάρτιση κωδικών έγκαιρης πληρωμής, με πρόβλεψη σαφώς καθορισμένων προθεσμιών πληρωμής και κατάλληλης διαδικασίας για τη διευθέτηση κάθε αμφισβητούμενης πληρωμής ή κάθε πρωτοβουλία που αντιμετωπίζει το ζήτημα των καθυστερήσεων πληρωμής και συμβάλλει στην καλλιέργεια νοοτροπίας έγκαιρων πληρωμών.

 

Υποπαράγραφος Ζ.14: Καταργούμενες διατάξεις

 

(Άρθρο 12 παράγραφος 4 και άρθρο 13 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ)

 

Το προεδρικό διάταγμα 166/2003 (ΦΕΚ 138/Α/2003) καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Οι διατάξεις του όμως παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του.

 

Υποπαράγραφος Ζ.15: Έναρξη ισχύος

 

Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζει από 16-03-2013.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.