Νόμος 2837/00 - Άρθρο 14

Άρθρο 14: Εισοδηματική ενίσχυση εργαζομένων που αμείβονται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Οι απασχολούμενοι μισθωτοί, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που ασφαλίζονται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τον κλάδο σύνταξης από παροχή εξαρτημένης εργασίας και αμείβονται με τον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας δικαιούνται από 01-01-2000 κατά μήνα εισοδηματική ενίσχυση.

 

Δικαιούχοι της ενίσχυσης αυτής είναι και όσοι από τους πιο πάνω μισθωτούς λαμβάνουν τις προβλεπόμενες από Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας προσαυξήσεις οικογενειακών επιδομάτων και χρόνου υπηρεσίας (τριετίες).

 

Ως πλήρης απασχόληση νοείται, η πλήρης μηνιαία απασχόληση, εφόσον πρόκειται για υπάλληλο, ή το πλήρες ημερομίσθιο, ανεξαρτήτως αριθμού ημερομισθίων ανά μήνα, εφόσον πρόκειται για εργατοτεχνίτη,

 

Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης που απασχολούνται και ασφαλίζονται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Το ποσό της εισοδηματικής ενίσχυσης είναι ίσο με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού της εκάστοτε προβλεπόμενης από τη νομοθεσία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης του ασφαλισμένου, επί το τμήμα της αμοιβής που αντιστοιχεί στις εκάστοτε αποδοχές της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας άγαμου εργαζόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, χωρίς προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα.

 

2. Από την πρώτη του επομένου μετά την ισχύ του παρόντος μηνός και εφεξής, οι εργοδότες, κατά την καταβολή των αποδοχών στους εργαζόμενους,δεν παρακρατούν υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων την εισφορά κλάδου κύριας σύνταξης.

 

3. Κατά την καταβολή εισφορών στις Τράπεζες ή στα υποκαταστήματα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο εργοδότης καταβάλλει ποσό μειωμένα κατά τις μη παρακρατούμενες κατά την προηγούμενη παράγραφο εισφορές. Σε περίπτωση αγοράς ενσήμων παραλαμβάνει το σύνολο αυτών, χωρίς και μία μείωση. Το μη καταβληθέν ποσό, που αντιστοιχεί στην εργατική εισφορά πιστώνεται από τα υποκαταστήματα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και τις Τράπεζες σε Ειδικό Λογαριασμό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από τον οποίο και εισπράττεται.

 

Από τον ίδιο λογαριασμό καταβάλλεται στις Τράπεζες και δαπάνη για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, το ύψος της οποίας καθορίζεται μια απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της καταβολής στις Τράπεζες των αντίστοιχων χρημάτων, πέραν της μίας ημέρας, καταβάλλεται από τον εν λόγω λογαριασμό και ο νόμιμος τόκος.

 

4. Τα από 01-01-2000 μέχρι της εφαρμογής του μέτρου αναλογούντα ποσό εισοδηματικής ενίσχυσης θα αποδοθούν στους δικαιούχους εργαζόμενους μέσω των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, βάσει σχετικών βεβαιώσεων των εργοδοτών.

 

5. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την υλοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.