Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Το άρθρο 53 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 53
1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομία από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από τον μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί περισσότερων από ή υπό δικαστική αντίληψη από τον επίτροπο ή τον αντιλήπτορα, κατά περίπτωση και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα, που κατά το προηγούμενο εδάφιο προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού.
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αυτής που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.
4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται απ' αυτόν εγγράφως ή προφορικώς, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, μπορεί, εφ' όσον κρίνει το αίτημα βάσιμο, να αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή τη διαγραφή των εισοδημάτων μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που αναφέρεται στο φύλο ελέγχου ή μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του φόρου ή άλλου δικαιώματος.
Ειδικά όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς σε κάθε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία γίνεται από κοινού από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από τους νόμιμους αναπληρωτές τους και εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου ή Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου οριζόμενο με έναν αναπληρωτή από αυτά, κατόπιν εγγράφου του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και σε περίπτωση αρνήσεως, ορίζεται από τον οικείο νομάρχη.
5. Αν συμπέσουν οι απόψεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του υπόχρεου προκειμένου για επιχειρήσεις ή ελευθέρια επαγγέλματα που τηρούν βιβλία πρώτης και δεύτερης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, ή του αρμόδιου επιθεωρητή, του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του εκπροσώπου του Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και του υπόχρεου προκειμένου για επιχειρήσεις ή ελευθέρια επαγγέλματα που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, συντάσσεται και υπογράφεται από όλα τα μέρη σχετική πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτήν ο πρόσθετος φόρος, καθώς και το πρόστιμο, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 67, περιορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) αυτών, αν ο υπόχρεος υπέβαλε ελλειπή ή ανακριβή δήλωση, και στο ένα δεύτερο (1/2) αυτών αν ο υπόχρεος δεν είχε υποβάλει δήλωση. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου έχει εφαρμογή και όταν ο φορολογούμενος αποδεχθεί συνολικά τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίζεται με το φύλλο ελέγχου. Με την πράξη αυτήν που είναι αμετάκλητη, θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτήν, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέλος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
6. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υπόχρεου εφ' όσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
Αν ο υπόχρεος είναι αγράμματος, το ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών βεβαιώνεται όπως στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται, ή αναπληρώνεται τούτο από έγγραφο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο.}
2. Όσες υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των τριμελών επιτροπών που προβλέπονται από το άρθρο 53 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, εφ' όσον δεν έχουν συζητηθεί, επαναφέρονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προς επίλυση κατά τις πιο πάνω διατάξεις. Για το σκοπό αυτόν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας καλεί το φορολογούμενο εγγράφως να προσέλθει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών.
Για τις υποθέσεις που έχουν συζητηθεί μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, ενώπιον των καταργούμενων τριμελών επιτροπών, εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις από τις επιτροπές αυτές.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 47 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, αντικαθίσταται ως εξής:
{Αν το εισόδημα που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές και είναι ανώτερο του εισοδήματος που δηλώθηκε σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον, η υπόθεση παραπέμπεται σε τριμελή επιτροπή.}
4. Στο άρθρο 47 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
{11. Η επιτροπή που προβλέπεται από την παράγραφο 7 αποτελείται από τα ακόλουθα μέλη:
α) Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει διοικητικό πρωτοδικείο, της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής πρωτοδικών ή ειρηνοδίκης ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β) Από τον επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει την αρμόδια φορολογική αρχή ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης με βαθμό Α, που ορίζει με απόφασή του ο επιθεωρητής των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
γ) Από έναν εκπρόσωπο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή του οικείου επαγγελματικού συλλόγου.
Τα πρόσωπα αυτά ορίζει ο οικείος νομάρχης από πίνακα πέντε (5) τουλάχιστον αντιπροσώπων, τον οποίο υποχρεούται η διοίκηση της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης να καταρτίσει και να τον αποστείλει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου κάθε έτους. Αν η οικεία επαγγελματική οργάνωση παραλείψει να αποστείλει αυτόν τον πίνακα ή αν δεν υπάρχει στην έδρα της νομαρχίας αντίστοιχη επαγγελματική οργάνωση, ο νομάρχης ορίζει ως τρίτο μέλος της επιτροπής και αναπληρωτή του, ένα φορολογούμενο από κατάσταση που συντάσσεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η οποία περιλαμβάνει πέντε (5) τουλάχιστο φορολογούμενους.
Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης με βαθμό Β τουλάχιστον, της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας του νομού και για την περιοχή της τέως διοικήσεως πρωτεύουσας και της πόλης της Θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη. Η επιτροπή κρίνει χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση, η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. Η θητεία της επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του Προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημόσιου υπαλλήλου. Σε περίπτωση αναδιορισμού του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που έχει ορισθεί για τη συνεδρίαση, ή αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή, καλούνται για αναπλήρωσή τους δύο δημόσιοι υπάλληλοι, που υπηρετούν στην έδρα του νομού που συνεδριάζει η επιτροπή από τον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει τον ένα αναπληρωτή του άλλου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών αυτών καθώς και η συγκρότησή τους, η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες.}
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4600/1966 (ΦΕΚ 242/Α/1966) αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς.}
6. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 67 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
{1. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν εκπρόθεσμη δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο, που ορίζεται σε ποσοστό επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου, για κάθε μήνα εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης, που ορίζεται σε τέσσερα τοις εκατό (4%) για κάθε μήνα καθυστέρησης. Ο πρόσθετος φόρος δεν μπορεί να υπερβεί το ογδόντα τοις εκατό (80%) του φόρου που οφείλεται με τη δήλωση. Αν ο υπόχρεος υποβάλει δήλωση μετά πάροδο είκοσι μηνών από της λήξεως της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης υποβάλλεται και αυτοτελές πρόστιμο ανερχόμενο σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), αν το ποσό του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου ανέρχεται μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές και σε είκοσι τοις εκατό (20%), αν το ποσό του φόρου υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές.}
7. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ανακριβή δήλωση υπόκεινται:
α) Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) του φόρου, του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω ανακρίβειας.
β) Σε πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό:
α)α) είκοσι τοις εκατό (20%) στο ποσό της διαφοράς του φόρου, του οποίου ο υπόχρεος θα απέφευγε την πληρωμή λόγω ανακρίβειας και εφ' όσον η διαφορά αυτή κυμαίνεται από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση,
β)β) τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό της ίδιας διαφοράς και εφ' όσον η διαφορά αυτή υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση.
8. Οι υπόχρεοι που δεν υποβάλλουν δήλωση υπόκεινται:
α) Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε εκατόν πενήντα τοις εκατόν (150%) του φόρου, του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω μη υποβολής της δήλωσης.
β) Σε πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου κυμαίνεται από εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές και σε εξήντα τοις εκατό (60%, αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές.
9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του νόμου [Ν] 820/1978, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ελλειπή δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται στο ενενήντα τοις εκατό (90%), της διαφοράς του κυρίου φόρου.}
10. Η παράγραφος 4 του άρθρου 31 του νόμου [Ν] 1591/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
{4. Σε περίπτωση υποτροπής το κατώτατο όριο των ως άνω ποινών διπλασιάζεται και επιπροσθέτως δύναται να αφαιρείται η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή να διατάσσεται το κλείσιμο του καταστήματος για χρονικό διάστημα από ενός (1) μηνός μέχρι και πέντε (5) μηνών.}