Προεδρικό διάταγμα 18/89 - Άρθρο 53

Άρθρο 53: Παραδεκτό


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είτε τελεσιδίκως κατ' έφεση, αναθεώρηση ή αναψηλάφηση. Η αίτηση από μεν τον ιδιώτη διάδικο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν, από δε τη διάδικο διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενό τους υπουργό, εφόσον δε ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε εξήντα ημέρες από τη χρονολογία δημοσίευσης της αποφάσεως.

 

Η κοινοποίηση μπορεί να γίνει κατά τις διατάξεις των άρθρων 56 και επόμενα του [Π] Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, και από κάθε διάδικο, οπότε η προθεσμία τρέχει και κατ' αυτού. Δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως έχει κάθε διάδικος που μετείχε στην ουσιαστική δίκη, κατά την οποία έχει εκδοθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον το δικαιολογεί έννομο συμφέρον.

 

Σε καμία περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του νόμου 2721/1999 (ΦΕΚ 112/Α/1999)

 

2. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 41 για την παρέκταση εφαρμόζεται και στην πιο πάνω προθεσμία των εξήντα ημερών προκειμένου για ιδιώτη διάδικο.

 

3. αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του νόμου [Ν] 4446/2016 (ΦΕΚ 240/Α/2016).

 

4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λ.π., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.

 

Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς.

 

Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον διάδικο, διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενο τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του νόμου 3772/2009 και με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του νόμου 3900/2010 (ΦΕΚ 213/Α/2010)

 

5. Μετά την πάροδο της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας ο αρμόδιος Υπουργός, ο Υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση, αλλά μόνο υπέρ του νόμου, χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των διαδίκων. Επίσης μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου κατά απόφασης που εκδίδεται επί αιτήσεως για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Οι αιτήσεις αναιρέσεως υπέρ του νόμου ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 5 προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 3038/2002 (ΦΕΚ 180/Α/2002).

 

6. Επιτρέπεται πάντοτε η άσκηση αίτησης αναιρέσεως ανεξαρτήτως ποσού, ακόμη και εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τελεσίδικη απόφαση άλλου δικαστηρίου που επιλύει υπόθεση του ιδίου φορολογικού αντικειμένου εκ κληρονομίας, η οποία στηρίζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση, ακόμη και για διαφορετικό διάδικο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6 προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 του νόμου 4509/2017 (ΦΕΚ 201/Α/2017).

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.